Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Άνθη της μοναξιάς (β' μέρος)

Με το τέλος του τρίτου χρόνου στην Αγγλία, η εταιρία αποφάσισε να μειώσει το προσωπικό και να μεταφέρει το τμήμα μας και μερικά ακόμη στο Ντάνστεμπολ, μια μικρή πόλη περίπου εξήντα χιλιόμετρα βόρεια από το Λονδίνο. Στην πόλη αυτή λειτουργούσε η μονάδα συναρμολόγησης φορτηγών της εταιρίας ενώ, από το κοντινό και μεγαλύτερό της Λούτον, την τροφοδοτούσε συνεχώς το εργοστάσιο παραγωγής εξαρτημάτων. Ολημέρα μούγκριζαν οι μηχανές και βροντούσαν οι βαρυφορτωμένες με σιδερικά καρότσες στον κεντρικό δρόμο.

Μου πρότειναν να μετατεθώ στην οικονομική διεύθυνση που θα έμενε στο Λονδίνο αλλά, στην τελική αξιολόγηση, με πρόδωσαν οι ελάχιστες λογιστικές μου γνώσεις. Βρεθήκαμε λοιπόν μπροστά στο δίλημμα, να εγκαταλείψουμε την πρωτεύουσα ή να μεταφερθούμε σε πλησιέστερη περιοχή και, από κει, να φεύγω κάθε μέρα προς βορράν και η Σοφία προς νότον. Επιλέξαμε τη δεύτερη λύση γιατί μας φόβιζε η προοπτική της αγγλικής επαρχίας.

Ακολούθησε νέο ψάξιμο, αυτή τη φορά σε πιο άγριες γειτονιές. Βλέπαμε δρόμους ολόκληρους, έρημους και χορταριασμένους με αγγελτήρια πωλήσεων στη σειρά και διαπιστώσαμε ότι, καθώς προχωρούσε το κύμα των έγχρωμων μεταναστών, οι αγγλοσάξονες βιάζονταν να πουλήσουν τα σπίτια τους και να μετακομίσουν σε συγκριτικά λιγότερο μολυσμένο περιβάλλον.

Αποχαιρετήσαμε λοιπόν το Δυτικό Λονδίνο και τη λιτή σοφίτα μας, τον Ντίνγκι, την Ιρλανδέζα σπιτονοικοκυρά και τους άλλους ανθρώπους με τους οποίους είχαμε ζήσει πάνω από δυόμιση χρόνια. Μαζέψαμε και πάλι τα υπάρχοντά μας στις αρχαίες βαλίτσες και μεταφερθήκαμε στο Φίνσμπουρι Πάρκ, κοντά στην καθαρά εργατική περιοχή του Ίσλινγκτον και το γήπεδο της Τότεναμ. Αυτή τη φορά νοικιάσαμε ένα σχεδόν αυτοτελές ισόγειο διαμέρισμα στο τριώροφο του Πολωνού κυρίου Στανίεβιτς, με τη μεγάλη λευκή εξώπορτα και τα καμαρωτά παράθυρα. Φαίνεται ότι είχαμε πια ολοκληρώσει τη μαθητεία μας, γιατί καταλαβαίναμε χωρίς δυσκολία τα πρωτότυπα αγγλικά του.

Το σπίτι υψωνόταν στην κορυφή ενός λόφου και το έπιανε τόσο γερά ο άνεμος που είχαμε καμιά φορά την αίσθηση ότι ταξιδεύουμε με ιστιοφόρο. Αντί για τον Ντίνγκι και τις γαλιφιές του, είχαμε εδώ ένα τεράστιο μαύρο γάτο που διάβαινε αθόρυβα, μας κοίταζε μέσα από μισόκλειστα βλέφαρα και ανεχόταν γενναιόδωρα το θαυμασμό μας αλλά δεν επέτρεπε να περάσει από το νου μας ούτε σκέψη για χάδια.

Η περιοχή μας ταίριαζε καλύτερα. Νιώθαμε πιο άνετα ανάμεσα στα εγκαταλελειμμένα σπίτια με τα αγγελτήρια, ανάμεσα στους μαύρους με το παρδαλό πρόχειρο ντύσιμο, τη φυσική τους εγκαρδιότητα και την τραγουδιστή ομιλία, κι ανάμεσα στους άλλους ξένους. Ανάμεσα στ’ αγόρια και τα κορίτσια που πουλούσαν, στην είσοδο της σήραγγας του υπογείου, έντυπα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς μα και ελληνικές εφημερίδες, με φόντο τα συνθήματα, τις επικλήσεις και τα ονόματα που ήταν χαραγμένα με κάρβουνο και κόκκινη κιμωλία στους λερωμένους τοίχους.

Κι ακόμη, το ίδιο το τοπίο ασκούσε επάνω μας μια παράδοξη γοητεία. Από το ύψος του σπιτιού μας, βλέπαμε τον δρόμο να κατηφορίζει και να χάνεται σε μυστηριώδεις γειτονιές και, κάπου εκεί στο βάθος, να φαντάζει ένα παλιό παλάτι μέσα σε πυκνές συστάδες δέντρων. Τα πρωινά ακούγαμε τα κουδουνίσματα του ηλεκτρικού φορτηγού με την ανοιχτή καρότσα που μοίραζε το γάλα, και τ’ απογεύματα, από την άλλη πλευρά του θολωτού διαδρόμου, την απαλή μουσική πιάνου της κυρίας Μάρτιν, μια θελκτικής ασπρομάλλας Εβραίας. Κι άλλοτε τις μακρινές χαρούμενες φωνές των παιδιών και τη μουσική από το όχημα του πλανόδιου παγωτατζή. Μας άρεσε και η τοπική αγορά με την πολυχρωμία, την ανακατωσούρα και τη φασαρία της, τα γέλια και τα λαϊκά πειράγματα, και τις φτηνότερες τιμές της.

Ο κύριος Στανίεβιτς, αρκετά χρόνια χήρος με κόρη έφηβη, φορούσε πάντοτε τα ρούχα της δουλειάς του οικοδόμου και μια μπαλακλάβα στο γκρίζο του κεφάλι. Ένα πλατύ χαμόγελο ήταν μονίμως ζωγραφισμένο στο κακοξυρισμένο πρόσωπο με τα χοντρά αρμονικά χαρακτηριστικά. Όταν του είπα ότι είχε διαρροή το γκάζι στην κουζίνα, μας συνέστησε να αφήσουμε μισάνοιχτο το παράθυρο. Τον είχαμε απ’ την αρχή βαφτίσει χαχόλο, παρατσούκλι που άλλοτε του ερχόταν καλούπι κι άλλοτε μας έκανε να μετανιώνουμε για τη σκληρότητά μας. Όταν έμπαινε για να εισπράξει το ενοίκιο, άρχιζε ατέλειωτες ιστορίες για το χωριό του και τα πατρικά του κτήματα κάπου στα σύνορα με τη Ρωσία. Έδειχνε την αδυναμία του στη Σοφία, αφήνοντας της στο περβάζι πράσινα μηλαράκια από το περιβόλι του.

Όπως αποδείχτηκε όμως, είχα υπερεκτιμήσει τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική αντοχή μου. Έπρεπε κάθε πρωί να κάνω τέσσερις διαδρομές, λεωφορείο ως τον υπόγειο, υπόγειο ως το τραίνο, τραίνο ως το Λούτον και πάλι λεωφορείο ως το Ντανστεμπολ. Και το βραδάκι μετά τη δουλειά, να ακολουθώ την ίδια διαδρομή αντιστρόφως. Και μάλιστα μέσα από καθαρά βιομηχανικές περιοχές, με εκατοντάδες εργαστήρια, εργοστάσια, αποθήκες και προαύλια γκριζόμαυρα και θλιβερά.

Μετά μερικούς μήνες κυριολεκτικά εξοντωτικούς, γύρισα κάποια Παρασκευή βράδυ στο σπίτι, έβγαλα το παλτό μου και το πέταξα μακριά μαζί με την εφημερίδα, κλώτσησα μια καρέκλα και κοίταξα με απέχθεια το φαγητό. Ύστερα σωριάστηκα στον καναπέ, έχωσα το κεφάλι μέσα στις παλάμες μου, τραύλισα, δεν αντέχω άλλο, και έκλαψα σαν μωρό παιδί, δυο μέτρα άντρας.


Η λύση ήταν βέβαια η αρχική και ανεπιθύμητη, να εγκατασταθούμε στο Ντάνστεμπολ. Η προσφορά της εταιρίας εξακολουθούσε να ισχύει, βρέθηκα μάλιστα μια θέση στο λογιστήριο για τη Σοφία. Ο σπιτονοικοκύρης μας παραδόξως δέχτηκε να διακόψουμε πρόωρα και χωρίς συνέπειες το ενοικιαστήριο συμβόλαιο. Κι άδραξε την ευκαιρία για να μας διηγηθεί μερικές ακόμη ιστορίες απ’ την Πολωνία.

Και πάλι ποδαρόδρομος, και πάλι ψάξιμο στις τοπικές εφημερίδες. Αυτή τη φορά ήμασταν πιο τυχεροί. Βρήκαμε αμέσως και νοικιάσαμε ένα μικρό ανεπίπλωτο διαμέρισμα σε σύγχρονη μακρόστενη πολυκατοικία στη μέση της διαδρομής από τη μία πόλη στην άλλη. Μπροστά είχε ένα ευρύχωρο δωμάτιο, με θερμοσυσσωρευτή και ολόφωτο παράθυρο πέντε μέτρων, και πίσω τη μικρή κουζίνα και το μπάνιο. Μπάνιο κανονικό με απαστράπτοντα νιπτήρα και πλακάκια.

Από τον προηγούμενο ενοικιαστή, αγοράσαμε μισοτιμής τη μεταχειρισμένη ηλεκτρική κουζίνα και, με την ευχέρεια που μας έδινε το επίδομα της μετεγκατάστασης, βγήκαμε στην αγορά και προμηθευτήκαμε καινούριο κρεβάτι, στρώμα, κουβέρτες και σεντόνια. Βρήκαμε σε παλαιοπωλείο και δυο πολυθρόνες, ξύσαμε με το μαχαίρι τα αλλεπάλληλα στρώματα πένθιμου καφέ, τις βάψαμε κατάλευκες και τις ντύσαμε με μπλε καλύμματα, ενώ στους τοίχους περάσαμε με το ρολό ένα γλυκό μουσταρδί χρώμα. Νοικιάσαμε και μια καινούρια τηλεόραση, πήραμε διάφορα σκεύη και μικροπράγματα κι ίσως το σπουδαιότερο, για πρώτη φορά αποκτήσαμε δικό μας τηλέφωνο, που όμως πολύ σπάνια κουδούνιζε. Ήμασταν λοιπόν κεφάτοι και πανέτοιμοι για την καινούρια μας ζωή στην αγγλική επαρχία.

Το γραφείο μου ήταν στον έκτο όροφο μια γυάλινης οικοδομής στο κέντρο της πόλης, της Σοφίας στον τέταρτο. Μπροστά μου στη μεγάλη αίθουσα, καθόταν ο Χάρι, ένας λιλιπούτειος χαρούμενος Ινδός μηχανικός και πίσω μου ο Μπάρι, ένας ντόπιος αμπλαούμπλας που έπαιζε και ράγκμπι. Μιλώντας για τον υπερπληθυσμό της πατρίδας του, ο Χάρι τόνισε ότι είχε μόνον δύο παιδιά και ότι δεν σκόπευε να αποκτήσει άλλα. Και ότι μάλωνε τους φίλους του γιατί, ως μορφωμένοι, έδιναν το κακό παράδειγμα με τα δέκα και τα δώδεκα παιδιά τους.

Βαδίζοντας το πρωί για το γραφείο από τη στάση του λεωφορείου, συχνά κοντοστεκόμουν στα κάγκελα του νηπιαγωγείου με πολύχρωμους πυργίσκους και τα ζωγραφισμένα τζάμια. Να δω και να απολαύσω τα πιτσιρίκια μέσα στα άνοράκ τους, αγόρια και κορίτσια, σκούρα και μαύρα, κίτρινα, μελαχρινά και ανοιχτόχρωμα, κατάξανθα, να τρέχουν και να παίζουν, να τιτιβίζουν, να αγκαλιάζονται και να γελάνε. Και έλεγε, εδώ γεννιέται ένας καινούριος κόσμος.

Άμεσος προϊστάμενός μου ήταν ένας συμπαθέστατος και ικανός σαραντάρης Εγγλέζος, κι αυτός μηχανικός, που όταν του πρότειναν, πράγμα σπάνιο για μη Αμερικανό, να μετατεθεί με υπερδιπλάσιο μισθό στη μητέρα εταιρία στο Ντιτρόιτ, έκανε ένα ενημερωτικό ταξίδι στην Αμερική και αρνήθηκε. Στην καθιερωμένη σύσκεψη μετά, μας είπε πως δεν είχε γεννηθεί για να δουλεύει δεκαπέντε ώρες την ημέρα και να μην έχει αποκλειστικά δικά του ούτε τα Σαββατοκύριακα. Σε μια χώρα όπου το θεωρούσαν περίπου εθνική προδοσία να μην αλλάζει κανείς αυτοκίνητο κάθε εξάμηνο, όπως επέβαλε η κοινωνική του θέση και τα συμφέροντα της βιομηχανίας.

Από την αχανή μητρόπολη στην επαρχία, το γκρίζο σκηνικό κυριάρχησε στην καθημερινή ζωή και δεν μπορούσαμε τώρα να ακούσουμε τους ήχους κάποιας μουσικής. Τα πάντα βρίσκονταν τριγύρω μας και δεν μας έτρωγαν πια οι αποστάσεις. Σπίτι, γραφείο, βόλτα στα καταστήματα το μεσημέρι και σινεμά ή τηλεόραση το βράδυ, το Σάββατο στο τοπικό παζάρι, στα δέκα χιλιόμετρα ήταν και το Λούτον. Όμως ήταν ταλαιπωρία να κατεβαίνουμε στο Λονδίνο, μας απορρόφησε η ρουτίνα και σπάνια βλέπαμε τους φίλους μας.

Χάθηκα και η πρωτευουσιάνικη φινέτσα, εκείνο το λεπτό επίχρισμα, ακόμη κι όταν ήταν δηλητηριώδες. Οι άνθρωποι μάς φαίνονταν ρηχοί κι ανιαροί, συχνά φιλικοί και άλλοτε απρόκλητα έβγαιναν κατευθείαν οι φαλτσέτες. Δυο νεαροί συνάδελφοι από άλλο τμήμα, μιλώντας δήθεν μεταξύ τους στο ασανσέρ, λοξοκοίταζαν τη Σοφία που ήταν μόνη κι έλεγαν και ξανάλεγαν, δεν τους θέλουμε εδώ. Μια μέρα ένας σουρωμένος στο λεωφορείο, μουρμούριζε βραχνά, να κάνουν τα πιθήκια κονσέρβες και να τα στείλουν πίσω στην πατρίδα τους. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, τρεις στους τέσσερις έγχρωμους μετανάστες υπέφεραν από φοβίες, άγχος και κατάθλιψη.

Απ’ το μεγάλο παράθυρο του διαμερίσματός μας, βλέπαμε σε δέκα μέτρα μια μακρόστενη περιφραγμένη αυλή κι ένα ξανθό κόλι να τρέχει ολημέρα πάνω κάτω και να γαυγίζει μανιασμένα. Βλέπαμε έναν άχρωμο ουρανό, βλέπαμε εκατοντάδες πανομοιότυπες στέγες πανομοιότυπων σπιτιών να απλώνονται βουβές και μακρινές στην επίπεδη έκταση. Βλέπαμε ένα τοπίο πράσινο, γαλήνιο, πολιτισμένο και θανάσιμο.

Τα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρίας συνέχισαν να χειροτερεύουν και αποφασίστηκε να γίνουν νέες περικοπές προσωπικού, είτε ήταν υψηλόμισθοι Αμερικανοί, είτε απλοί υπάλληλοι οποιασδήποτε εθνικότητας. Και να μεταφερθούμε βαθύτερα στην ενδοχώρα, στο Κόβεντρι όπου βρίσκονταν τρία εργοστάσια της εταιρίας και η καρδιά του βιομηχανικού της συγκροτήματος. Με φώναξε στο γραφείο του ο Αμερικανός διευθυντής που με είχε προσκαλέσει στην Αγγλία μετά τρία χρόνια εργασίας στη Θεσσαλονίκη, και μου ενεχείρισε εμπιστευτικά ένα έγγραφο που διασφάλιζε τη θέση μου στην εταιρία.

Ο πενηντάχρονος και νεανικός Μπομπ Ντονέλ ήταν τύπος βαρύς και αυστηρός και, παρά τα προσωπικά του προβλήματα, δίκαιος πάντοτε και έντιμος. Και επιπλέον, ανεχόταν τη δεδηλωμένη μου απέχθεια για τη χούντα παρόλο που εκείνος υποστήριζε ότι ο στρατός ήταν μια κάποια λύση για την Ελλάδα. Κάποτε, μάλιστα, μου είχε πει ότι εκτιμούσε την ευθύτητά μου αλλά ότι δεν έπρεπε και να το παρακάνω. Πήρα το έγγραφο και τον ευχαρίστησα, αν και δεν ήξερα αν έπρεπε να τον ευχαριστήσω.

Πάλι στο δρόμο και την περιπλάνηση, πάλι στην αναζήτηση, πάλι σε νέα πόλη. Είδαμε το εμπορικό της κέντρο και τα αξιοθέατα, κυρίως το συγκλονιστικό σύμπλεγμα της καμένης από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς παλιάς μητρόπολης, με πλάι της χτισμένη μια καινούρια και υπερσύγχρονη. Αυτή τη φορά όμως κάπως αδιάφορα και διαδικαστικά, χωρίς έστω και ίχνος από τη συγκίνηση της ανακάλυψης, χωρίς εκείνη την έξαρση και το μεθυστικό μυστήριο που σε τυλίγει όταν για πρώτη φορά εισέρχεσαι σε έναν καινούριο κόσμο.

Βρήκαμε σε κάποιο προάστιο του Κόβεντρι ένα διώροφο σπίτι του δήμου με χαμηλό ενοίκιο, που θα ήταν η πέμπτη και μάλλον πιο ολοκληρωμένη κατοικία μας στην Αγγλία κι αρχίσαμε, με μισή καρδιά, να διεκπεραιώνουμε τις διατυπώσεις. Όμως ο φίλος μου, ο Σκωτσέζος Τζιμ Ρος, που είχε προσφερθεί να με βοηθήσει, επέμενε με παιδικό χαμόγελο κάτω απ’ το καψαλισμένο του μουστάκι, ότι θα ήμουν πολύ ευτυχισμένος εκεί με τη γυναίκα μου.

Την ίδια χρονική περίοδο συνέπεσε και απεργία των ταχυδρομικών. Τα αιτήματά τους δεν ήταν παράλογα. Διεκδικούσαν αύξηση δεκαπέντε τοις εκατό έναντι οκτώ τοις εκατό που καθόριζε η επίσημη οικονομική πολιτική και τριανταπέντε τοις εκατό που είχε ήδη εγκρίνει η κυβέρνηση για το ήδη διπλάσια αμειβόμενο προσωπικό μιας καθαρά εξαγωγικής βιομηχανίας αυτοκινήτων. Οι επιστολές όμως και τα δέματα δεν έφερναν πολύτιμο συνάλλαγμα στη χώρα και το υπουργικό συμβούλιο μπορούσε άνετα να είναι συνεπές με τις αρχές του.

Εκατόν πενήντα χιλιάδες ταχυδρομικοί έκαναν απεργία για δύο μήνες, ο κόσμος ταλαιπωρήθηκε, οι ιδιωτικές εταιρίες θησαύρισαν, το ειδικό ταμείο τους τινάχτηκε στον αέρα, οι ίδιοι πείνασαν, ένας κρεμάστηκε μέσα στα αποχωρητήρια μα λίγα κέρματα στην τσέπη του. Στο τέλος, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην εργασία με σκυμμένο το κεφάλι χωρίς να πάρουν ούτε δεκάρα παραπάνω.

Η κυβέρνηση εκούσια πάτησε τους ταχυδρομικούς και οι ταχυδρομικοί ακούσια πάτησαν εμάς. Τα γράμματα, που ήταν ένα δροσερό αεράκι στο Λονδίνο, ακόμη κι όταν έφερναν μαζί τους έγνοιες και προβλήματα, είχαν γίνει κυριολεκτικά η ανάσα μας στο Ντάνστεμπολ. Όλο αυτόν τον καιρό, ούτε πουλί πετάμενο δεν πλησίαζε την πόρτα μας, η μοναξιά και η ανία μας πλάκωναν σαν βράχος.


Ένα απόγευμα, γκρίζο και μονότονο σαν όλα τα απογεύματα, αφού είχαμε κάνει τις προβλεπόμενες κινήσεις και γυρίζαμε με το λεωφορείο στο διαμέρισμά μας, με την προοπτική της νέας μετεγκατάστασης και μιας ζωής πολλών ακόμη ετών σε μια Αγγλία χωρίς Λονδίνο, είπα στη Σοφία ότι ένιωθα να φτερουγίζει η ψυχή μου και να δραπετεύει από το παράθυρο. Το επόμενο μεσημέρι λίγο έλειψε να την ακολουθήσει και το σώμα μου.

Είχαμε τελειώσει νωρίτερα την καθιερωμένη βόλτα μας και βρέθηκα ολομόναχος στην αίθουσα με τα γραφεία και γύρω γύρω τα ανοιχτά παράθυρα. Κάθισα και άρχισε ανόρεκτα να ξεφυλλίζω τα χαρτιά μου. Ξαφνικά, από το τίποτα και χωρίς το παραμικρό προμήνυμα, αντίκρισα κατάματα το πρόσωπο του θανάτου. Στο οπτικό πεδίο μου έπεσε απότομο σκοτάδι σαν από ολική έκλειψη ηλίου, το μυαλό μου θόλωσε και πήρε ανάποδες στροφές, μια δίνη ακαταμάχητη με τραβούσε έξω απ’ το παράθυρο. Κάτι αλλότριο και παντοδύναμο είχε κυριαρχήσει μέσα μου και μου επέβαλε, αφού δεν ζούσα όπως ήθελα, να μην ζω καθόλου. Στα τριάντα δύο μου χρόνια, ένιωσα μέσα μου βαθιά ότι είχε έρθει η ώρα να πεθάνω.

Μέχρι και σήμερα, τριάντα χρόνια αργότερα, δεν έχω καταλάβει τι με κράτησε. Και ποια κλωστή είχε τη δύναμη να με κρατήσει. Να ήταν το χαμόγελο της Σοφίας, να ήταν η μακρινή ανάμνηση των δικών μου και των φίλων μου, να ήταν ό, τι ελάχιστο απέμενε από τις ζωτικές δυνάμεις μου; Να ήταν μήπως κάτι άγνωστο που αντιστεκόταν και προσπαθούσε να με πείσει να παλέψω και όχι να φύγω έτσι κουτά κι ανώφελα;

Σηκώθηκα απ’ τη θέση μου και, μέσα στη θολούρα και το πανικό, μισοξάπλωσα στο κρύο δάπεδο. Για να απομακρυνθώ με κάποιο τρόπο από το τίποτα που με μαγνήτιζε. Στο κεφάλι μου βούιζαν όλα τα μηχανήματα ενός αόρατου εργοστασίου, η τυφλή παρόρμηση συνεχιζόταν με την ίδια ένταση. Έτρεξα στους νιπτήρες και έριξα νερό στο πρόσωπό μου. Κανένα αποτέλεσμα. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν δυο-τρεις συνάδελφοι. Ζήτησα ένα τσιγάρο και, μετά δέκα μήνες αποχής, το άναψα και τράβηξα αλλεπάλληλες βαθιές ρουφηξιές. Και τηλεφώνησα αμέσως στη Σοφία να πάρει άδεια και να γυρίσουμε στο σπίτι.

Ακολούθησε ένα φρικτό απόγευμα και μερικές μέρες ακόμη χειρότερες. Μια θάλασσα απελπισίας ξεχείλιζε από μέσα μου για να πνίξει αυτή την άδεια ζωή μαζί με τον υπαίτιο. Ο παγιδευμένος σκορπιός γύριζε το κεντρί για να χτυπήσει το ίδιο του τον εαυτό. Ήθελα να πηδήξω από ψηλά, να πέσω μπροστά από φορτηγά, να κόψω τις φλέβες μου. Και το μοναδικό μου στήριγμα μέσα στη μαυρίλα ήταν η Σοφία. Με κατανόηση, με τρυφερότητα, με όλη της την ύπαρξη στεκόταν δίπλα μου άγρυπνη. Ποιος όμως μπορεί να σε σώσει όταν εσύ δεν θέλεις να σωθείς; Πήγαμε και σ’ έναν παθολόγο, κομψό κι ευγενικό, που απέδωσε την κατάστασή μου στους θερμαινόμενους χώρους και τη στεγνή ατμόσφαιρα.

Δεν μας έμενε πια καμία αμφιβολία, δεν μας έμενε άλλη διέξοδος. Είχαμε εξαντλήσει κάθε περιθώριο, ακόμη και τα ανύπαρκτα, και έπρεπε επιτέλους να γυρίσουμε εκεί που ανήκαμε. Διασχίσαμε και πάλι την Ευρώπη με το τραίνο, κλεισμένοι στο βαγόνι. Εγώ ούτε στον ξύπνο μου ήμουν καλά, ούτε στον ύπνο μου. Για να απασχοληθεί κάπως το μυαλό μου, που έδειχνε να έχει αυτονομηθεί και βαδίζει ασυγκράτητο προς την τρέλα, έπιανα στους διαδρόμους παιδαριώδεις συζητήσεις με εργάτες από τη Γερμανία. Που όμως ήταν βετεράνοι στον πόνο και τη μοναξιά.

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Άνθη της μοναξιάς (α' μέρος)

Στα δύο χρόνια επάνω, η Σοφία πρότεινε ξαφνικά να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Είχε κουραστεί,
είχε βαρεθεί, είχε νοσταλγήσει. Ιδίως τον ήλιο και τη θάλασσα. Κι αυτό παρά τη σχετική
οικονομική άνεση που μας επέτρεπε ο δεύτερος μισθός, παρά τα ταξίδια, παρά τους συγγενείς
και τους φίλους που μας επισκέπτονταν το καλοκαίρι. Κι έναν παράδεισο που ήταν πολύ
κοντά και απρόσιτος.

Η ζωή μας ήταν προγραμματισμένη στο κάθε σημαντικό και στην κάθε λεπτομέρεια και
ανούσια σαν δημητριακά με γάλα. Σπίτι γραφείο και γραφείο σπίτι, φαγητό στις έξι και μισή
και η συνέχεια μπροστά στην τηλεόραση. Ειδήσεις και προβλήματα, όπως το δολοφονικό
μυστήριο της Βόρειας Ιρλανδίας, που άλλοτε μας ενδιέφεραν και άλλοτε ακούγαμε αδιάφορα
και σιωπηλά.

Κι ελάχιστα βοηθούσαν οι καλύτερες στιγμές μας. Να πηγαίνουμε την Παρασκευή το βράδυ
στο σινεμά της γειτονιάς με την ηδονική αίσθηση ότι η Δευτέρα δεν θα έφτανε ποτέ, να
βγαίνουμε το Σάββατο για τα ψώνια της εβδομάδας στο Τέσκο και για μια βόλτα στις βιτρίνες
της Κινγκς Ρόουντ, να διαβάζουμε την Κυριακή το πρωί στην πολυθρόνα τις πολυσέλιδες
εκδόσεις του Ομπζέρβερ και των Σάντεϊ Τάιμς, να αλλάζουμε κάθε τόσο τη θέση των παλιών
επίπλων, να επισκεπτόμαστε τον Πιπαλούκ, το νεογέννητο πολικό αρκουδάκι στον ζωολογικό
κήπο.

Την ίδια εποχή, ανταμώσαμε και πάλι με τον παλιό μου φίλο τον Πολύβιο, που μας έφερε
δίσκους, βιβλία και ζεστασιά από την Ελλάδα. Είχε έρθει για να μου προτείνει να
συνεργαστούμε σε μια ιδιαίτερα προσοδοφόρα επιχείρηση που είχε ανοίξει στην Αθήνα ως
αντιπρόσωπος του αμερικανικού εκδοτικού οργανισμού Γκρόλιερ.

Όμως αρνήθηκα και στους δύο να γυρίσω, και αρνήθηκα κατηγορηματικά. Μου ήταν
αδιανόητο να εγκαταλείψω το Λονδίνο για την πρωτόγονη πραγματικότητα της χούντας.
Μάλιστα, με βασάνιζε συχνά στον ύπνο μου ένας εφιάλτης, ότι με είχαν, λέει, καλέσει και
πάλι στον στρατό και ένας βλοσυρός συνταγματάρχης μου έκανε εθνική ηθική
διαπαιδαγώγηση κάτω από μια αψίδα με τον φοίνικα ενώ η μπάντα παιάνιζε εμβατήρια.

Είχαμε ήδη αρχίσει να πηγαίνουμε σε αντιδικτατορικές εκδηλώσεις. Αναλάβαμε και μια
ομαδική εργασία, να μεταφράσουμε ανέκδοτα για τη δικτατορία και να εκδώσουμε ένα
βιβλιαράκι υπέρ των εξόριστων και των φυλακισμένων. Εγώ έκανα τη μετάφραση και
έγραψα τον πρόλογο, η Μόλυ έλεγξε τη γλαφυρότητα της αγγλικής, η Σοφία τα
δακτυλογράφησε στις δύο γλώσσες, ο Παύλος τα τύπωσε και τα βιβλιοδέτησε. Και τα
πουλούσαμε όλοι μαζί το απόγευμα στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο Τραφάλγκαρ Σκουέρ
και το βράδυ στη συναυλία στο Σάβιλ Θήατερ.

Ήταν η πρώτη επέτειος της δικτατορίας και η Μελίνα με κόκκινο φόρεμα είχε μιλήσει και είχε
τραγουδήσει στη πλατεία, τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας. Μέσα στη συγκίνηση,
μερικοί έκαψαν τα διαβατήριά τους, κι εμείς, που πια δεν ξέραμε αν μας ανήκει κάποιο χώμα,
πήραμε μέρος στη διαδήλωση που ακολούθησε με τους αστυνομικούς να ρυθμίζουν την
κυκλοφορία και να μας περιεργάζονται ειρωνικά.

Στη συναυλία που έδωσε το ανσάμπλ του Θεοδωράκη, τραγουδήσαμε στην κατάμεστη
αίθουσα τα τραγούδια της ρωμιοσύνης, μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη
Καλογιάννη, τους σφίξαμε το χέρι και τους δωρίσαμε το βιβλιαράκι με τα ανέκδοτα. Η
Γκάρντιαν την άλλη μέρα έγραψε ότι η ατμόσφαιρα, ο ενθουσιασμός και το πάθος της
εκδήλωσης θύμιζαν τον καιρό του ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Αργότερα πήγαμε και στην
παρουσίαση του πνευματικού εμβατηρίου στο Άλμπερτ Χολ, από τον ίδιο τον Μίκη μετά τη
φυγάδευσή του από τον Σερβάν Σρεμπέρ.

Μας έμενε όμως μια πικρή βεβαιότητα ότι η δικτατορία ήταν πια γερά εδραιωμένη και ότι τα
ελάχιστα δικά μας και τα περισσότερα των άλλων ήταν απλώς για την τιμή των όπλων. Κι
ότι έπρεπε να το χωνέψουμε καλά ότι θα ζούσαμε δέκα και είκοσι χρόνια στην Αγγλία.
Περίπου τότε άρχισαν να εμφανίζονται και τα πρώτα σωματικά συμπτώματα άγχους και
κατάθλιψης. Ηπιότερα στη Σοφία, που ήταν πιο δυνατή, εντονότερα σε μένα. Σφίξιμο και
πόνοι στη μέση του στήθους, ζαλάδες, μια αίσθηση ασφυξίας και πνιγμού. Ένα πρωί,
διπλώθηκα σε δύο πάνω στο γραφείο απ’ τις σουβλιές στη σημείο της καρδιάς.

Ο οικογενειακός μας γιατρός ήταν ο ίδιος αγγλοεβραίος και σοφός που, όταν κάποτε η Μόλυ
διαμαρτυρήθηκε ότι ο Μάρκος δεν άνοιγε το στόμα του για να τον ταϊσει, της είχε συστήσει να
βουλώσει εκείνη το δικό της. Μου είχε ήδη δώσει ένα ισχυρό φάρμακο που με ανακούφισε
προσωρινά. Όταν με είδε να μπαίνω επειγόντως, δήλωσε χωρίς με εξετάσει ότι δεν είχε τίποτα
η καρδιά μου. Κι ότι δεν μπορούσε εκείνος με χαπάκια να κάνει τη δουλειά μου πιο
ενδιαφέρουσα, να γράψει τα βιβλία μου, να ανατρέψει τους συνταγματάρχες. Μην σκέπτεσαι
τα προηγούμενα δέκα χρόνια, μου τόνισε, σκέψου τα δέκα επόμενα. Και γράψε στα βιβλία
σου στα αγγλικά. Πάτε μια βόλτα με τη γυναίκα σου, αγοράστε ένα μπουκάλι κρασί και ρίξτε
το έξω.

Ωραίες φιλοσοφημένες κουβέντες και ουσιαστικά ανεφάρμοστες. Αν εγώ ήμουν από κείνους
που μπορούσαν να το ρίξουν έξω, ποτέ δεν θα είχα φτάσει σ’ αυτή την κατάσταση.
Στραφήκαμε και πάλι στους φίλους μας. Τον Παύλο που ήταν παλαιοπώλης εικοσιπέντε
χρόνια τώρα στο Λονδίνο, και στη Μόλυ του, παχουλή κοκκινομάλλα Αγγλίδα με φράντζα και
φακίδες και, ταυτόχρονα, ζεστή, εγκάρδια και φιλόξενη Ελληνίδα. Τον Παύλο με το μαύρο
μουστάκι και τα πυκνά σγουρά μαλλιά, που έλεγε ότι οι πωλήτριες των καταστημάτων τον
έβλεπαν από μακριά και ήταν σίγουρες ότι δεν επρόκειτο να τον καταλάβουν.

Στο σπίτι τους γιορτάζαμε συνήθως τα Χριστούγεννα και στην αυλή τους ψήναμε το αρνί το
Πάσχα, μαζί με τα παιδιά τους, τον Μάρκο και τη Ζωή, και τη γλυκύτατη, μαυροντυμένη και
αθόρυβη Ελληνίδα γιαγιά. Μαζί με τη Λαλίτα και τον Νίκο, που ήταν καπετάνιος του
εμπορικού ναυτικού και είχε έρθει στο Λονδίνο για να βελτιώσει τα αγγλικά του. Και τη
γυναίκα του Νικηφόρου Βρεττάκου που έμεινε ένα διάστημα στη σοφίτα πάνω από το μαγαζί
του Παύλου. Πηγαίναμε και στο άνετο διαμέρισμα του Μύρωνα και της Ντίνας, όπου
συναντούσαμε διάφορους επισκέπτες από την Ελλάδα, κατά κανόνα εμφανώς
ικανοποιημένους με τον εαυτό τους και πιο διακριτικά με τους συνταγματάρχες.

Ακόμη, κάναμε παρέα με τη Βιολέτα και τη Ρόζμαρι, αρμενοπούλες αδερφές από την Αθήνα,
που είχαν πια εγκατασταθεί μονίμως στο Λονδίνο και είχαν υιοθετήσει τη λαϊκή διάλεκτο και
προφορά. Μας κάλεσε και ο Πόλντι στο σπίτι του στο Κινγκς Λάνγκλεϊ, ένα χωριουδάκι στις
παρυφές της πόλης, όπου η γυναίκα του ήταν δασκάλα σε πρότυπο σχολείο. Η Αϊλήν μου είπε
ότι το βαθούλωμα στη βάση της μύτης είναι το χαρακτηριστικό σημείο του διανοούμενου.
Μετά αυτή την αμφίβολη τιμή, έκανε και μουσακά για να μας ευχαριστήσει, μην ξέροντας
βέβαια ότι εγώ δεν έτρωγα τις μελιτζάνες. Ευτυχώς, οι μελιτζάνες ήταν πανάκριβες, όπως όλα
τα ζαρζαβατικά, και η λεπτή φέτα που έβαλε στο φαγητό ούτε καν μύριζε μέσα στις πατάτες.


Ίσως λοιπόν δεν θα έπρεπε να νιώθουμε τόση μοναξιά. Αντικειμενικά. Φίλοι, περιστασιακές
εγκάρδιες γνωριμίες με κάθε καρυδιάς καρύδι, ταξίδια διακοπών σε χώρες της ηπειρωτικής
Ευρώπης. Ίσως άλλοι στη θέση μας να ήταν πιο χαρούμενοι. Όπως οι γηγενείς που έκαναν το
κάθε τι για αντιδράσουν στον γκρίζο και μονότονο καιρό και τη διάχυτη μελαγχολία. Έβαφαν
τις πόρτες των σπιτιών τους σε έντονα κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλί και άλλα χρώματα,
κρατούσαν όρθιο το κεφάλι και σφύριζαν κεφάτα το πρωί, οι γριούλες διάλεγαν παρδαλά καπέλα.

Ναι, οι μόνιμοι κάτοικοι της χώρας ήταν γερά προπονημένοι στη μοναξιά. Όπως
επαναλάμβανε χαρακτηριστικά και το ωραίο τραγούδι των Μπητλς, κοίτα όλους αυτούς τους
μοναχικούς ανθρώπους. Επτακόσιες χιλιάδες ηλικιωμένοι ζούσαν ένας-ένας σε μικρά
διαμερίσματα της πρωτεύουσας και το Εθνικό Σύστημα Υγείας είχε προβλέψει να τους
επισκέπτονται τακτικά κοινωνικοί λειτουργοί, απλώς και μόνο για να τους κρατάνε
συντροφιά. Οι γέροι καμιά φορά καλούσαν το ασθενοφόρο, όχι γιατί είχαν κάποιο πρόβλημα,
αλλά για να ανταλλάξουν έστω και δυο κουβέντες με τους άλλους στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου.

Κάποια χαράματα, στη χαύνωση μεταξύ ύπνου και ξύπνου, άκουσα δυνατές φωνές από το
κεφαλόσκαλο. Αρνήθηκα αρχικά να αντιδράσω αλλά τελικά άνοιξα τα μάτια. Όχι εσένα, τον
άντρα, τον άντρα, έλεγε η σπιτονοικοκυρά στη Σοφία. Βγήκα ξυπόλυτος και κουτρουβάλησα
στις σκάλες. Με δυσκολία μπήκαμε στο δωμάτιο του πατέρα της γιατί ο γεράκος είχε πέσει τη
νύχτα απ’ το κρεβάτι και έφραζε την πόρτα με το σώμα του. Είχε μια έκφραση υπέρτατης
απορίας και δέους στο πρόσωπο, μια παγεράδα στα μάτια που κοίταζαν χωρίς να βλέπουν. Το
στόμα του έχαινε ορθάνοικτο μ’ ένα μοναδικό δόντι σαν φύλακα σε έρημο δεσμωτήριο.

Πήρα μηχανικά το λιπόσαρκο σώμα στην αγκαλιά μου και το απέθεσα στα σεντόνια.
Βρισκόταν ήδη σε νεκρική ακαμψία. Όπως πατούσαμε για να ισιώσουμε τα πόδια, σηκωνόταν
από τη μέση κι επάνω. Εκείνη τη στιγμή της πλήρους αμηχανίας, εισόρμησε η γριά και ζήτησε
να μάθει τι συνέβαινε. Η Πιου της εξήγησε με μισόλογα. Θα του δώσω το φιλί της ζωής, φέρε
λίγο κονιάκ, τώρα θα συνέλθει. Μαμά, έσκουξε με προσποιητή οδύνη η κόρη, νομίζω ότι ο
μπαμπάς έχει πεθάνει.

Σώπα, μην λες τέτοια πράγματα, την έκοψε η γριά σαν να είχε ειπωθεί κάτι ανήκουστο.
Ακολούθησαν απερίγραπτες σκηνές. Η γριά πάσχιζε να του δώσει πνοή με το σουρωμένο
στόμα της, του έτριβε το στήθος και τα πόδια, τον μάλωνε. Γιατί δεν με φώναξες να σε
βοηθήσω, δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό, δεν θα μ’ αφήσεις μόνη. Κρυφά, διστακτικά σαν
παρείσακτος, βγήκα και ανέβηκα επάνω, ενώ στ’ αυτιά μου αντηχούσε η φράση, δεν θα μ’
αφήσεις μόνη. Ύστερα από ένα τέταρτο, άκουσα τη βαριά, επίσημη φωνή του γιατρού που
πιστοποιούσε τον θάνατο.

Ο πενηνταπεντάχρονος Έντι Άντερσον, που σε αντίθεση με τον μίστερ Μούνι είχε
συμπαθήσει τους Έλληνες συμπολεμιστές του στη Μέση Ανατολή, μας κάλεσε για τσάι ένα
Σάββατο πρωί στο σπίτι του. Ο Έντι είχε γεννηθεί στο Κιου Γκάρντενς κι η γυναίκα του στο
Ρίτσμοντ, δύο ωραία δυτικά προάστια του Λονδίνου, και κάποτε μετακόμισαν στο Κίγκστον
πλάι στον Τάμεση, μια ακόμη ωραιότερη περιοχή, λίγα χιλιόμετρα δυτικότερα.

Όταν βγήκαμε από τον σταθμό, αντικρίσαμε μια ειδυλλιακή εικόνα. Κουκλίστικα σπιτάκια
από τις δύο μεριές του δρόμου, καταπράσινοι κήποι, παντού τριανταφυλλιές, παρτέρια με
λουλούδια και φρεσκοβαμμένοι φράχτες κάτω από τον ήλιο, σκύλοι και γάτες και πουλιά σε
αρμονική συμβίωση και ατέλειωτο παιχνίδι, οι άνθρωποι με χαμόγελο μακαριότητας να
πλένουν τα αυτοκίνητα και να ποτίζουν το γρασίδι.

Αφού λοιπόν είπαμε πολλά και διάφορα με το ευγενικό μεγαλύτερο ζευγάρι, ο Έντι πρόσθεσε
με ένα χαμόγελο ικανοποίησης και ήπιου αυτοσαρκασμού ότι, μετά δέκα χρόνια, είχαν
επιτέλους γίνει δεκτοί στη γειτονιά. Ναι, επιβεβαίωσε σαν απάντηση στο έκπληκτο βλέμμα
μας, την περασμένη εβδομάδα μας κάλεσαν οι απέναντι να φάμε μαζί. Και συνέχισε, λέγοντας
ότι πριν λίγο καιρό είχαν δει πολλά μπουκάλια γάλα και εφημερίδες στο κατώφλι ενός
γείτονα, σκαρφάλωσε κάποιος στο ανοιχτό πίσω παράθυρο και τον βρήκε από μέρες πεθαμένο
στο κρεβάτι του.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Μια σοφίτα στον νησί των θησαυρών (γ΄ μέρος)



Στο γραφείο και στη μεγάλη αίθουσα με ακριβή μοκέτα ήταν περιμετρικά διατεταγμένοι οι
συνάδελφοί μου, παλιότεροι και νέοι. Ο λεπτός και ευγενικός φίλος μου, ο Πόλντι Σάιμον απ’
την Αυστρία, που είχε γεννηθεί στη Μόσχα από πατέρα διπλωμάτη και ήταν κάποτε ακούσιο
μέλος της χιτλερικής νεολαίας. Ο Έντι Άντερσον και ο Βικ Μέι, γνήσιοι Λονδρέζοι με μια
πηγαία λεβεντιά και εντιμότητα, ένα κοκκινοπρόσωπο ραμολιμέντο ονόματι μίστερ
Φρέντσαμ, που συνεχώς έλεγε τα ίδια ανέκδοτα, ο αγγλόφοβος Σκωτσέζος Τζιμ Ρος, που
επέμενε ότι ήταν το ίδιο ξένος όπως κι εγώ, ο κόκνι Άλμπερτ, ένας μεγαλόσωμος
γκριζομάλλης που για να συνεννοηθεί με τους συμπατριώτες του χρειαζόταν διερμηνέα. Ο
Μάικ και ο Ντέιβιντ, δύο συμπαθητικά εικοσάχρονα παιδιά στη γωνία, ο πάντα
χαμογελαστός Τόνι Σάμιουελ, ο Άντζελα, ένα θεσπέσιο πλάσμα, η γλυκιά Τζάνετ και η Πένυ
και κάνα δυο ακόμη καλοντυμένες γραμματείς. Και ένα Ιρλανδός μίστερ Μούνι, μέγας
ανθέλλην λόγω του ονόματός του. Και βέβαια οι Αμερικανοί διευθυντές, εγκάρδιοι και
φιλικοί, κλεισμένοι στα ιδιαίτερα γραφεία τους.

Ο κύριος Μούνι, με συνηθισμένο όνομα ποιητικό στην ιδιαίτερη πατρίδα του, είχε φροντίσει
να σούρει τα μύρια όσα εναντίον των Ελλήνων πριν ακόμη από την άφιξή μου.
Πενηντάχρονος και παλιός αξιωματικός του βρετανικού στρατού, είχε υπηρετήσει στη Μέση
Ανατολή και είχε πάει κάποτε να ψωνίσει σ’ ένα ελληνικό κατάστημα στην Αλεξάνδρεια,
όπως μας διηγήθηκε. Όταν δήλωσε το όνομά του για την απόδειξη αγοράς, έπεσε το μεγάλο
γέλιο από τις πωλήτριες. Από τότε ο κύριος Μούνι είχε μισήσει κάθε τι το ελληνικό, γεγονός
που επέτεινε και η αναπόφευκτη μικρόνοια του στρατιωτικού.

Η μεγάλη αυτή βιομηχανική εταιρία αυτοκινήτων, που έφερε το όνομα μιας γνωστής
οικογένειας λόρδων, είχε εξαγοραστεί από ένα αμερικανικό κολοσσό και βρισκόταν σε φάση
πλήρους αναδιοργάνωσης. Απασχολούσε τότε συνολικά είκοσι εφτά χιλιάδες εργάτες και
υπαλλήλους σε δέκα εργοστάσιο ανά το Ηνωμένο Βασίλειο. Στην κεντρική διεύθυνση
προγραμματισμού και ελέγχου παραγωγής, ήμασταν όλοι πεπειραμένα επιτελικά στελέχη,
εγώ εξειδικευμένος στην εσωτερική οργάνωση. Το αντικείμενο της εργασίας μου ήταν διπλό.
Πρώτα έπρεπε να παρακολουθώ το δημοφιλέστερο σπορ των Βρετανών, που βέβαια δεν ήταν
το ποδόσφαιρο ή το κρίκετ αλλά οι απεργίες πάσης φύσεως και αιτιολογίας.

Απεργίες επίσημες, δηλαδή εξουσιοδοτημένες από τα συνδικάτα, και απεργίες ανεπίσημες, που
ονομάζονταν και απεργίες της αγριόγατας. Απεργίες που σήμαιναν άρνηση εκτέλεσης της
εργασίας και απεργίες που, αντιστρόφως, προέβλεπαν τη σχολαστική τήρηση των
κανονισμών και προκαλούσαν ατέλειωτες καθυστερήσεις. Απεργίες διαμαρτυρίας για κάποια
νομοθετήματα, απεργίες για ικανοποιηθούν οικονομικές και άλλες διεκδικήσεις των
εργαζομένων, απεργίες λόγω διαφορών μεταξύ των ίδιων των συνδικάτων. Και απεργίες,
χωρίς εμφανή λόγο και έτσι στα καλά καθούμενα, γιατί κάποιοι δεν άντεχαν άλλο την
αποκτηνωτική μονοτονία των επαναληπτικών κινήσεων που επέβαλε η αύξηση της
παραγωγικότητας, βροντούσαν τα εργαλεία κάτω με κάποια πρόφαση και έβγαιναν έξω να
πάρουν μιαν ανάσα.

Κάποτε έκλεισε για δέκα μέρες όλη η βιομηχανία αυτοκινήτων γιατί είχαν κάνει απεργία
εφτά καθαρίστριες στο Λούκας, ένα τεράστιο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικών ειδών και
εξαρτημάτων στο Μπέρμινχαμ. Όταν άρχισαν να βρωμούν τα αφοδευτήρια, απέργησε με τη
σειρά του το τεχνικό προσωπικό. Το αποτέλεσμα ήταν να σταματήσει ο εφοδιασμός των
διαφόρων εταιριών παραγωγής αυτοκινήτων και, αναγκαστικά, να απολυθεί προσωρινά
μεγάλο μέρος του προσωπικού τους.

Κάθε πρωί ξεσκόνιζα τις εφημερίδες και τηλεφωνούσε σε όλα τα εργοστάσια της εταιρίας
αλλά και στους κυριότερους προμηθευτές πρώτων υλών και εξαρτημάτων για να
διαπιστώσω αν είχε ανακύψει κάποιο πρόβλημα που απειλούσε να διακόψει τη ροή του
εφοδιασμού. Στην συνέχεια, συνέτασα μία συνοπτική έκθεση προς τον Διευθύνοντα Σύμβουλο
και την Εκτελεστική Επιτροπή και, πριν τη φωτοτυπήσω, την κοιτούσα πέντε φορές μήπως
και μου ξεφύγει κάποιο λάθος στη διατύπωση ή την ορθογραφία.

Το δεύτερο καθήκον μου ήταν να ταξιδεύω τακτικά στο Κόβεντρι, το Μπέρμινχαμ, τη
Γλασκώβη και σε άλλες πόλεις για να συντονίσω και να επιβλέψω επιτόπου, εγώ από την
Ελλάδα, την εφαρμογή των αμερικανικών συστημάτων και διαδικασιών από το βρετανικό
προσωπικό των εργοστασίων. Έπαιρνα συχνά το τραίνο των 8.15΄ από τον σταθμό του
Γιούστον Ρόουντ στο Βόρειο Λονδίνο κι άλλοτε από σταθμούς στο Δυτικό ή στο Νότιο
Λονδίνο, καμιά φορά το αεροπλάνο από το Χήθροου και μερικές φορές ταξίδευα από τον
αυτοκινητόδρομο Μ1 με κάποιον συνάδελφο αφού εγώ δεν ήξερα να οδηγώ.

Τα μεσημεριανά διαλείμματα πηγαίναμε όλοι μια παρέα σε κάποιο πολύβουο καπηλειό να
πιούμε μια μπύρα όρθιοι και να κουβεντιάσουμε, όχι πια για την εταιρία. Μπύρα ζεστή
εννοείται γιατί, αν ζητούσες κρύα, σε περνούσαν για βλάχο και σε κοίταζαν παράξενα.
Άλλοτε πάλι έβγαινα μόνος μου σε κοντινή πλατεία ή αγορά, ιδίως όταν ο καιρός ήταν καλός,
να φάω το ψωμοτύρι μου, να ξεφυλλίσω την εφημερίδα και να περιεργαστώ τα πέριξ.

Στις πλατείες αυτές αλλά και στους έρημους και πολλές φορές χιονισμένους επαρχιακούς
σταθμούς, ακόμη κι όταν οι άνθρωποι ήταν καλοί κι ευγενικοί, ακόμη κι όταν το περιβάλλον
ήταν ειδυλλιακό και πάνω από τις στέγες έσκαζε μύτη ένας ήλιος θαμπός, απορούσα πώς
έμπλεξα και τι γύρευα εκεί και τι ήταν αυτά που αναγκαζόμουν να κάνω. Και αισθανόμουν
από άλλο ανέκδοτο, όχι μόνον σαν εκπατρισμένος αλλά και σαν εξόριστος ή ναυαγός. Κι
ακόμη πιο έντονα αισθανόμουν ότι κάθε μέρα έβαζα τη ζωή μου σε μια μαύρη πλαστική
σακούλα και την πετούσα στον κάδο των απορριμμάτων.


Το ωράριο μας στο γραφείο ήταν από τις εννιά ως τις πέντε, με μια ώρα διάλειμμα το
μεσημέρι, Δευτέρα ως Παρασκευή. Άνετες και πολυτελείς συνθήκες εργασίας, με αρκετούς να
φτάνουν καθυστερημένοι και, μέχρι να απλώσουν τα χαρτιά τους, να εμφανίζεται η
συμπαθητική γυναικούλα, σπρώχνοντας το τρόλεϊ με το τσάι, τον καφέ, τα βουτήματα και τις
σοκολάτες. Ε, λίγο αργότερα ήταν και το διάλειμμα. Ακολουθούσε άλλο τσάι το απόγευμα,
λίγη δουλειά και περισσότερη κουβέντα και στις πέντε παρά δέκα, λες και φυσούσε ξαφνικός
σιμούν, τα γραφεία ερήμωναν. Πουθενά αλλού και ποτέ άλλοτε δεν είδα τόσους πολλούς να
εργάζονται τόσο λίγο. Εκτός από τους αμερικανούς διευθυντές που αμείβονταν ηγεμονικά και
δούλευαν σκυλίσια, συχνά ως αργά τη νύχτα.

Ως μακρινός απόγονος του πολυμήχανου Οδυσσέα και ειδικός μελετητής των στατιστικών και
άλλων δεδομένων, η πιο απλά ως μπαρουτοκαπνισμένος κουμαρτζής, είχα αναλάβει εγώ να
συμπληρώνω το Προ-Πο του Σαββάτου, που παίζαμε ομαδικά στο γραφείο, ενώ ο Πόλντι
μάζευε τα λεφτά του ρεφενέ. Από πενήντα πέντε ως εξήντα πέντε αγώνες όλων των
κατηγοριών του αγγλικού και του σκωτσέζικου πρωταθλήματος ποδοσφαίρου, έπρεπε να
προβλέψουμε τις οκτώ ισοπαλίες. Έτσι, κάθε Παρασκευή μαζεύαμε τα χαρτιά μας και
βροντούσαμε το συρτάρια μας με όνειρα πλούτου και ελευθερίας, και κάθε Δευτέρα
επιστρέφαμε χαμένοι παρά τρίχα και καταπτοημένοι. Και αιωνίως δούλοι.

Ένα ακόμη πρόβλημα, καθαρά δικό μου και οξύτερο στην αρχή, ήταν η τηλεφωνική
επικοινωνία. Άντε να καταλάβει το όνομά μου ο Σκωτσέζος και ο βόρειος Εγγλέζος κι όλοι οι
άλλοι Βρετανοί που έβγαιναν απ’ το νησί μόνον για αεροπορικές διακοπές πακέτο και
πήγαιναν κατευθείαν στο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο της Ισπανίας, απ’ το δωμάτιο στο μπαρ
κι από το μπαρ στην αμμουδιά. Με τον διπλό τονισμό των μεγάλων λέξεων, εκλάμβαναν το
Νίκη – ως όνομα και το –φόρου ως επίθετο.

Και άντε να καταλάβω εγώ αμέσως την ομιλία από χείλη που δεν έβλεπα, τα οποία μάλιστα
κάλυπτε συχνά κατά το ήμισυ η παραδοσιακή τους πίπα. Άντε να καταλάβω μια ομοβροντία
από μονοσύλλαβα, δισύλλαβα και, από το ένα τηλεφώνημα στο άλλο, κόκνι, ντοπιολαλιές,
ιδιώματα. Ο Τόλης μιλάει τα αγγλικά της βασίλισσας, έλεγαν χαμογελώντας οι συνάδελφοί
μου.

Την πρώτη μέρα που ρώτησαν εμένα πώς γράφεται μια τετρασύλλαβη λέξη, γύρισα το κεφάλι
παραξενεμένος αλλά σύντομα συνήθισα να τους λύνω τις ορθογραφικές απορίες. Όταν καμιά
φορά σκύβαμε όλοι μαζί πάνω από το σταυρόλεξο της Γκάρντιαν, αφού οι άλλοι αγόραζαν
ταμπλόιντ που πετούσαν στο τραίνο ή ντρέπονταν να τα βγάλουν στην επιφάνεια, μου έκανε
εντύπωση η άγνοιά τους. Εκείνοι είχαν βέβαια υπεροχή στους αγγλισμούς και τις μικρές
πρωτόγονες λέξεις, και εγώ στις πολυσύλλαβες ελληνικές ή λατινικές. Όταν λοιπόν κάποιος
αποτολμούσε να περηφανευτεί για τη βρετανική υπεροχή, αρκούσε ένα αρχαίο ρητό για να
επανέλθει αμέσως στην τάξη.


Το επόμενο καλοκαίρι άρχισε να εργάζεται και η Σοφία, στην αρχή ως δακτυλογράφος στο
τμήμα ανταλλακτικών στη γέφυρα και αργότερα ως γραμματέας στο τμήμα μηχανογράφησης
στο ισόγειο. Νέες γνωριμίες και νέα προβλήματα, δικά της τη φορά αυτή. Προϊστάμενος της
ήταν ο κύριος Γκρέιαμ, ένας εξευρωπαϊσμένος Αμερικανός και μάρτυρας του Ιεχωβά με
ωφελιμιστική προσέγγιση, που απορούσε πώς η Σοφία μπορούσε να έχει ηθικές αρχές χωρίς να
πιστεύει σε θρησκείες και να προσδοκά κάποια ανταλλάγματα. Μάλιστα ένα βράδυ μας
κάλεσε στο σπίτι του και, όταν φύγαμε, γελούσαμε με την προσπάθειά του να μας
προσηλυτίσει με το ακαταμάχητο επιχείρημα ότι δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε και, επιπλέον,
θα ήμασταν εξασφαλισμένοι σε περίπτωση που πράγματι υπήρχε ένας τέτοιος θεός.

Περίπου αντίστοιχος του μίστερ Μούνι ήταν κάποιος χαλαζοχτυπημένος Τζακ, ενώ ο ψηλός
, ξανθός, γαλανομάτης Ίαν και η μικρόσωμη μελαχρινή Γκουίνεθ, μαχητικοί σοσιαλιστές,
ήταν θαυμάσια παιδιά από κάθε άποψη. Μια χαριτωμένη Κινεζούλα από το Χονγκ Κονγκ της
έλεγε, μην διαμαρτύρεσαι, Σοφία, εσύ δεν φαίνεσαι τουλάχιστον. Τι να πω κι εγώ που
βλέπουν από μακριά το χρώμα μου και τα σχιστά μου μάτια.

Η Σέβιντζ ήταν ένα καλλιεργημένο κορίτσι απ’ την Άγκυρα που του είχαν κάνει τη ζωή
τυραννία. Κι εκείνη δεν παρέλειπε με κάθε ευκαιρία να τονίσει, ευτυχώς που έχω την
Ελληνίδα φίλη μου, και να καταπλήξει τους πάντες. Πρώτους εμάς όμως είχαν καταπλήξει,
διαλύοντας τις προκαταλήψεις μας, όλοι οι Τούρκοι που είχαμε συναντήσει. Όπως τότε που
καθίσαμε σε μια καφετέρια του Γουέστ Εντ μαζί με τη Βιολέτα και τη Ρόζμαρι και ήρθε ο
υπεύθυνος να μας ρωτήσει αν ήμασταν από την Περσία. Όταν του είπα την εθνικότητά μας,
έλαμψαν τα μάτια του και απάντησε αυθόρμητα, εγώ είμαι Τούρκος και για τους φίλους μου
τους Έλληνες θα χρεώσω χαμηλότερες τιμές.

Τα μεσημέρια βγαίναμε για βόλτα στο Χάιντ Παρκ, συχνά με τον Γιώργο, φίλο σεμνό και
χαμηλόφωνο απ’ την Αθήνα, που εργαζόταν ως προγραμματιστής στο τμήμα της Σοφίας. Μια
μέρα μου τηλεφώνησε πάνω στον μεγαλύτερο φόρτο της δουλειάς και άρχισε να μου λέει
πολλά και διάφορα, ελάχιστα επείγοντα. Στο αγαπημένο μας παγκάκι αργότερα, μου εξήγησε
ότι είχε εκνευριστεί με τον εθνικισμό των συναδέλφων του, που δεν ήξεραν λέξη από ξένες
γλώσσες, είχε πάρει σβάρνα τους φίλους του και μιλούσε γαλλικά, γερμανικά και ελληνικά.

Όπως οι Έλληνες στην Ελλάδα και, πιθανότατα, οι κάτοικοι της Γης του Πυρός στη χώρα
τους, οι Άγγλοι ήταν βέβαια ο περιούσιος λαός. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκαν οι υπόλοιποι
του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και οι Αμερικανοί, Γάλλοι και Γερμανοί, ενώ στη τρίτη οι
μεσογειακοί και νοτιοαμερικανικοί λαοί συλλήβδην. Από κει και πέρα, Αφρικανοί, Κινέζοι και
Ινδοί, με έσχατους τους Πακιστανούς, μόλις προσέγγιζαν την ιδιότητα του ανθρώπου. Ίσως
τους μόνους που παραδέχονταν να ήταν οι Σκανδιναβοί. Ιδιαίτερα σαρκαστικά σχολίαζαν
τους Αμερικανούς πίσω από την πλάτη τους για την επιλογή των λέξεων, την ορθογραφία και
την προφορά τους. Ο ξεπεσμένος αριστοκράτης μνησικακούσε για τον παλιό εργάτη του
αγροκτήματος που επέστρεψε πλούσιος και αγόρασε τον πύργο των προγόνων του.


Το Χάιντ Παρκ ήταν μια υπόσχεση του παραδείσου την άνοιξη όταν, χωρίς προμήνυμα στην
παγωμένη ατμόσφαιρα, οι κρόκοι πρόβαλλαν παρήγορα τα πέταλά τους, μέσα στα χιόνια, με
χρώματα από καμένο κόκκινο ως βαθύ κίτρινο, μωβ και άσπρο. Κι ο ίδιος ο παράδεισος για
ανθρώπους, σκύλους, πουλιά και πάπιες το λονδρέζικο κατακαλόκαιρο που θύμιζε μεσογειακή άνοιξη.

Όταν ο ήλιος επιτέλους κατατρόπωνε τα σύννεφα και έδειχνε το πρόσωπό του, ολόκληρη η
απέραντη πολιτεία έστηνε γιορτή, εγκατέλειπε τη γκρίζα πραγματικότητα και προσχωρούσε
στη διάσταση του ονείρου. Ενός ονείρου με ατέλειωτα σπιτάκια στη σειρά, με παράξενα
καπέλα και πολύχρωμα φορέματα. Ενός ονείρου με τις εντελώς δικές του θαμπές εικόνες, με
τις δικές του μυρωδιές του παλιού ξύλου και του καπνού, με τις δικές του κραυγές, ομιλίες και
φωνές.

Τότε οι Λονδρέζοι αλλά και όλοι οι υπόλοιποι έβγαιναν από τα μάλλινα κοστούμια και τις
χοντρές τους μπλούζες και έμπαιναν στο μαγιό τους. Όχι βέβαια για να βουτήξουν στον
μαύρο Ατλαντικό, αλλά για να χαλαρώσουν ολημέρα ανάσκελα στο γρασίδι, ενώ τριγύρω
τους ανέμιζαν αυτιά και ουρές κι ακούγονταν χαρούμενα γαυγίσματα, καθώς το σκυλομάνι κυνηγιόταν πάνω κάτω και κάποτε ολοκλήρωνε το ξέφρενο παιχνίδι με ένα πλατς στο κρύο
νερό του Σέρπεντάιν.

Ωραίο το καταπράσινο γρασίδι, ωραίες οι λίμνες και τα ποτάμια, όμως η υγρασία δεν
αστειευόταν. Το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού υπέφερε από κάποιου είδους ρευματισμούς ή
αρθριτικά. Ένα πρωί έκανα να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι κι ένιωσα πόνο διαπεραστικό κι
αφόρητο από τη μέση ως τα δάχτυλα του αριστερού ποδιού. Κάθε μου κίνηση συνοδευόταν κι
από ένα αχ. Ο γιατρός που ανέβηκε στη σοφίτα και με εξέτασε, διέγνωσε λουμπάγκο. Μου
έδωσε μια συνταγή για χάπια, μεγάλα σαν φασόλια γίγαντες, και μου συνέστησε ανάπαυση
και υπομονή. Έμεινα στο κρεβάτι μια εβδομάδα και άλλες τρεις βάδιζα σέρνοντας το αριστερό
μου πόδι.

Βλέποντας με ποιο τρόπο ήταν κατασκευασμένα τα σπίτια, τουβλάκι πάνω το τουβλάκι,
συνήθως βαθυκόκκινο, ξύλο πάνω το ξύλο και λιγοστό τσιμέντο, ήσουν βέβαιος ότι, αν ποτέ
γινόταν σεισμός ελληνικού τύπου, δεν θα έμενε τίποτα όρθιο. Τίποτα όρθιο δεν είχε μείνει και
ύστερα από τις σπάνιες εκρήξεις που οφείλονταν σε διαρροή γκαζιού. Αφού, όταν περνούσε
ελαφρύ τραίνο σε κάποια απόσταση, σβάρνιζε μια ολόκληρη τριώροφη οικοδομή. Όμως το
υπέδαφος της χώρας ήταν ακλόνητο όπως οι άγραφοι νόμοι και οι παραδόσεις της.

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Μια σοφίτα στο νησί των θησαυρών (β' μέρος)


Ο επόμενος Δεκέμβριος ήταν μήνας γεγονότων και εξελίξεων. Πρώτα μας έδωσε ελπίδες το
αδέξιο βασιλικό αντιπραξικόπημα που οι βρετανικές εφημερίδες ανήγγειλαν με πηχυαίους
τίτλους. Ύστερα, τα γραφεία μας μεταφέρθηκαν στους δίδυμους πύργους ενός
πολυτελέστατου κτιρίου, πλάι στον σταθμό του Νάιτσμπριτζ, δυο βήματα από το Χάιντ Παρκ
και τα πανάκριβα καταστήματα του Δυτικού Λονδίνου. Κι εμείς γνωρίσαμε τυχαία τον
Παύλο και τη Μόλυ που μας βρήκαν μια σχετικά φτηνή σοφίτα στο Ρέιβενσκορτ Παρκ, σε
ανάμικτα μικροαστική και λαϊκή γειτονιά και σπίτι ιρλανδέζικο οικογενειακό. Ήταν πιο
μακριά από την εταιρία αλλά πιο κοντά στους καινούριους φίλους μας και, επιπλέον, πιο
άνετη και καθαρή.

Τέλος, μετά ένα τρίμηνο κοινής ζωής στη Θεσσαλονίκη, ένα χρόνο στην Αθήνα κι άλλους δυο
μήνες στο Λονδίνο, η ανάγκη μας έπεισε να παντρευτούμε. Εγώ είχα άδεια εργασίας και
παραμονής που θα την ανανέωνε η εταιρία, ενώ η Σοφία μια απλή τουριστική βίζα που
είχαμε ήδη δυσκολευτεί να παρατείνουμε.

Ένα πρωί λοιπόν, μπροστά στον ψηλό, ξερακιανό και ξανθουλό έως ασπρομάλλη ληξίαρχο
του Κένζινγκτον, άψογα ενδεδυμένο και με το λευκό γαρύφαλλο στο πέτο, εκεί που
παντρεύονται αριστοκράτες και μεγιστάνες, διάσημοι ηθοποιοί και τραγουδιστές,
εμφανιστήκαμε με τα καθημερινά μας ρούχα κι εμείς οι ασήμαντοι κι εκπατρισμένοι με
μάρτυρες τον Μύρωνα και τη Ντίνα. Μετρήσαμε τα προβλεπόμενα δεκατέσσερα σελίνια και
τρεις πένες, στηθήκαμε σοβαροί απέναντι στο γεμάτο συγκαταβατική κατανόηση και
απειροελάχιστη τρυφερότητα βλέμμα του και, πρώτος εγώ, επανέλαβα τις φράσεις που έλεγε.


Ήταν τα πανηγυρικά ρήματα, απαραίτητο μέρος της όλης τελετής, που έπρεπε να απαγγείλει
ο καθένας για τον εαυτό του. Όταν ο ληξίαρχος στράφηκε στη Σοφία, εκείνη ήδη με τραβούσε
απ’ το μανίκι και μου ψιθύριζε απεγνωσμένα, τι θα κάνω, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Λέγε
ό, τι ακούς, της είπα. Κι εκείνη συγκεντρώθηκε σε σημείο να την πονάει αργότερα το κεφάλι
της και προσπάθησε να μιμηθεί τους ήχους που έβγαζα ο μακρινός απόγονος των γερμανικών
φύλων απ’ το λαρύγγι του και ολίγον από το στόμα του.

Μετά το πέρας της τελετής και ενώ δεχόμασταν τα καθιερωμένα συγχαρητήρια, η Ντίνα
ρώτησε με απορία, γιατί έλεγες, καλέ, ότι δεν ξέρεις αγγλικά. Κι εκείνη μάταια επέμενε ότι
πράγματι δεν ήξερε. Δέχτηκε όμως πρόθυμα ότι ίσχυαν για την υπόλοιπη ζωή μας οι όρκοι
και οι υποσχέσεις που με επαγγελματική επάρκεια σε λίγο της μετέφρασα.

Ήταν όμως ώρα να αναχωρήσουμε για το προγραμματισμένο γαμήλιο ταξίδι μας. Αγοράσαμε
σάντουιτς και κατευθυνθήκαμε στο Χάιντ Παρκ και τον Σέρπεντάιν λίγο παρακάτω, όπου οι
πάπιες βεβαίως έλαβαν αμέσως το μερίδιό τους και έβγαλαν οξύτερες και ελαφρά πιο
ακατάληπτες κραυγές ευχαριστίας. Η Σοφία φόρεσε για αρκετά χρόνια το νυφικό της
φόρεμα, μπορντό με εκρού ρίγες, που είχε αγοράσει μιάμιση λίρα από τις εκπτώσεις της
Όξφορντ Στρητ.

Η σοφίτα μας, στο τρίτο όροφο του εργατόσπιτου με εσωτερική σκάλα, είχε δύο μικρούς
χώρους, την κουζίνα που αποτελούσε και καθιστικό ή αντιστρόφως, και το υπνοδωμάτιο. Το
πάτωμα ήταν στρωμένα με φθαρμένη λινάτσα, το κρεβάτι έτριζε επικίνδυνα, το στρώμα
ήταν χιλιομπαλωμένο, η ντουλάπα προκατακλυσμιαία σε χρώμα βαθύ καφέ. Βάλαμε
μαξιλαράκια στις πολυθρόνες, κολλήσαμε φωτογραφίες στους τοίχους, χώσαμε κουρελάκια
στις χαραμάδες. Στο ράφι πάνω από τζάκι του γκαζιού, τοποθετήσαμε διακοσμητικά, ένα
ξυπνητήρι, τα άπαντα του Σέικσπηρ και την ιστορία του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου.

Απ’ το παράθυρο, βλέπαμε τη μία γκρίζα στέγη πίσω απ’ την άλλη, ρούχα κρεμασμένα στο
σχοινί, καμιά φορά μια λυγερή αφρικάνα ή φτωχικά δωμάτια με σκυθρωπούς ανθρώπους. Το
ταβάνι της σοφίτας ήταν επικλινές και μου υπενθύμιζε άκομψα τα μειονεκτήματα του ύψους
μου, όταν ξεχνιόμουν και πλησίαζα όρθιος στις άκρες. Στο υπνοδωμάτιο, που είχε την πιο
κακόγουστη χάρτινη ταπετσαρία, μπαίναμε μόνο για ύπνο και αφού η Σοφία είχε ανάψει για
ένα τέταρτο το γκάζι, έτσι για να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι έφευγε κάπως η υγρασία. Το
κρύο και το βαθύ κρεβάτι που βαθούλωνε και μας τραβούσε προς το κέντρο ήταν δύο ακόμη
λόγοι για να κοιμόμαστε αγκαλιά.

Στον μεσαίο όροφο έμεναν οι γονείς της σπιτονοικοκυράς μας, η γριά φωνακλού και τσαούσα
κι ο γέρος φιλοσοφημένα αθόρυβος, και στο ισόγειο εκείνη με τον άντρα της, διακριτικό όπως
ο πεθερός του. Στο κεφαλόσκαλο ήταν το μπάνιο και το μοναχικό δωμάτιο, όπου θα
φιλοξενούσαμε τους επισκέπτες μας από την Ελλάδα. Το νοίκιαζε προσωρινά ένα από εκείνα
τα κορίτσια που επιμένουν να κατοχυρώσουν το δικαίωμά τους στη δυστυχία. Δηλαδή, μια
ανύπαντρη μητέρα που ζούσε με τα κοινωνικά επιδόματα.

Η φτώχεια και ίσως η αίσθηση της αδικίας την έκαναν να βουτήξει λεφτά της Πιου κι άλλοτε
δικούς μας φακέλους, που περιείχαν ταχυδρομικές επιταγές για μικροποσά από τις ιδιωτικές
εταιρίες του Προ-Πο. Εγώ έφταιγα, παραδέχτηκε η νοικοκυρά, που ξέχασα το πορτοφόλι
επάνω στο τραπέζι. Φρόντισε μάλιστα να μας αποζημιώσει, αγοράζοντας μας ένα πορτοκαλί
αρκουδάκι από κατάστημα της κεντρικής οδού.

Ο τελευταίος και ασύγκριτα πιο δημοφιλής κάτοικος του σπιτιού ήταν ο Ντίνγκι, ένα κουβάρι
με λαμπερά μάτια πίσω από τις τούφες των μαλλιών του. Η κυρά του τον είχε παραπαχύνει,
συχνά ταϊζοντάς τον φράουλες σαντιγί. Όταν άκουγε το κλειδί μου στην εξώπορτα, έτρεχε
ξεσπώντας σε άγρια και ύστερα σε χαρούμενα γαυγίσματα και, μόλις άνοιγα, έπεφτε
ανάσκελα, ακόμη κουνώντας την ουρά του και περιμένοντας το, γκουντ μπόι, και ιδίως τα
χάδια στην άσπρη του κοιλιά. Όταν όμως επιχειρούσε να με ακολουθήσει, το βάρος του τον
πρόδιδε και κατρακυλούσε κάτω από το πέμπτο ή έκτο σκαλοπάτι.

Ο νομοθέτης και απόλυτος άρχοντας του σπιτιού ήταν βεβαίως η κυρία Πιου, μια μεσήλικη
τροφαντή Ιρλανδέζα με ανόθευτη την τρέλα της καταγωγής της. Δεύτερη ένδειξη της
εντιμότητάς της ήταν ότι μας επέστρεφε κάθε τόσο μια μικρή στοίβα κέρματα, τη διαφορά
από τον λογαριασμό που πλήρωνε στον εισπράκτορα του γκαζιού. Όταν όμως ήρθε από την
Ελλάδα και μας επισκέφτηκα ένα απόγευμα η Σμάρω, δεν την άφησε να κοιμηθεί πρόχειρα
στη σοφίτα και αναγκαστήκαμε να βγούμε μέσα στη νύχτα και να ψάχνουμε τη φωτεινή
επιγραφή κάποιας πανσιόν.

Οι απαράβατοι κανονισμοί της προέβλεπαν επίσης να κρατάει αποκλειστικά για τους
επισκέπτες, ωραία επιπλωμένο και πεντακάθαρο, το μεγάλο μπροστινό δωμάτιο που έβλεπε
στο ισχνό προκήπιο, κι εκείνη να ξαπλώνει στη κουζίνα πίσω, να επιτίθεται σε μια σακούλα
σοκολατάκια απ’ το ψιλικατζίδικο της γωνίας και να αποχαυνώνεται στην τηλεόραση.

Η καθημερινή ρουτίνα ήταν να ξυπνάω κατά τις επτάμιση και, μετά ένα γενναίο πρωινό,
χωρίς όμως το σπυριάρικο μπέικον, τα αυγά και τα λουκάνικα που καταβρόχθιζαν οι
ιθαγενείς, να φεύγω για το γραφείο, στις οκτώ και τέταρτο, μέσα στη συννεφιά, την ψιχάλα
και το μισοσκόταδο. Σήκωνα την Γκάρντιαν από το χαλάκι της εισόδου και ακολουθούσα το
δεξί πεζοδρόμιο για να βγω στον κεντρικό δρόμο και στον υπέργειο σταθμό του υπογείου.
Ήταν η ώρα που έκανε την εμφάνισή του και ο ταχυδρόμος της γειτονιάς, ένας γέρο-Τομ με
τον φουσκωμένο σάκο της αλληλογραφίας στην πλάτη.

Ο γέρο-Τομ δεν μπορούσε να υστερήσει σε ιδιορρυθμία. Για να διαψεύσει την παράδοση που
επέμενε ότι οι σκύλοι των σπιτιών δαγκώνουν τους ταχυδρόμους, έσερνε μαζί του ένα
θεόρατο γκριζόμαυρο μούργο, που ίσως ήταν ο μοναδικός σκύλος ακαθόριστης καταγωγής
στην περιοχή. Μάλιστα, ένα πρωινό, ενώ βάδιζα ειρηνικά στο πεζοδρόμιο, είδα το θεριό να
γρυλλίζει ολοένα και πιο αγριεμένο καθώς, ακολουθώντας πειθήνια το αφεντικό του, είχε
εγκλωβιστεί σ’ ένα προαύλιο απ’ το κλειστό πορτάκι και μάταια προσπαθούσε να ανοίξει
σπρώχνοντάς το με το στήθος. Ζύγισα την κατάσταση με μια ματιά και κατάλαβα ότι
σύντομα το πορτάκι θα άνοιγε στην επαναφορά και ο σκύλος θα αμολιόταν στον δρόμο.
Τάχυνα λοιπόν το βήμα μου, μην ξέροντας τι άλλο θα μπορούσα να κάνω.

Η πρόβλεψή μου δεν άργησε να επαληθευτεί και είδα να έρχεται καταπόδι μου το τέρας με
μεγάλα άλματα και ιδιαίτερα απειλητικές διαθέσεις. Άρχισα κι εγώ να τρέχω ενώ με κυρίευε
ο πανικός και ο σκύλος με πρόλαβε στο μικρό ανοίχτωμα κοντά στην παμπ, όπου υπήρχε κι
ένας σιδερένιος στύλος, στον οποίο έδεναν παλιά οι αμαξάδες τ’ άλογα. Όρμησε να με
αρπάξει φανερώνοντας τα φοβερά του δόντια κι εγώ τον απέφυγα ενστικτωδώς. Ακολούθησε
μια κωμικοτραγική σκηνή με τον σκύλο να εξαπολύει αλλεπάλληλες επιθέσεις, μάταια
ανοιγοκλείνοντας τις αφρισμένες του μασέλες, κι εγώ να κάνω πιρουέτες γύρω από τον
στύλο και με την βοήθεια της τυλιγμένης εφημερίδας να τον αποκρούω σαν ταυρομάχος της
Ιβηρικής.

Ενώ είχα απαυδήσει και είχα αρχίσει να περνάω στην αντεπίθεση προτείνοντας το χάρτινο
μου ξίφος με εντελώς αβέβαια αποτελέσματα, εμφανίστηκε ξαφνικά ο ταχυδρόμος και μ’ ένα
σφύριγμα τον περιμάζεψε. Στη δικαιολογημένη μου απορία γιατί στα καλά καθούμενα μου
επιτέθηκε, απάντησε φλεγματικά ότι ήταν άτακτο παιδί. Ο σκύλος δέχτηκε να εγκαταλείψει
το θήραμά του, απρόθυμα και μ’ ένα τελευταίο γρύλισμα, το οποίο εξέλαβα ως προειδοποίηση
για προσεχείς και αιματηρές πλέον αναμετρήσεις μας.

Αυτό που δεν είχε καταφέρει τόσον καιρό η καθημερινή βροχή και οι παρακλήσεις της Σοφίας,
το κατάφερε με συνοπτικές διαδικασίες ο Λονδρέζος μούργος. Ήταν πλέον αδύνατον να
κυκλοφορώ άοπλος. Πήγα λοιπόν αμέσως και αγόρασα από τον κεντρικό σταθμό του
Χάμερσμιθ μια μεγάλη μαύρη ομπρέλα με αιχμηρή μύτη και την κουβαλούσα κλειστή ως
γνήσιος Βρετανός υπήκοος για να έχω κάποιο στοιχειώδες μέσο άμυνας στο μέλλον.

Φαίνεται ότι πάντοτε είχα κάτι πάνω μου που μαγνήτιζε, θετικά ή αρνητικά, κάθε εκκεντρικό
και ημιπαράφρονα, άντρα ή γυναίκα αλλά και σκύλο ακόμη, και προκαλούσε απίθανες
σχέσεις, επεισόδια και συμπτώσεις. Με άλλα λόγια, όσο κι αν το ήθελα, ήταν αδύνατον να
ζήσω αυτό που ονομάζεται φυσιολογική ζωή. Κι ακόμη δεν έχω καταλάβει αν πρόκειται για
προνόμιο ή κατάρα.

Στο ίδιο περίπου σημείο έξω από την παμπ της γειτονιάς, όπου μου είχε ορμήσει το αγριόσκυλο
του ταχυδρόμου, εμφανιζόταν μια γλυκύτατη πεντάχρονη κοκκινομάλλα και φακιδομύτα με
τον υπέροχο λαμπραντόρ της οικογένειας. Περνούσε το χεράκι της στην πλάτη του
προστατευτικά, τον χάιδευε, έπαιζε με τ’ αυτιά του και του τραβούσε την ουρά, καμιά φορά
τον καβαλούσε, και ο τριπλάσιος σε μέγεθος σκύλος την ακολουθούσε με απόλυτη αφοσίωση
που αποτελούσε εγγύηση για την ασφάλεια της μικρούλας από κάθε πιθανή απειλή.

Οι σκύλοι είχαν πάρει τα χούγια των αφεντικών τους αλλά διατηρούσαν αλώβητο το βασικό
τους ένστικτο. Ενώ ο προαιώνιος εχθρός τους είχε υποστεί τον έσχατο εξευτελισμό. Τα νύχια
και τα δόντια τα είχε πλέον ως διακόσμηση κι από αιλουροειδές αρπακτικό είχε καταντήσει
ένα τετράπαχο και νωθρό στολίδι του καναπέ με την κορδέλα στον λαιμό. Έβλεπες στις
αυλές και τις πλατείες να κάθονται τα περιστέρια και διάφορα άλλα πουλιά κυριολεκτικά
στη μύτη τους, και οι γάτες να παραμένουν αδιάφορες και αποχαυνωμένες στη νιρβάνα της
κονσέρβας με το έτοιμο φαγητό.

Σκυλιά χρησιμοποιούσε και η αστυνομία, σε ειδικό φορτηγάκι και με εκπαιδευμένο χειριστή,
όπως και αρκετές εταιρίες για τη φύλαξη των εργοστασίων τους. Ιδίως κάτι γκριζόασπρα
αλσατικά με χαμηλή ουρά, που είχαν αστάθμητες αντιδράσεις και ήταν ιδιαίτερα
επικίνδυνα. Αυτά που αρκούσε η παρουσία τους για να μεταβληθούν οι χούλιγκαν των
γηπέδων, με τις αλυσίδες και τα μεταλλικά ελάσματα στις μπότες, σε αποφοίτους της σχολής
καλογραιών. Θα πρέπει να ήταν παράτολμος ο διαρρήκτης που θα αγνοούσε τη
προειδοποιητική πινακίδα και θα έμπαινε σε φυλασσόμενες εγκαταστάσεις. Όπως οι δύο
εκείνοι που κλειδώθηκαν σ’ ένα δωμάτιο, και ενώ τα θηρία έπεφταν μανιασμένα πάνω στην
πόρτα και την γρατσουνούσαν, τηλεφώνησαν ημιθανείς στην αστυνομία να τρέξει γρήγορα
να τους συλλάβει.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Μια σοφίτα στο νησί των θησαυρών (α' μέρος)



Από την Ελλάδα των Ελλήνων και των Χριστιανών, φτάσαμε στην εκλεπτυσμένη,
πολύχρωμη και πολυφυλετική μαγεία του Δυτικού Λονδίνου. Μετά δυόμιση κουραστικά
ημερονύκτια στο τραίνο, σ’ άλλο τραίνο, στο πλοίο και σε τρίτο τραίνο. Από την πρώτη
στιγμή που πατήσαμε στο πόδι μας στο βορεινό νησί της υγρασίας, μας γοήτευσε το
καταπράσινο τοπίο τριγύρω και τα κουκλόσπιτα στους λόφους που λες και είχαν ξεπηδήσει
από τετράδιο ιχνογραφίας του δημοτικού. Στον πασίγνωστο σιδηροδρομικό σταθμό Βικτώρια
, έναν από τους έξι-εφτά της πόλης, μας περίμενε παραζαλισμένους ο Μύρων για να μας
εγκαταστήσει προσωρινά σ’ ένα μικρό κυπριακό ξενοδοχείο, να μας οδηγήσει στην εταιρία
και να μας κατατοπίσει για τα εντελώς στοιχειώδη της καθημερινής ζωής.

Στο τέλος της δεκαετίας του εξήντα, το Λονδίνο είχε πάψει πια να είναι πρωτεύουσα μιας
αυτοκρατορίας. Και είχε γίνει πρωτεύουσα των ωραίων κοριτσιών που αναδείκνυε μια μόδα
εκτυφλωτική, συναρπαστική κι ανθρώπινη, πρωτεύουσα των μουσικών συγκροτημάτων,
πρωτεύουσα του θεάτρου με τους κορυφαίους συγγραφείς, σκηνοθέτες και ηθοποιούς, και τη
μεγαλύτερη σύγχρονη παράδοση. Με τις πινακοθήκες και τα μουσεία της, με τα παλάτια, τα
ατέλειωτα πάρκα και τους κήπους, πρωτεύουσα όπου είχαν συσσωρευτεί με κάθε μέσο τα
πλούτη και οι καλλιτεχνικοί θησαυροί από κάθε γωνιά της γης. Πρωτεύουσα μιας χώρας με
άγραφο σύνταγμα και δημοκρατικούς θεσμούς που είχαν εδραιωθεί στην κοινή συνείδηση,
πρωτεύουσα που είχε επιτύχει το ακατόρθωτο. Να είναι ταυτόχρονα χαρούμενη και
μελαγχολική, οικεία και απρόσιτη, ευγενική, ειρωνική και εχθρική, ξενόφοβη αλλά και
καταφύγιο των κατατρεγμένων.

Εμείς ήμασταν νέοι, αόρατοι μέσα στο χάος της ανωνυμίας, με χιλιάδες όνειρα και άδειες
τσέπες. Υπολογίσαμε ότι τα λεφτά μας έφταναν δεν έφταναν να ζήσουμε περίπου ένα μήνα,
έως ότου εισπράξω τον πρώτο μου μισθό. Έπρεπε να μετράμε κυριολεκτικά την κάθε πένα.
Δεν χάσαμε καιρό, απευθυνθήκαμε σε μεσιτικό γραφείο και αμοληθήκαμε με τον υπόγειο, με
κόκκινα και πράσινα λεωφορεία, σε γειτονιές, συνοικίες και προάστια να βρούμε μονιμότερη
και πιο οικονομική κατοικία.

Σαν εξερευνητές καλύπταμε τεράστιες αποστάσεις, από τη μία μυστηριώδη διεύθυνση στην
άλλη κι από τη μία τρώγλη στην επόμενη, από τα βόρεια στα νότια κι από το κέντρο στα
δυτικά και τα δυτικότερα. Όλα τα αχούρια που μας πρόσφεραν είχαν μια απόχρωση μεταξύ
γκρίζου και καφέ. Στο ένα μύριζε το κρεβάτι και τα στρώματα, στο άλλο οι τοίχοι από την
υγρασία, στο τρίτο πιο έντονα η διαρροή από γκάζι. Στα περισσότερα όμως μύριζαν τα
πάντα. Κι όταν καμία φορά φτάναμε λαχανιασμένοι σε ένα σπίτι ελαφρά καλύτερο, σόρι, μας
έλεγε η νοικοκυρά, μόλις το έκλεισε κάποιος άλλος. Αναγκαστήκαμε να βάλουμε μπόλικο
νερό στο κρασί μας και, μετά ατέλειωτες πανάκριβες διαδρομές και απογοητεύσεις, να
μετακομίσουμε σ’ ένα τεράστιο δωμάτιο βικτωριανού μεγάρου στο Ερλς Κορτ, την κοιλάδα
των καγκουρό με μεγάλη παροικία των Αυστραλών.

Το παλιό αρχοντικό, με τις κολώνες αριστερά και δεξιά στην είσοδο και αδιόρατα τα ίχνη του
μεγαλείου, είχε χωριστεί σε μονά και διπλά επιπλωμένα δωμάτια. Πλάι μας έμενε, απ’ τη μια
μεριά, ένας αρειμάνιος Ινδός Σιχ με γενειάδα και ατέλειωτη ποικιλία από τουρμπάνια, κι από
την άλλη, μια νεαρή Αγγλίδα επαρχιώτισσα τυλιγμένη με ηδυπάθεια στη συνθετική γούνα
της. Από πάνω θορυβούσε το αναπόφευκτο αθλητικό ζευγάρι Αυστραλών και από κάτω
επιβίωναν διακριτικά Ινδοί και Πακιστανοί. Στις σκάλες και τους διαδρόμους
κυκλοφορούσαν Λατινοαμερικάνοι και Αφρικανοί και άλλα μυστηριώδη πλάσματα
ακαθόριστης εθνικότητας.

Το κτίριο είχε και μια επιστάτρια που την βλέπαμε μόνον όταν ήταν να εισπράξει το
εβδομαδιαίο ενοίκιο ή να αδειάσει τον μετρητή του γκαζιού. Που ήταν έτσι ρυθμισμένος ώστε
να της αφήνει σημαντικό περίσσευμα απ’ τον επίσημο λογαριασμό, το οποίο μοιραζόταν με
τον υπάλληλο της εταιρίας. Το βρώμικο και θολό τζάμι του μπάνιου είχε και μια ευμεγέθη
τρύπα που καθόλου δεν τη συγκινούσε και αναγκαστήκαμε κάποια μέρα να τη μεγαλώσουμε
αθόρυβα μήπως και φιλοτιμηθεί να το αντικαταστήσει.

Το αποτέλεσμα, παρά τις εκκλήσεις μας, ήταν εκείνη να παραμείνει αδιάφορη κι εμείς να
τουρτουρίζουμε ακόμη περισσότερο μέσα και ιδίως έξω απ’ τη μπανιέρα. Καμιά φορά, απ’ το
σπασμένο τζάμι, ανταλλάσσαμε κλεφτές ματιές με ένα μαυροπούλι που κούρνιαζε στο κλαδί
του πανύψηλου δέντρου και κουνούσε ρυθμικά το κίτρινο ράμφος του με κατανόηση.

Εγώ άρχισα να εργάζομαι και η Σοφία να μαθαίνει αγγλικά. Ήταν φθινόπωρο προχωρημένο
και έφευγα κατά τις εφτά και τέταρτο, κουκουλωμένος με χοντρό παλτό και μάλλινο κασκόλ,
μέσα στην υγρή νύχτα και το αγιάζι, δίπλα σε τετράπαχες γάτες και ξέχειλους
σκουπιδοτενεκέδες. Να κόψω δρόμο από κατασκότεινα στενοσόκακα, να αλλάξω δύο
λεωφορεία και να περπατήσω για τα γραφεία της εταιρίας σ’ ένα παλιό εργοστάσιο στο
Άκτον, όπου στο τμήμα με περίμεναν ο Αμερικανός προϊστάμενός και οι συνάδελφοί μου, ένας
Αυστριακός, ένα Ιρλανδός και μερικοί βέροι Λονδρέζοι, από δέκα ως τριάντα χρόνια
μεγαλύτεροί μου. Και να γυρίσω κατά τις εξήμιση, επάνω και μπροστά στο λεωφορείο για να
έχω θέα, μασουλώντας κάτι λαδιάρικα φιστίκια βουτηγμένα στο αλάτι.

Στο γραφείο σβήναμε το φως στις εννιάμιση το πρωί και το ξανανάβαμε στις τρεις περίπου το
απόγευμα. Κατά τη διακοπή το μεσημέρι, επιχειρούσα τοπικές ανιχνεύσεις και την έβγαζα με
ένα κομμάτι τηγανητό ψάρι της βόρειας θάλασσας και πατάτες, σερβιρισμένα σε εφημερίδα.
Η Σοφία, για να κάνει οικονομία, τυλιγόταν ολημέρα με σκεπάσματα, διάβαζε μόνη της
αγγλικά και με περίμενε για να ρίξουμε τα πολύτιμα κέρματα στον μετρητή του γκαζιού και
στοιχειωδώς να ζεσταθούμε, με τα πόδια πάντοτε μέσα στις κουβέρτες. Τότε τις έλυνα και τις
απορίες για να προχωρήσει στο επόμενο μάθημα.

Όταν περνούσα έξω απ’ το επιβλητικό κτίριο των βρετανικών αερογραμμών και, μέσα σε
πηχτό σκοτάδι, έστριβα από το καγκελόφραχτο παρτέρι της γωνίας, διέκρινα στο βάθος το
μεγάλο μισοφωτισμένο παράθυρο του τρίτου ορόφου και την ξανθιά φατσούλα της να σκύβει
ανήσυχα και ερευνητικά στον δρόμο. Ύστερα να με βλέπει ξαφνικά και να χαμογελάει, να
μου κουνάει το χέρι.

Είμασταν φτωχοί και είμασταν μόνοι. Και έπρεπε να μάθουμε πολλά. Μάθαμε λοιπόν να
ζούμε σαν ξένοι, αφού εδώ και οι γηγενείς ήταν μεταξύ τους ξένοι, και λύσαμε μερικά από τα
ατέλειωτα μυστήρια της μητρόπολης. Μάθαμε τις συμβάσεις της καθημερινής ζωής, να
προφέρουμε το ευχαριστώ σε κάθε φράση, εκ των προτέρων και εκ των υστέρων, να μην
αγγίζουμε κανέναν ακόμη και στο υπόγειο την ώρα της αιχμής. Μάθαμε ότι οι Βρετανοί δεν
είχαν ταυτότητες και οι αστυνομικοί δεν οπλοφορούσαν, μάθαμε ότι στο λεωφορείο
επιτρέπονταν μόνον τέσσερις όρθιοι κι αν έμπαινε πέμπτος ο οδηγός δεν ξεκινούσε, μάθαμε
τις δημόσιες υπηρεσίες που ήταν άριστα οργανωμένες και σε εξυπηρετούσαν ταχύτατα δι’
αλληλογραφίας.

Μάθαμε άπειρες ιδιομορφίες της ίδιας γλώσσας. Πώς την χαϊδεύουν με τα χείλη τους και
ηδονίζονται, αρθρώνοντας τις συλλαβές, τα μέλη της άρχουσας τάξης, πώς την μιλάνε οι
κόκνις, οι βόρειοι και οι Σκωτσέζοι, και πώς οι Ουαλλοί, πώς οι αμέτρητες φυλές που είχαν
συρρεύσει, με βρετανικό διαβατήριο, από τις πρώην αποικίες στη μητρόπολη, πώς οι αστοί
και οι μορφωμένοι και πώς οι εργάτες και οι λαϊκοί. Μάθαμε να καταλαβαίνουμε τους
αινιγματικούς τίτλους των εφημερίδων και τις παραπλανητικές επιγραφές των
καταστημάτων, μάθαμε να μην φοβόμαστε την έντονη μυρωδιά του γκαζιού, μάθαμε την
κοινή μπανιέρα μαζί με ανθρώπους κάθε καταγωγής, εθνικότητας και χρώματος.

Η Σοφία, επιπλέον, έμαθε να ψωνίζει στη λαϊκή αγορά, να τη περνούν για Αγγλίδα και να της
απευθύνουν τον λόγο εγκάρδια έως τη στιγμή που άνοιγε το στόμα της και δεν ήθελαν καν
να ακούσουν την απάντηση. Έμαθε να φτάνει στο ταμείο του σούπερμάρκετ με γεμάτο
καροτσάκι, να κάνει μεταβολή και να αφήνει τα περισσότερα είδη πίσω στα ράφια. Έμαθε
πώς να κάνει δυο σαλάτες με μισό αγγουράκι και τέσσερις μικρές ντομάτες, να μαγειρεύει με
γκάζι σε ένα γλιτσιασμένο τραπεζάκι, να ξοδεύει στη μπανιέρα ένα ολόκληρο κουτί
απορρυπαντικό. Έμαθε και τη σπάνια πολυτέλεια που αποτελούσε ένα ισραηλινό πεπονάκι ή
μια κονσέρβα με γαρίδες.

Έμαθε ακόμη αγγλικά. Πήγε σε φροντιστήριο κι ύστερα στο σχολείο του δήμου κι εγώ για να
τη βοηθήσω της αγόραζα βιβλία που αγαπούσε, όπως τα ποιήματα του Γεφτουσένκο και την
αμετάφραστη Αναφορά στον Γκρέκο, μεταφρασμένη στα αγγλικά. Έμαθε αγγλικά,
ξεκινώντας από το αλφάβητο και πηδώντας τάξεις, και πήρε το προφίσιενσι σε ενάμιση
χρόνο.

Όσο περισσότερα μαθαίναμε, τόσο καλύτερα καταλαβαίναμε πόσα ακόμη έπρεπε να μάθουμε
και πόσα δεν θα μαθαίναμε ποτέ. Γιατί τα γοητευτικά παράδοξα αλλά και τα άλλα δεν είχαν
τελειωμό. Αυτή την ίδια την κολοσσιαία μητρόπολη, ποιός θα μπορούσε να πει ότι την ήξερε;
Οι γνήσιοι Λονδρέζοι, μετά μια ολόκληρη ζωή, γνώριζαν μόνον την παιδική γειτονιά τους και
τις περιοχές όπου έζησαν και εργάστηκαν, τίποτε άλλο.

Οι υπόλοιπες προτεραιότητές μας ήταν να γίνουμε μόνιμοι στις γαλαρίες των θεάτρων, ιδίως
στις απογευματινές παραστάσεις με πάμφθηνο εισιτήριο, των δύο μεγάλων επιδοτούμενων
εταιριών, του Εθνικού και του Σέιξπηρικού Θεάτρου. Και να αφιερώνουμε τα
Σαββατοκύριακα για να γυρίσουμε τα αξιοθέατα, μέσα στην πόλη, στα περίχωρα και στη
νότια Αγγλία. Τα διάφορα μουσεία κόντεψαν να μας εξοντώσουν αφού αρχίζαμε να
βλέπουμε με άνεση τα εκθέματα και αργότερα αναγκαζόμασταν να επιταχύνουμε το ρυθμό
μας. Κι εκεί που νομίζαμε ότι είχαμε τελειώσει, νέες τεράστιες αίθουσες απλώνονταν μπροστά
μας.

Ήταν μαγεία να περπατάς πάνω σε ξερά φύλλα στους δρόμους του Λονδίνου, να χάνεσαι και
να ανακαλύπτεις, να ανακαλύπτεις και να χάνεσαι στο άγνωστο, μέσα σε χίλια χρώματα. Κι
από τις δυο πλευρές κατά μήκος του Τάμεση, στις περιοχές της αριστοκρατίας, στις
φτωχογειτονιές που εναλλάσσονταν με τα πλουσιόσπιτα, στις πράσινες και σιωπηλές
πλατείες, με τους συνταξιούχους στα παγκάκια, μέσα σ’ αυτό το πάρκο και σ’ εκείνον το
κήπο, έξω από τις αμέτρητες εκκλησιές κάθε θρησκείας, κάθε δόγματος. Ήταν μαγεία να
ταξιδεύεις μέσα και έξω από τη χώρα και ιδιαίτερα να χαράζεις ατέλειωτες διαδρομές με
πολύχρωμα μολύβια στις σελίδες του άτλαντα.

Η φαντασία μας είχε αχνίσει πολλά τζάμια του τραίνου στον γύρο του κόσμου, το πιο μεγάλο
και συναρπαστικό ταξίδι μας επί χάρτου. Πρώτος σταθμός θα ήταν η Μόσχα και από κει με
τον υπερσιβηρικό θα φτάναμε κάποτε στο Βλαδιβοστόκ. Θα συνεχίζαμε με πλοίο για την
Ιαπωνία και το Βανκούβερ και με τον υπερκαναδικό σιδηρόδρομο για το Μοντρεάλ. Θα
βλέπαμε με αυτοκίνητο τις ανατολικές ακτές των Η.Π.Α. και τη Νέα Υόρκη και θα κλείναμε
τον κύκλο, επιστρέφοντας στο Λονδίνο με το αεροπλάνο. Να περιπλανηθούμε και σ’ αυτήν
την πόλη, της έλεγα, να δούμε οπωσδήποτε τις λίμνες αλλά κι εκείνα τα νησιά, πλειοδοτούσε
η Σοφία. Και δεν χορταίναμε να ονειρευόμαστε.

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Τυφλές προσβάσεις της καρδιάς (β' μέρος)

Πάμε να φύγουμε απ’ αυτόν τον θάνατο, της είπα. Ξέρω μια χώρα των παιδιών στη Λατινική
Αμερική. Θα ταξιδέψουμε με πλοίο εμπορικό που ρίχνει άγκυρα σε κάθε λιμάνι. Θα μάθουμε
κι εμείς να περπατάμε με το πλατύ βήμα των ναυτικών και να προφέρουμε λόγια λιγοστά και
με σημασία. Θα μάθουμε να βυθίζουμε το βλέμμα στον ορίζοντα και να το αφήνουμε εκεί,
περιμένοντας με την ίδια εγκαρτέρηση τα πάντα ή το τίποτα, τα πάντα μέσα από το τίποτα.

Όταν κατέβουμε στην εξωτική πρωτεύουσα, θα φορέσουμε μαύρο και κόκκινο μαντήλι στον
λαιμό, κάτω από τα γκρίζα μας μαλλιά. Τα παιδιά θα γελάνε και θα τραγουδάνε, θα παίζουν
ανάμεσα στα πόδια μας, θα μας κοιτάζουν με μάτια μεγάλα σαν το τηγάνι όπου ψήνουν τα
ψάρια του ωκεανού, με μάτια φωτεινά και έκπληκτα, πιστεύοντας στην ίδια ευτυχία που
εμείς δεν αξιωθήκαμε ποτέ.

Θα είμαστε γκρίνγκος στην αρχή, σύντομα αμίγκος, κάποτε κομπανιέρος. Θα πολεμήσουμε
στα σύνορα και στις πόλεις, στη ζούγκλα και στις λιμνοθάλασσες, στα οδοφράγματα, στους
βάλτους και στον ουρανό. Τι κι αν ζούμε σ’ έναν κόσμο χωρίς αυταπάτες, ο θάνατος που θα
‘χουμε διαλέξει θα δώσει στον κόσμο ένα άλλο άρωμα και σε μας τη μοναδική δικαίωση που
υπάρχει. Έστω για ένα δευτερόλεπτο. Ο τάφος μας θα είναι ανώνυμος σαν να μην είχαμε
γεννηθεί ποτέ. Στην τροπική γη τα σώματα σαπίζουν γρήγορα κι ενώνονται με τους χυμούς
της μελλοντικής ζωής.


Πάμε να φύγουμε απ’ αυτόν τον θάνατο, της είπα. Ξέρω ένα πανεπιστήμιο σε μια μικρή πόλη
του βορρά που ζει απομονωμένο στον δικό του κόσμο. Κάθε κτίριο και ένα αττικός ναός
ανάμεσα στα δέντρα, οι φοιτητές με τα βιβλία στο χέρι ή μισοξαπλωμένοι στο γρασίδι. Ψηλά
ένας ήλιος χλιαρός που δεν θαμπώνει και μέσα μια παλυδαίδαλη βιβλιοθήκη με ράφια
ατέλειωτα και όλα, μα όλα τα βιβλία του κόσμου.

Θα ανασαίνουμε μέσα στα βιβλία, θα είμαστε κι εμείς βιβλία με ερμητικό περιεχόμενο. Θα
δώσουμε στους νέους όλη την ανώφελη πείρα της δικής μας ζωής, όλο τον ανήφορο και τις
μικρές, πολύτιμες στιγμές. Εκείνοι βέβαια ελάχιστα θα καταλαβαίνουν καθώς θα
ανακαλύπτουν με τη σειρά τους έναν κόσμο απαράλλαχτα ίδιο. Και θα τους συναρπάζει
αυτή η προοπτική.

Τα βράδια θα συζητάμε με τους καινούριους φίλους μας για την ποίηση και τη μουσική, και
για την καθημερινή ζωή. Θα είμαστε απόλυτα ασφαλείς, αρκεί να μην αγγίζουμε βαθιά, να
μην βγάζουμε αίμα. Αρκεί να τηρούμε με ευλάβεια τους κανόνες του παιχνιδιού, τους
γραπτούς και ιδίως τους άγραφους. Θα ρουφάμε με μέτρο το ποτό μας, θα γεμίζουμε την πίπα
μας με ένα βλέμμα ανθρώπου που γνωρίζει.

Θα αγαπούμε την πρόοδο, με σύνεση βέβαια και χωρίς να παραγνωρίζουμε την αξία της
παράδοσης. Θα αγαπούμε τον κήπο με τις τριανταφυλλιές και θα τον διατηρούμε πάντα
ομοιόμορφο, με το λίπασμα στη σωστή του δόση, κόβοντας τα ατίθασα κλαδιά και
ξεριζώνοντας τα ζιζάνια. Θα αγαπήσουμε και τη χώρα αυτή, με μιαν αγάπη μετρημένη, και
θα την κάνουμε πατρίδα μας. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειές μας και την πολύτιμη
βοήθεια της επιστήμης, δεν θα αποκτήσουμε ποτέ παιδιά.


Πάμε να φύγουμε απ’ αυτόν τον θάνατο, της είπα. Ξέρω ένα αστέρι στην άλλη άκρη του
γαλαξία που δημιουργήθηκε κάποια στιγμή ανεξέλεγκτης φαντασίας. Θα ταξιδέψουμε με
καύσιμη ύλη τον πυρετό μας που κάνει το φως να μοιάζει με αργοκίνητο καράβι. Θα
ταξιδέψουμε χίλια χρόνια σε μια στιγμή, θα ταξιδέψουμε στο παρελθόν, αντιστρέφοντας το
βέλος του χρόνου, ή στο μέλλον, επιταχύνοντάς το. Τίποτα δεν θα ‘ναι ακατόρθωτο για μας.

Θα ζήσουμε με τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες, με τους Ίνκας στα υψίπεδα των Άνδεων,
με τις πρωτόγονες φυλές της Αφρικής. Θα καλπάσουμε με τις άγριες ορδές του Ταμερλάνου,
με το μακεδονικό ιππικό και με τα καθαρόαιμα αραβικά άλογα του Σαλαδίνου. Θα ζήσουμε
την εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών που όλα θα υπακούουν στις άκρες των δαχτύλων
μας. Θα πεθάνουμε με μια τσεκουριά ή μ’ ένα βέλος καρφωμένο στο στήθος και θα
επιστρέψουμε ακέραιοι πίσω από μια λόχμη, με το ίδιο κλάμα, τον ίδιο πάντα πόνο της
κυοφορίας και της γέννησης. Θα πεθάνουμε από ένα ελαττωματικό εξάρτημα και θα
ξαναγεννηθούμε με την πρώτη επίσκεψη του συντηρητή.


Πάμε να φύγουμε απ’ αυτόν τον θάνατο, της είπα. Πρέπει να φύγουμε. Ο δρόμος μας
περιμένει. Κι αν όλα αυτά τα μέρη που σου περιέγραψα δεν γεμίσουν την καρδιά μας, θα
βρούμε έναν καινούριο τόπο που δεν αναφέρει ο χάρτης, μια μυστική γωνιά, έναν αλλιώτικο
παράδεισο. Ίσως δεν θα ‘ναι εύκολο, μα έχουμε μπροστά μας μια ζωή, έστω έναν χρόνο,
έχουμε μπροστά μας ένα δευτερόλεπτο.

Εκείνη με κοίταξε και χαμογέλασε με τον δικό της μαγεμένο τρόπο. Ξεδίπλωσε τα πόδια της
και σηκώθηκε. Πρώτα το σώμα της, ύστερα η μορφή της, τέλος τα μάτια της πλημμύρισαν το
οπτικό μου πεδίο. Ένιωσα σαν θεός ή σαν τυφλός που τα βλέπει όλα. Ένιωσα σαν το πιο
τυχερό πλάσμα στη διάρκεια του δευτερολέπτου της ύπαρξής του. Μυρμήγκι και ταυτόχρονα
κορυφή βουνού τυλιγμένη αιώνια στα σύννεφα, λάμψη που χαϊδεύει έναν βράχο πλάι στη θάλασσα.

Άπλωσε τα χέρια της και μ’ άγγιξε. Δάκρυα άρχισαν να βρέχουν το πρόσωπό μου, κάθε βουβή
στάλα ταυτόχρονα απόγνωση κι ένα απόσταγμα χαράς και προσδοκίας. Για μένα και για
κείνην, για τη ζωή που ζήσαμε, για τη ζωή που έμεινε για πάντα απρόσιτη, τρικάταρτο που
αιώνια ταξιδεύει σε κάποια άλλη διάσταση και στιγμιαία γλιστράει από τις χαραμάδες του
πεπρωμένου του και στέκεται γαλάζιο στον ορίζοντα, αναζητώντας το πλήρωμά του. Για ένα
δευτερόλεπτο ατέλειωτο, με φίλησε στα μάτια.

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

Τυφλές προσβάσεις της καρδιάς (α΄ μέρος)


Πάμε να φύγουμε απ’ αυτόν τον θάνατο, της είπα. Ξέρω κάποιον σταθμό του υπογείου
στο Λονδίνο που υπόσχεται έναν καινούριο κόσμο. Διάδρομοι πλημμυρισμένοι στις
πολύχρωμες αφίσες, στα προγράμματα και τις διαφημίσεις για όσα δεν βάζει ο νους σου.
Ξεναγήσεις, θεατρικές παραστάσεις και μουσικές εκδηλώσεις, νέες ανάγκες και προϊόντα
που επινοούν καταχθόνιες εταιρίες και επιβάλλουν καλλιτέχνες του σχεδίου, του
κειμένου, του μηνύματος.

Οι ράγες προχωρούν και χάνονται στο σκοτάδι της σήραγγας σαν τις φλέβες της γης ή
χέρια απλωμένα στο απρόσιτο. Οι κυλιόμενες σκάλες προσφέρουν διαρκώς την έκπληξη
συναρπαστικών προσώπων, οι αυτόματες πόρτες των τραίνων ανοίγουν και ξεχύνεται
ένα πλήθος αδιάφορο κι ανάμεσά τους ένα τρυφερό κι ευαίσθητο κορίτσι.

Δίπλα μας θα διαβαίνουν ανέκφραστοι και αινιγματικοί ασιάτες, ανατολίτισσες
τυλιγμένες στις διάφανες εσάρπες τους, φλεγματικοί μηχανοδηγοί, σμάρια οι οπαδοί των
ποδοσφαιρικών ομάδων με τις σημαίες, τα κασκόλ και τα εμβλήματά τους, με τις
ρυθμικές κραυγές και τα τραγούδια τους. Θα είμαστε κι εμείς οπαδοί, μυστικοί κι
ανεξακρίβωτοι, ίσως των κανονιέρηδων του Βόρειου Λονδίνου, ίσως των πετεινών, ίσως
της Λίβερπουλ, ομάδας του ομώνυμου λιμανιού της εργατιάς και της μιζέριας.

Θα ακούμε την αγγλική γλώσσα σε όλες τις παραλλαγές της, με κάθε χρήση, προφορά και
τονισμό, την ηδυλεξία των μορφωμένων του νότου, την ακατέργαστη άρθρωση των
βορείων, τον ένρινο μηρυκασμό των Σκωτσέζων, τις αποκεφαλισμένες λέξεις των κόκνις,
την κελαρυστή ομιλία των Δυτικών Ινδιών και τη μακρόσυρτη των Ινδών και των
Πακιστανών.

Με χαμόγελο απόλυτης σιγουριάς, θα δίνουμε λανθασμένες οδηγίες στους ξένους,
ντόπιοι εμείς και παντογνώστες. Και κάτω από τους ήχους και τα φώτα των τραίνων που
θα έρχονται και θα φεύγουν, θα γείρουμε στο ξύλινο παγκάκι να κάνουμε έρωτα,
ανάμεσα σε μια ηλικιωμένη νοικοκυρά με παρδαλό καπέλο κι έναν ευγενικό αγγλικανό
πάστορα που συνωμοτικά θα μας σκεπάζουν με τις πολύχρωμες ομπρέλες τους.


Πάμε να φύγουμε απ’ αυτόν τον θάνατο, της είπα. Ξέρω στην άκρη του Ελσίνκι, ένα
κτίριο με κόκκινα τούβλα μέσα στα έλατα. Οτανιέμι, μια λέξη μουσική, έχει δώσει το
όνομα στο προάστιο και στο ίδιο το ξενοδοχείο. Θα κατεβούμε στο τέρμα του λεωφορείου,
έχοντας ήδη κάνει χιλιάδες ανακαλύψεις στη διαδρομή. Θα περπατήσουμε αργά,
απολαμβάνοντας τη βαθμιαία προσέγγιση του ονείρου. Απολαμβάνοντας το γόνατο
καθώς λυγίζει και ισιώνει, τις χαλαρές κινήσεις ολόκληρου του σώματος.

Στην είσοδο θα μας υποδεχτεί ένα βορεινό χαμόγελο γεμάτο κατανόηση. Θα μείνουμε
στο δωμάτιο του τελευταίου ορόφου, ακριβώς δίπλα στις κορυφές των δέντρων. Τα
σεντόνια θα είναι χάρτινα και στον τοίχο θα κρέμεται ένα εκθαμβωτικό ελληνικό τοπίο.
Κάποιος θα έχει αφήσει ανοιχτή μια βρύση στους νιπτήρες, από μακριά θα μας
νανουρίζουν οι φωνές και οι ιαχές των παιδιών στο γήπεδο. Τα τζάμια θα καλύπτει ένα
τεράστιο σύννεφο από τεράστια κουνούπια που τσιμπούν και πάνω από το ύφασμα.

Θα ζούμε την αιώνια διάρκεια του στιγμιαίου, ο ένας μέσα στον άλλο. Δεν θα κουραστώ
να προφέρω τη λέξη Χελσίνκι, με ένα χι τόσο απαλό όσο το βάδισμα της γάτας. Δεν θα
κουραστώ να σου χαϊδεύω τα μαλλιά γιατί το χρώμα τους και η υφή τους διαρκώς θα
αλλάζουν. Θα κάνουμε μακρινούς περιπάτους πλάι στις λίμνες, θα διασχίζουμε τα νερά
με νωχελικά πλοία. Θα μελετήσουμε το νόημα της ζωής στις αλλαγές των εποχών, στις
φλέβες των φύλλων, στο σπάσιμο της κορυφής των κυμάτων. Στις κινήσεις των χειλιών
για δυο λόγια, ένα δειλό χαμόγελο, ένα φιλί.

Ύστερα θα σκαρφαλώσουμε στον ουρανό της μεγάλης χώρας και, πίσω απ’ τα φτερά μας,
θα μετράμε τις λίμνες και θα τις ανταλλάσσουμε με σύννεφα. Θα μαθαίνουμε κάθε μέρα
και μια λέξη απ’ τη μυστηριώδη γλώσσα, μια λέξη, μια νότα. Θ’ αρχίσουμε από τις
πολιτείες και τα χωριά και θα καταλήξουμε στους ανθρώπους. Θα προφέρουμε Γιβάσκιλα
και Λάχτι, Σιμπέλιους, Άααλβαρ Άλτο και Σουομαλάινεν. Δεν είναι σαν τον ήχο μιας
μεταξωτής κουρτίνας που σκίζεται κι αποκαλύπτει έναν καινούριο ορίζοντα; M’ αυτή τη
λέξη, κάθε βράδυ θα λούζομαι στον ανάλαφρο ύπνο σου και θα ξυπνώ χωρίς τη μνήμη
της περασμένης μέρας. Κατάπληκτος θα αντικρίζω εσένα και τον κόσμο, κι η φλόγα θα
ανάβει μέχρι το τέλος συναρπαστική.


Πάμε να φύγουμε απ’ αυτόν τον θάνατο, της είπα. Ξέρω μια μικρή πόλη στη λίμνη
Βαϊκάλη της Σιβηρίας, τη μεγαλύτερη και βαθύτερη λίμνη του κόσμου. Καινούρια κτίρια,
καινούριο χώμα, καινούριοι άνθρωποι. Ακόμη και τ’ αστέρια στον ουρανό της ανήκουν σ’
ένα καινούριο γαλαξία. Πανάρχαιο είναι μόνο το κρύο. Όμως εμείς θa ΄μαστε πάντα
τυλιγμένοι στη φυσική μας γούνα και στο χνώτο μας. Εκεί θα τα χτίσουμε όλα απ’ το
άλφα κι από το ωμέγα. Είναι ωραίο να αισθάνεσαι ότι έφτασες στο τέρμα και ότι
ταυτόχρονα κρατάς στα δάχτυλα σου το νήμα της αρχής.

Θα βγαίνουμε στο δάσος για κυνήγι με άσφαιρα φυσίγγια. Θα πλένουμε το πρόσωπό μας
με απάτητο χιόνι, θα γυρίζουμε στο σπίτι αγκαλιά με μιαν αρκούδα και θα ξαπλώνουμε
μπροστά στο τζάκι για να μας φλογίσει η αντίθεση της ζεστασιάς. Χιονίζει εκεί με κάτι
νιφάδες μεγάλες σαν μπουκιές ψωμιού. Βρέχει εκεί με κάτι στάλες μεγάλες σαν δάκρυα
χαράς. Θα γνωρίσουμε ανθρώπους με εξωτικά ονόματα, κορίτσια με λευκούς φιόγκους
στις κοτσίδες. Προβολείς μέσα στη νύχτα τα μάτια τους, θα μας αναζητούν σαν άγνωστο
ιπτάμενο αντικείμενο. Μέσα σ’ αυτά τα μάτια θα βράζουμε τον πρωινό καφέ και το
βραδινό μας τσάι.

Εκεί ενώνεσαι με τη φύση και δεν φθείρεσαι. Εκεί ενώνεσαι με τους ανθρώπους και
γίνεσαι αθάνατος. Κάποτε μετατρέπεσαι σε πάχνη, γίνεσαι καπνός που αναθρώσκει σε
μακρινή καμινάδα, ελάφι με τρεμουλιαστά ρουθούνια που μπαίνει απροσδόκητα στην
πολιτεία, γίνεσαι σπόρος που κρύβεται και περιμένει την άνοιξη. Κάποτε καταφεύγεις στ’
ανεξερεύνητα βάθη της λίμνης σαν ψάρι προϊστορικό που μ’ ανεξάντλητη υπομονή
περιμένει να σημάνει η ώρα που θα αναδυθεί για να δώσει μια καινούρια και πάλι
διάσταση στη ζωή των ανθρώπων. Κάποτε συμπυκνώνεσαι σε ενέργεια που ακτινοβολεί,
ζεσταίνει και φωτίζει με μια τελεσίδικη απλότητα.

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Νόστος

Το ραντεβού είναι για μετά τις δέκα και μισή το πρωί της Κυριακής στο ίδιο μέρος πάντα.
Συνήθως πρώτος έρχεται ο Στέργιος, που μένει επάνω στη στροφή της Βίλλας Ρίτζ και
έχει συνηθίσει να ξυπνάει πολύ νωρίς. Λεπτός και σοβαρός και άψογα ντυμένος, διασχίζει
ευθυτενής την απαστράπτουσα καφετέρια ως το βάθος, χαιρετάει το προσωπικό και
παραγγέλλει ένα βραστό καφέ. Ύστερα κάθεται στην αριστερή άκρη του καναπέ, πίσω
από το μακρύ τραπέζι που είναι κρατημένο, αφήνει το τσαντάκι του στο πλάι, καθαρίζει
με μικροβηξίματα από επαγγελματική συνήθεια τον λαιμό του και ανοίγει το Βήμα.

Απέναντι, μακριά πίσω απ' τη θάλασσα, προβάλλει χιονισμένος ο Όλυμπος, κάποιες φορές
με εκπληκτική ευκρίνεια, σχεδόν αγγίζοντας τον ουρανό. Δυο διαδοχικά ημικύκλια απ'
το Μεγάλο στο Μικρό Καραμπουρνάκι, και δεξιά πολύ κοντά ο κόλπος, ακύμαντος σαν
λίμνη. Από κάτω ακριβώς και αριστερά, απλώνεται η ανατολική πλευρά της πόλης, με
κτίρια που σταδιακά αραιώνουν ως το αεροδρόμιο και τον δημόσιο δρόμο για τη
Χαλκιδική. Το μαγαζί διαθέτει κι ένα τεράστιο μπαλκόνι στις κορυφές των πεύκων που
είναι απολαυστικό μόλις ζεστάνει ο καιρός.

Στο μεταξύ, ο Βύρων, πάντα νεανικός και ζωηρός, έχει ξεκινήσει ψηλά πίσω απ' το
Επταπύργιο και, ακολουθώντας τον περιφερειακό, κατεβαίνει στη Μαλακοπή, παρκάρει
καβαλώντας το πεζοδρόμιο και μου χτυπάει το θυροτηλέφωνο. Αισθάνομαι μία μικρή
ενοχή διαρκείας, γιατί ποτέ μου δεν έμαθα να οδηγώ, και φροντίζω να είμαι έτοιμος από
ώρα, μετά το ξύρισμα και το ντουζ και την υπόλοιπη πρωινή ιεροτελεστία και αφού έχω
φέρει μια στοίβα εφημερίδες απ' το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Κατεβαίνω σχεδόν
αμέσως, χαζεύω λίγο στο προαύλιο τις ήμερες γάτες της γειτόνισσας, που
κουλουριάζονται ηδονικά στον ήλιο σαν πολύχρωμα κουβάρια από μαλλί, και
συνεχίζουμε μαζί για το Πανόραμα.

Στον δρόμο ακούμε μουσική της δεκαετίας του '50, σχολιάζουμε τον καιρό και τα
ανώμαλα φαινόμενα που ολοένα και πληθαίνουν, και κάνουμε μια σύντομη ανασκόπηση
του χρηματιστηρίου και της οικονομίας. Περνάμε ολοταχώς έξω απ' τον παράδεισο χωρίς
να ρίξουμε ματιά και μακαρίζουμε τον εαυτό μας που έχουμε φίλους αληθινούς από τα
παιδικά μας χρόνια. Αν βρούμε με την πρώτη να παρκάρουμε στ' Αστέρια, είμαστε ακόμη
πιο τυχεροί.

Δεν έχουμε προλάβει να χαιρετίσουμε τον Στέργιο, καμιά φορά με χτύπημα στην πλάτη
και με χειραψία, και να παραγγείλουμε τους δικούς μας καφέδες, και εμφανίζεται ο Τάσος,
φρέσκος, εγκάρδιος και γεροδεμένος. Λογικός έως τετράγωνος, όπως τονίζει και ο ίδιος.
Αυτός ξεκινάει απ' το Μελισσοχώρι ή από την περιοχή του Φοίνικα όταν έχει και την
Κυριακή κάποιο ραντεβού στο γραφείο. Ο άλλος Τάσος, ο πιο χαρούμενος και φωνακλάς
στην τάξη και ο μοναδικός που επέστρεψε στο σχολείο ως καθηγητής, έρχεται
σπανιότερα, όταν δεν αισθάνεται και τόσο αυστηρός με τους αμετανόητους όπως εγώ,
που δεν εννούν να κόψουν το κάπνισμα.

Έχουμε ήδη τη μικρή απαρτία των τακτικών. Λίγο αργότερα έρχεται ο Στέφανος και
κάποτε ο Φώτης, ο Κώστας και ο Γιώργος. Ο άλλος Γιώργος προτιμάει την ώρα που
ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Τις μέρες που ανεβαίνει ο Αρμένος από την Αθήνα, δεν
αποκλείεται καθόλου να μας αιφνιδιάσει μαζί με τον Κινέζο και ίσως τον Τάκη, που γύρισε
πρόσφατα ύστερα από μια ολόκληρη ζωή στη Γερμανία. Ο Μπόντζος έχει ήδη αποσυρθεί
σε κάποιο χωριό του Πηλίου και είναι εκεί πιο ευτυχισμένος, μόνος με τους σκύλους, τις
γάτες και τα πουλερικά του.

Μπορεί καμιά φορά να έρθουν και οι πολυάσχολοι, όπως ο Χοντρός και ο Δράκος και
βέβαια ο Χαβαλές, συνήθως αφού τους γίνει ειδική πρόσκληση. Η μέση προσέλευση είναι
τέσσερις έως επτά. Πάντως το Αρνί, που έφερνε μαζί του κάποιες παλιές συμμαθήτριες
και προκαλούσε αμηχανία, έχει από καιρό εξαφανιστεί και ο Ντίνος επιμένει, χωρίς να
πείθει του υπόλοιπους, πως είναι καλύτερα στην Πλατεία Αριστοτέλους. Εκείνος που δεν
έρχεται ποτέ είναι ο Πολύβιος.

Όταν μιλάμε σοβαρά, χρησιμοποιούμε τα μικρά ονόματα, αλλιώς τα αιώνια
παρατσούκλια. Φωνάζουμε και μαλώνουμε κάπως λιγότερο, αλλά αυτά που λέμε δεν
διαφέρουν και πολύ από τα τότε, για να μην πω ότι είναι και χειρότερα. Ο Ανώμαλος
σκύβει το κεφάλι και λέει χαμηλόφωνα, σκάστε ρε σεις, αυτοί εδώ πλάι γούρλωσαν τα
μάτια. Εσύ τραγούδησέ μας μια άρια, τον αποπαίρνει ο Τούρκος, κι οι άλλοι γελάνε, έτσι
είμαστε εμείς κι άν τους γουστάρει. Ο Τούρκος είναι διευθυντής στην τράπεζα. Αν δεν
μας έβλεπαν, μπορεί και να νόμιζαν ότι είμαστε μαθητές ή φοιτητές. Πού να ερχόταν και
ο Χαβαλές.

Όταν βρίσκεται σε ολομέλεια, αυτή η για την ηλικία της ανάρμοστα θορυβώδης και
αιρετική παρέα, έχει κάθε στυλοβάτη της κοινωνίας, όπως είχαν προβλέψει οι καθηγητές
μας, χωρίς να αντιλαμβάνονται την ειρωνεία. Έχει τους μηχανικούς και τον
αρχιτέκτονά της, τον οικονομολόγο της και τον χρηματιστή της, τον καθηγητή της και
τον δάσκαλο της αγγλικής, έχει τους υπαλλήλους της και τον αμίμητο διακοσμητή της.
Βεβαίως έχει και τον δικηγόρο της που , πράος και μειλίχιος και αδιόρατα σατανικός,
επισημαίνει τις ποινικές και αστικές συνέπειες. Ο οδοντίατρος είναι παρών κι έχει πολλή
δουλειά αλλά αυτοί που απείρως περισσότερο χρειάζονται, ο μεν γιατρός μένει στη
Μυτιλήνη, ο δε ψυχίατρος στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας. Α, βέβαια, η παρέα βρίθει και
από επιχειρηματίες και διευθύνοντες συμβούλους μεγάλων εταιριών. Άσε μας τώρα, ρε
Τζαχείλα, όπως θα έλεγε, και λέει και ο εξ αυτών Αρμένος.

Μπορεί να έχουμε τεράστιες διαφορές σε πολλά, από εμφάνιση ως χαρακτήρα και
νοοτροπία, κι από τα γενικότερα ενδιαφέροντα ως τα προσωπικά ελαττώματα. Μπορεί
ακόμη να είναι πολύ αργά για να στήσουμε ένα δίτερμα έξω στον δρόμο ή στον μακρύ
διάδρομο που οδηγεί στην καφετέρια. Κανένας μας όμως δεν διστάζει να γελάσει με
αξιώματα και τίτλους, να γελάσει πρώτα με μας τους ίδιους και μετά με διάφορους
καραγκιόζηδες τριγύρω. Δεν άλλαξες καθόλου, ίδιος και απαράλλακτος είσαι όπως στα
δεκάξι, επιμένει κατηγορηματικά στο αυτονόητο ο Τούρκος.

Σε μένα βέβαια έλαχε να γράψω αυτή την ιστορία. Που είναι πέρα για πέρα αληθινή και
ας μου φαίνεται σαν παραμύθι. Πού είναι μια ιστορία και χιλιάδες και ο καθένας θα την
είχε γράψει διαφορετικά. Πολλές φορές από παλιά, ήθελα να μιλήσω για τα χρόνια εκείνα
και πάντοτε με σταματούσε η σκέψη, έ, όχι και βιβλίο για το σχολείο. Έως ότου, με τη
δική της ανεξήγητη διαδικασία, αυτή η φράση ωριμάσει και γίνει ξαφνικά, και βέβαια ένα
βιβλίο για το σχολείο, πέρασαν 43 χρόνια και μεσολάβησαν 18 βιβλία. Κι ακόμη, αν το
είχα γράψει νωρίτερα, το τέλος ίσως να ήταν διαφορετικό και κάπως πιο χαρούμενο.

Να μην ξεχνάμε επίσης ότι έχω εκπληρώσει πια το χρέος μου στην κοινωνία και έλαβα το
αποφυλακιστήριο, με υπογραφή και με σφραγίδα, μαζί με κάποια οδοιπορικά. Μπορεί οι
φύλακες κι οι άλλοι τρόφιμοι στο ίδρυμα να με σημάδεψαν για τα καλά στα ορατά και
ιδίως στα αόρατα, μπορεί το τίμημα που αναγράφεται στο τιμολόγιο να είναι η ζωή μου
και να μου φαίνεται λιγάκι ακριβό αλλά δεν είναι. Δεν είναι καθόλου ακριβό αφού δεν
μπορώ να επικαλεστώ κανενός είδους μεταμέλεια.

Κάθομαι λοιπόν τώρα και κοιτάζω απέναντι τον Όλυμπο και βλέπω τους θεούς να
χαμογελάνε μελαγχολικά. Κάθομαι με την άνεσή μου και κοιτάζω στο ετήσιο περιοδικό
τα κείμενα της χρονιάς που είχα γράψει τότε, κάθομαι και σκαλίζω τα περασμένα. Καθότι
είμαι τύπος κουμαρτζή από τα παιδικά μου χρόνια και ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία
είναι ο Παίκτης, δε ριψοκινδυνεύω για το κέρδος αλλά για το ίδιο το παιχνίδι. Καθότι έχω
πια γίνει άσπονδος φίλος με τα παλιά μου τραύματα, μου αρέσει να εξετάζω τα
εναλλακτικά σενάρια και να αναλογίζομαι τι θα γινόταν σε κάθε μία περίπτωση.

Αν ήμουνα πειθαρχικός και έτρωγα το φαγητό μου. Αν είχα ακούσει τον Πολύβιο κι
είχαμε φύγει μαζί για την Αμερική ή για τη Γη του Πυρός και τις νήσους Γκαλαπάγκος. Κι
αν είχα συναντήσει τη Μπάρμπαρα, εκείνη την ξανθούλα με την οποία
αλληλογραφούσα χρόνια και με περίμενε μάταια στο Ρότσεστερ. Ή αν είχα τελειώσει εδώ
τη Νομική και είχα παντρευτεί την πρώτη μου αγάπη. Τέλος, αν έστω και για μια φορά
δεν υποστήριζα με τόσο πάθος χαμένες υποθέσεις. Όχι, τράπεζα δεν περιλαμβάνουν τα
σενάρια γιατί και οι ταινίες φρίκης έχουν τα όρια τους.

Αυτές είναι μόνον μερικές από τις αρχικές εκδοχές και μέσα απ' το καλειδοσκόπιο
προβάλλουν άλλες πολλές και απίστευτες. Ο καθένας όμως μπορεί να στήνει με τη
φαντασία του άπειρα σκηνικά μιας υποθετικής ζωής και μάλιστα αφαιρώντας επιλεκτικά
κάποια από τα υλικά κακής ποιότητας και μη παραχωρώντας τίποτα από τα τιμαλφή του.
Και ίσως σε κάποια άλλη διάσταση, σε κάποιον άλλο γαλαξία, οι εκδοχές αυτές να
εξελίσσονται απρόσκοπτα αυτή την ίδια τη στιγμή. Όλα είναι πιθανά και όλα γίνονται.
Αν όχι τώρα, σε μια από τις αναρίθμητες ζωές του μέλλοντος, όπως μας παρηγορεί και ο
Γκατουτάμα.

Με οποιαδήποτε όμως εκδοχή, το συμπέρασμα είναι μονότονα το ίδιο. Και πάλι ο ίδιος θα
ήμουνα, και πάλι τα ίδια λάθη θα έκανα. Με το ίδιο πάθος. Όπως τώρα που αισθάνομαι
σαν να έχω μόλις αποφοιτήσει και να μοσχοβολάει το καλοκαίρι. Και να με περιμένει
εκείνη ανθισμένη στον παλιό σύλλογο για μια βόλτα ως τα μπλόκια. Και να μας περιμένει
όλους στη στροφή ένας κόσμος μεθυστικός, και να μας περιμένουν επευφημίες και
χειροκροτήματα στο τέρμα. Και τα σαραντατόσα χρόνια να μην υπήρξαν παρά ένας
λήθαργος ή μια βουτιά στο τίποτα.

Την τελευταία φορά που περπάτησα στις παρυφές του παραδείσου, ο αέρας ήταν
φορτωμένος σκιές και μνήμες. Από το τότε, απ' τον καθένα και το κάθε τι που μας δίδαξε
και μας μεγάλωσε. Από μια alma mater. Όμως, σε ποιές σκιές να ελλοχεύουν ο Μπάκος
και ο Τακατάκας; Να φτιάχνει τα γυαλιά του ο Κώστας που ξεκίνησε στο Σέϊχ-Σου την
κυριακάτικη αυτή συνάντηση; Ίσως να κρύβονται μαζί με τον Μάκη, τον Χαρίτο και τον
Άκη. Και να έχουν αρχίσει μιαν ατέλειωτη συζήτηση με τον Μούτσο και τους άλλους.

Μετά την αποφοίτηση λοιπόν και λίγο αργότερα, αυτή η σφιχτοδεμένη τάξη
κυριολεκτικά σκορπίστηκε στους πέντε ανέμους. Καμιά εικοσαριά έφυγαν για σπουδές
στη Γερμανία, αρκετοί άλλοι στην Αμερική και στην Αθήνα, μερικοί αλλού, ακόμη και
στην Αφρική. Οι υπόλοιποι παρέμειναν στην πόλη μας. Και ακολούθησαν όσα φέρνει η
ζωή.

Ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση να είναι ο Αρμένος, που είναι Έλληνας και είχε
συριακό διαβατήριο. Σπούδασε και παντρεύτηκε στη Γερμανία και πήρε τη γερμανική
υπηκοότητα, έζησε στην Αγγλία και τώρα βρίσκεται ξενιτεμένος στην Αθήνα.
Ξενιτεμένος από πού; Μα από την παλιά Ανθέων φυσικά και από τους φίλους. Εγώ ο ίδιος
άλλαξα είκοσι μόνιμες κατοικίες στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στο Λονδίνο. Πολλοί
επέστρεψαν άλλά υπάρχουν και αρκετοί που ακόμα ζουν στις χώρες των σπουδών τους.

Από το 1982, γιορτάζουμε κάθε πέντε χρόνια την επιστροφή στο σχολείο, μαζί αγόρια και
κορίτσια. Έρχονται οι περισσότεροι από κάθε γωνιά του κόσμου, έρχονται και δυο-τρεις
από τους τότε νεαρούς καθηγητές. Η αρχική συνάντηση γίνεται έξω από το κεντρικό
κτίριο με καφέδες και αναψυκτικά. Με χαρές, εκπλήξεις και επιφωνήματα. Μπορεί να δεις
ξαφνικά μπροστά σου τον Γρηγόρη, τον Ερρίκο ή τον Μανώλη. Ελεεινολογούμε
διακριτικά τις φθορές του χρόνου, κάνουμε βόλτες στα δρομάκια και βλέπουμε τα
γήπεδα, μπαίνουμε και καθόμαστε στην παλιά αίθουσα του κλασσικού.

Ο Χαβαλές επαναλαμβάνει κάποια από τ' αρχαία καλαμπούρια και ζωγραφίζει στον
πίνακα. Θυμόμαστε τον Τούρκο ν' αντιγράφει κάτω από την μύτη του καθηγητή, τον
Κινέζο να πηδάει απ' το παράθυρο την ώρα του μαθήματος, τον Παπαδημητρίου και τον
Μποτσάκη να παραδίδουν μαθηματικά, τον Παραρά να μας θωρεί ακίνητος και να
δακρύζει. Θυμόμαστε τον μαύρο φιλόλογο, Σμώλγουντ, να διαβάζει με εκπληκτική
άρθρωση και παραστατικές χειρονομίες τους λόγους του Βρούτου και του Αντώνιου
πάνω από το πτώμα του δολοφονημένου Ιούλιου Καίσαρα. Θυμάται ο καθένας ότι
θυμάται., Ο πρόεδρος μας ξεναγεί και όλοι θαυμάζουμε τις καινούριες εγκαταστάσεις.
Καθόμαστε να φάμε, εκφωνούνται λόγοι, κάνουμε προσκλητήριο απόντων. Ακολουθεί μια
εκδρομή, συνήθως στη Χαλκιδική.

Οι φιλίες όχι μόνον παραμένουν αλλά και ενισχύονται όπως ο ρυθμός του
μαραθωνοδρόμου όταν μπαίνει στο στάδιο εξουθενωμένος και βλέπει πια στο βάθος την
τελική γραμμή. Διαπιστώνει κανείς ότι χαίρεται ακόμη και με κείνους που κάποτε δεν
χώνευε. Πριν λίγες μέρες καταλήξαμε ότι θα πρέπει πλέον η συνάντηση να γίνεται κάθε
ένα ή το πολύ δύο χρόνια.

Και να που ο Στέργιος με σπρώχνει στον ώμο και συνέρχομαι. Πάλι αφαιρέθηκες, μου
λέει. Αυτή είναι μια πολύ παλιά συνήθεια, μέσα και έξω από την τάξη. Φεύγω από την
ρουτίνα, μετατοπίζομαι και καταδύομαι σε κείνο που με μαγνητίζει. Έτσι, μπορεί να
κοιτάζω και να μην βλέπω, να είμαι όλος προσοχή και να μην ακούω τίποτα. Να
απουσιάζω. Και ξαφνικά να επανέρχομαι και να πιάνω λέξεις από την τελευταία φράση.


Είναι ήδη περίπου μία και τέταρτο και έχουμε τελειώσει και τον δεύτερο καφέ. Η αίθουσα
έχει γεμίσει από ένα πλήθος πολύβουο και καλοντυμένο. Και ξένο εντελώς. Εκεί που
κάποτε του ξέραμε όλους. Σηκωνόμαστε, αφήνουμε με υστεροβουλία ένα γενναίο
φιλοδώρημα και βγαίνουμε στον δρόμο. Μαζευόμαστε σε κύκλο, καμιά φορά ο ένας με το
χέρι στους ώμους του άλλου. Την άλλη Κυριακή, λοιπόν. Εγώ θα λείπω σε ταξίδι, λέει ο
Τάσος. Γεια και χαρά και ο καθένας στο αυτοκίνητό του.

Κατεβαίνουμε τα υψώματα και ρίχνουμε τώρα μια κλεφτή ματιά καθώς περνάμε έξω απ'
τον παράδεισο. Μπορούμε να τον διακρίνουμε αμυδρά αλλά η είσοδος μάς είναι
απαγορευμένη. Γιατί ο παράδεισος υπάρχει βέβαια, ο ίδιος πάντα και στα ίδια μέρη αλλά
στον παρελθόντα χρόνο. Είναι μια χώρα μακρινή, προσωρινή μα και αιώνια, με πρόσωπα
που αναδύονται αστραφτερά μέσα από θαμπές φωτογραφίες. Μια χώρα ανεξιχνίαστη μα
και παράξενα οικεία.

Η είσοδος μάς είναι απαγορευμένη γιατί ο παράδεισος αγνοεί το όνομά του. Όταν τον
λες παράδεισο, χαμογελάει ειρωνικά. Όταν πας να τον αγγίξεις, αποτραβιέται σαν τα
σταφύλια του μυθικού Ταντάλου. Το μόνο που σου επιτρέπεται είναι να εισπνέεις το
άρωμά του κάπου κάπου. Η είσοδος μάς είναι απαγορευμένη γιατί ο παράδεισος φοράει
μαγικά γυαλιά σε χρώμα βαθύ γαλάζιο. Έτσι, δεν βλέπει μακριά, δεν νοιάζεται και για
πολλά, και δεν ρωτάει τον λόγο και αν στο διπλανό κουδούνι ανοίγει η πόρτα για την
κόλαση.

Όμως κι εμείς κάποτε υπήρξαμε παιδιά του παραδείσου. Μπορείτε να το διαπιστώσετε απ'
το ελάχιστο γαλάζιο που απομένει στο βάθος των ματιών μας. Μα παραβήκαμε τους
νόμους του με ενθουσιασμό και απερισκεψία. Έτσι, συνήλθε το πειθαρχικό συμβούλιο
και δικαίως μας απέβαλε για πάντα. Από τότε, έχουμε επανειλημμένα ζητήσει να
εξεταστεί και πάλι η υπόθεσή μας με μεγαλύτερη επιείκεια. Έχουμε αναθέσει και στον
νομικό μας σύμβουλο, που γνωρίζει άριστα το θέμα, να υποβάλει αρμοδίως τις σχετικές
αιτήσεις. Έχουμε, επιπλέον, προσφερθεί να παραδώσουμε όλα τα επίγεια αγαθά μας,
έχουμε υποσχεθεί να μην προφέρουμε ποτέ το όνομά του, και να φορέσουμε και πάλι τα
μαγικά γυαλιά σε χρώμα βαθύ γαλάζιο.

Δεν έχουμε λάβει ως τώρα καμία απάντηση. Και όσο κι αν εξακολουθούμε παράλογα να
ελπίζουμε, το ξέρουμε καλά πως δεν υπάρχει αντάλλαγμα, ότι ο νομοθέτης είναι
άτεγκτος και τα όργανα ανίσχυρα. ΄Ισως γιαυτό στον Όλυμπο απέναντι, τις μέρες που
είναι χιονισμένος και οι κορφές του, μέσα σ' εκπληκτική διαφάνεια, σχεδόν αγγίζουν τον
ουρανό, βλέπουμε τους θεούς να χαμογελάνε μελαγχολικά. Σαν να ζητάνε εκείνοι τη
δική μας επιείκεια.

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Το τραμ και το τραμάκι

Με την ανία και την ταλαιπωρία του λεωφορείου κι από το γεγονός ότι η διαδρομή του δεν
βόλευε τον Κουνουπίδα, η παρέα των τεσσάρων κάποτε ανακάλυψε τα πλεονεκτήματα του
τραμ. Ήταν η εποχή που η πόλη έδινε αντιπαροχή την ψυχή της για ένα λουτροκαμπινέ κι
ένα βαρέλι πετρελαίου στο στενό μπαλκόνι κάποιας θλιβερής πολυκατοικίας των
εργολάβων. Τα τελευταία χρόνια πριν ξηλώσουν τις σιδηροτροχιές για ν’ αλωνίζουν
ανενόχλητα τα λεωφορεία.

Στο τραμ υπήρχαν δυο βαγόνια, το πρώτο ή ρυμουλκό πιο κυριλέ, με τον τραμβαγέρη μέσα
στη στολή και το κασκέτο των τροχιοδρομικών, εκεί που κάθονταν με κλειστά τα γόνατα οι
μεγάλοι και οι καθωσπρέπει. Και το δεύτερο ή ρυμουλκούμενο, κάπως ταλαίπωρο και λαϊκό
και πιο φιλόξενο, όπως ακριβώς το προτιμούσαν. Ο εισπράκτορας με την τσάντα κι όλα τα
σύνεργα πηγαινοερχόταν από το ένα βαγόνι στο άλλο.

Το όχημα περνούσε από μπαχτσέδες και από σπίτια χαμηλά πνιγμένα στα λουλούδια.
Περνούσε από τα γύφτικα και άλλες γειτονιές σχεδόν ερημικές και άγνωστες. Εκεί δεν
σύχναζαν βεβαίως καθηγητές και άλλα πλάσματα από τη φύση τους ενοχλητικά και
επικίνδυνα. Κατά τη Δελφών, κάπου στη μέση της διαδρομής κοντά το ρέμα, υπήρχε κι ένα
συνοικιακό λούνα πάρκ με προσιτές τιμές, ακόμη και για το ισχνό τους χαρτζιλίκι κι έναν
ιδιοκτήτη που τους υποδεχόταν με χαμόγελα. Εκεί άραζαν συχνά με καφεδάκια και
επιτραπέζια παιχνίδια μέχρι να φτάσει η ώρα να πάρουν τον δρόμο για το σπίτι.

Κάπως έτσι, το τραμ και το τραμάκι του υιοθέτησαν. Λεωφορείο πια έπαιρναν μόνο το πρωί
ενώ στην επιστροφή το πάγιο ραντεβού τους ήταν έξω απ’ τον φυστικά για το τραμάκι. Που
όταν έφτανε στις μονές ράγες, ο εισπράκτορας γύριζε τον μακαρά απ΄ την άλλη μεριά για να
ακολουθήσει την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν πια στην τελευταία τάξη με τα σχέδια και των
τεσσάρων να συνεχίσουν τις σπουδές τους στην Αμερική. Έτσι, κάθε κουβέντα και κάθε
πλάκα ξεκινούσε απ’ αυτή τη συναρπαστική προοπτική.

Τα πρωινά εκείνα ιδίως που, φτάνοντας χωρίς καμία διάθεση για μάθημα πενήντα μέτρα από
το τελευταίο λεωφορείο για το σχολείο, διαπίστωναν ότι, με λίγη καθυστέρηση, θα
μπορούσαν ενδεχομένως να το χάσουν. Έκαναν μια μάλλον τεμπέλικη προσπάθεια να το
προλάβουν και, όταν εκείνο έφευγε χωρίς να τους περιμένει άλλο, ελεεινολογούσαν τον
οδηγό, έστρεφαν τα νώτα και κατευθύνονταν στο τραμάκι, γελώντας και κατοπτεύοντας τα
πέριξ. Όλοι όμως οι τυχόν αδιάκριτοι είχαν ήδη καταφτάσει στο σχολείο.

Εκεί άρχιζε το γλέντι με το τίποτα εκείνο που είναι τα πάντα. Πρώτα, με μια μεθυστική
αίσθηση παράνομης ελευθερίας. Λες κι ο αέρας πλημμύριζε αρώματα. Μετά, με την παρέα.
Τέσσερις συμμαθητές και στενοί φίλοι με μόνη υστεροβουλία ποιος θα κερδίσει τον άλλο στο
μπιλιάρδο και το ποδοσφαιράκι. Με μια ολόκληρη μέρα στη διάθεσή τους, με άδειες τσέπες και
μάτια που έλαμπαν. Αργότερα θα σκέφτονταν ποια δικαιολογία να επινοήσουν για την απουσία τους.

Ήταν και το ίδιο το τραμ, που πήγαν να το βάψουν πράσινο αλλά εκείνο παρέμενε κίτρινο.
Κίτρινο σαν τα καναρίνια του Άρη και ζωντανό σαν ξωτικό, με μια ζεστή καρδιά στο
καμπανάκι του και με το νευρικό του σύστημα στο χειριστήριο, με τον μοχλό και τη μανιβέλα
του οδηγού. Το τραμ με την απλοχωριά του, τους σκληρούς ξύλινους πάγκους, με τα
λικνίσματά και τους οξείς του ήχους, και με τον μακαρά που κάποτε έβγαινε και το
ακινητοποιούσε και έπρεπε να κατεβεί ο εισπράκτορας για να τον ξαναβάλει στα σύρματα
του ηλεκτρισμού. Και με τους τύπους που έκαναν σκαλωμαρία, κρεμασμένοι ριψοκίνδυνα
από πίσω με στήριγμα την άκρη της σόλας σε κάποια προεξοχή. Το τραμ με τα χοντρά του
τζάμια που σου αποκάλυπταν, αν ήθελες να δεις, καινούριες γειτονιές και σπίτια και
δρομάκια, καμιά φορά και κάποιο ωραίο κορίτσι που περίμενε στη στάση κι ανέβαινε και
περνούσε να καθίσει σεμνά στην άκρη ενώ εκείνοι δεν χόρταιναν να το κοιτάζουν.

Ήταν και οι συζητήσεις. Που, εκτός απ’ την Αμερική, κάλυπταν βεβαίως όλα τα θέματα απ’ το
σχολείο και τα μαθήματα ως το ποδόσφαιρο, απ’ τη λογοτεχνία ως τα χαρτιά και τα κορίτσια.
Όταν το βαγόνι γέμιζε και δεν μπορούσαν πια να είναι μισοξαπλωμένοι στους πάγκους,
έβγαιναν στον πίσω εξώστη και συνέχιζαν όρθιοι εκεί.

Πρώτος τους αποχαιρετούσε απρόθυμα ο Κουνουπίδας, μετά κατέβαινε, με ένα τελευταίο
γέλιο, ο Χοντρός στην Ευζώνων και έμεναν ο Πολύβιος με τον Φόρο για ν’ αποβιβαστούν
στην Εγνατία, να ανηφορίσουν τη Βενιζέλου και να χωρίσουν στην Πλατεία Διοικητηρίου.
Είχαν ήδη συλλέξει τις απαραίτητες πληροφορίες για τα κολλέγια και τα πανεπιστήμια κι
είχαν αρχίσει τις σχετικές διαδικασίες. Όλοι εκτός από τον Φόρο.

Ο Πολύβιος τον παρότρυνε κι επέμενε φορτικά να συμπληρώσει τα χαρτιά το ίδιο βράδυ κι
εκείνος έλεγε, μα αφού δεν έχω λεφτά. Ρε συ, τόνιζε ο Πολύβιος, άλλοτε εκνευρισμένος κι
άλλοτε παρακλητικός, γράψε εσύ και βρες μόνο όσα χρειάζονται για τα ναύλα. Εκεί που θα
πάμε, τον πρώτο καιρό και μέχρι να βρούμε κάποια δουλειά, θα μοιραζόμαστε τα δικά μου.
Αυτή η προσφορά, ιδίως από ένα τύπο τόσο σκληρό όπως ο Πολύβιος, τον συγκινούσε
ιδιαίτερα και αρκετές φορές είχε υποσχεθεί να γράψει.

Ναι, ο Πολύβιος ήταν φίλος πραγματικός, ο επιστήθιος φίλος του. Αυτοί οι τόσο διαφορετικοί
που προέρχονταν από διαλυμένες οικογένειες, μαζί τα είχαν κάνει όλα. Σμπόμπες κα μπάλα
και χαρτιά, συνωμοσίες στην τάξη, εκδρομές και πάρτι και ξενύχτια. Θυμούς, φωνές και
γέλια μέχρι δακρύων. Μαζί είχαν ανακαλύψει τον Καζαντζάκη και τον Σεφέρη (ο Φόρος είχε
αντιγράψει την Άρνηση σε μια σελίδα του μοναδικού βιβλίου που κουβαλούσε στο σχολείο),
με πρώτο και καλύτερο τον Τζακ Κέρουακ και το ευαγγέλιό τους, Στο δρόμο. Κι αργότερα μαζί
γνώρισαν τον οργισμένο Τζίμι Πόρτερ του Όσμπορν, τον Μύθο του Σισύφου και τον
Επαναστατημένο Άνθρωπο του Αλμπέρ Καμύ, και την αλήθεια που δεν έχει μονοπάτι στα
Ημερολόγια του Κρισναμούρτι.

Ο Πολύβιος ήταν πρόεδρος του ομίλου νεοελληνικής λογοτεχνίας με σύμβουλο τον Χρήστο
Φράγκο, ο Φόρος ήταν πρόεδρος του φιλοσοφικού ομίλου με σύμβουλο τον Γεωργοπαπαδάκο.
Ο Πολύβιος ήταν πάντοτε ενημερωμένος από ένα συγγενή του βιβλιοπώλη που του δάνειζε
όλες τις τελευταίες εκδόσεις. Αυτός ήταν που του σύστησε και το βιβλίο του Ξεφλούδα, Εσύ, ο
Κύριος Χ κι ένας Μικρός Πρίγκηπας. Μια μέρα ήρθε συγκινημένος γιατί ο Συρόπουλος του
είχε κάνει μεγάλη έκπτωση και μπόρεσε να αγοράσει την Οδύσσεια τουΚαζαντζάκη. Ένα
όνειρό τους ήταν μαζί να γίνουν καθηγητές σε αμερικανικό πανεπιστήμιο κι εκεί να ζήσουν,
να γράψουν το μεγάλο μυθιστόρημα, να ταξιδέψουν και να ερωτευτούν.

Όμως ο Πολύβιος ήταν ταυτόχρονα πολύ προσγειωμένος. Οι περισσότεροι συγγραφείς, έλεγε,
είναι γιοι γαιοκτημόνων και βιομηχάνων με λυμένο το οικονομικό τους πρόβλημα. Κι έχουν
την πολυτέλεια να κάνουν το κέφι τους, να ομφαλοσκοπούν και να κυνηγάνε ανεμόμυλους. Η
λογοτεχνία είναι ένας αντικατοπτρισμός για να ξεγελάσουν τους ικανούς και να τους
απομακρύνουν από τον πραγματικό κόσμο της παραγωγής και της εξουσίας. Ή γράφεις για
τη ζωή ή τη ζεις, τον προκαλούσε. Αποφάσισε. Μην μου πεις, και τα δύο, πρόσθετε και
γελούσε. Και μην αφήσεις να σε κατασπαράξουν σ’ αυτή την επαρχία των διεφθαρμένων. Για
ποιους θα γράψεις; Και πώς θα γράψεις αν δεν ταξιδέψεις; Πάμε να φύγουμε, πάμε ν’
ανακαλύψουμε έναν καινούριο κόσμο. Κι αν γράψουμε, να γράψουμε σε μια παγκόσμια
γλώσσα.

Έχεις δίκαιο, παραδεχόταν με σκυμμένο κεφάλι ο Φόρος. Κι έπεφτε σε μελαγχολία. Όπως όμως
του είχε γράψει κάποτε ο Πολύβιος, η λογική ήταν ένα καρυδότσουφλο στη φουρτουνιασμένη
θάλασσα των συναισθημάτων του. Κι αρνήθηκε την προσφορά του. Με τον ίδιο τρόπο που
είχε πει όχι πριν λίγους μήνες όταν, με μοναδικό όρο να μην απουσιάζει αδικαιολόγητα από
τα μαθήματα, του είχαν προσφέρει από το σχολείο την υποτροφία που ποτέ του δεν είχε
ζητήσει. Δεν μπορούσε να φανταστεί τότε πόσο ακριβά θα πλήρωνε τις δύο αυτές αρνήσεις.

Έτσι λοιπόν έφτασε ο καιρός να αποφοιτήσουν και πήρε ο Πολύβιος το πρώτο βραβείο στην
ποίηση και πήρε ο Φόρος το πρώτο βραβείο στην πεζογραφία. Έτσι ήρθε το μεθυστικό και
τελευταίο εκείνο καλοκαίρι των διακοπών στην Αγία Τριάδα. Μαζί του έφυγαν με τραίνο οι
άλλοι τρεις για το Παρίσι κι από τη Χάβρη μετά με πλοίο για τα πανεπιστήμια της Αμερικής.
Ο Φόρος πέρασε στην Νομική, προσλήφθηκε στην τράπεζα, ήταν κι ερωτευμένος. Και διάβαζε
τα γράμματα του Πολύβιου από τις ξένες χώρες, ακόμα αταξίδευτος.

Τώρα αρχίζει η ζωή σου, του είχα πει από το σπίτι, και άρχισε και ο ίδιος να το πιστεύει. Δεν
άργησε όμως να διαπιστώσει πόσο δίκαιο είχαν στις συζητήσεις τους στον πίσω εξώστη του
τραμ. Διαπίστωσε λοιπόν πως η ζωή του άρχιζε σε ένα τοπίο εντελώς αντεστραμμένο.
Όλα όσα είχαν διδαχτεί, όλα όσα είχα πιστέψει, δεν είχαν τώρα καμία αξία. Ο έπαινος ανήκε
πλέον στο καρφί και η ανταμοιβή στο γλείφτη. Μπροστά στην τράπεζα, το σχολείο ήταν ένας
παράδεισος, μπροστά στον διευθυντή της, ο πρόεδρος του σχολείου έμοιαζε όχι με
ιεραπόστολο αλλά με γνήσιο άγιο.

Κάποιος όμως τους είχε προειδοποιήσει. Ήταν εκείνος ο γενναίος Μιχαλόπουλος, ο φιλόλογος
του πέμπτου και δικός τους καθηγητής της λογικής, άνθρωπος που αγαπούσε και τιμούσε την
αλήθεια. Που, όταν αργότερα συναντήθηκαν τυχαία στον δρόμο, τον ρώτησε σαν να μην
μπορούσε να το πιστέψει, ακόμα στην τράπεζα είσαι; Τι κάθεσαι, να φύγεις αμέσως, αυτός
είναι τάφος κεκονιαμένος.

Ενώ λοιπόν οι άλλοι τρεις συνέχιζαν τις σπουδές τους, αυτός εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο,
διέκοψε την αναβολή του και έφυγε στον στρατό. Λίγο μετά το τέλος της θητείας του,
παραιτήθηκε από την τράπεζα. Μαζί με τις σπουδές εκείνες, χάθηκε και η πρώτη του αγάπη.
Τότε ήταν που τελείωσε οριστικά μια ηλικία και μια εποχή ολόκληρη. Όχι όμως πως άλλαξαν
ζωή, όπως έλεγε ο ποιητής. Έγιναν τελικά και οι τέσσερις αυτό που επέλεξαν, αυτό που
άξιζαν κι αυτό που ήταν προορισμένοι να γίνουν.

Κάθεται λοιπόν ο Κουνουπίδας, ασφαλιστικός σύμβουλος και σύμβουλος επενδύσεων στη Νέα
Υόρκη, κάθεται ο Χοντρός που δημιούργησε και διευθύνει δυο-τρεις εταιρίες στο κέντρο της
Θεσσαλονίκης, κάθεται ο Πολύβιος που διευθύνει άλλες τόσες επιχειρήσεις στον κέντρο της
Αθήνας. Κάθεται και ο Φόρος που διευθύνει τα λουλούδια του και τα χαρτιά του στις παρυφές
της πόλης. Ο καθένας προσπαθώντας να ξεγελάσει τη δική του μοναξιά. Και φέρνουν κάποιες
στιγμές και οι τέσσερις στο νου τους την εποχή που είχαν εκείνο το τίποτα που ήταν τα
πάντα. Σκέφτονται την παρέα και το τραμάκι στις γειτονιές που δεν υπάρχουν πια. Να
ξεπροβάλλει πάμφωτο με το καμπανάκι του μέσα στη νύχτα ή την ομίχλη, μια μουσική πάνω
στις ράγες, μια βεβαιότητα και μια ελπίδα, ένα ταξίδι ατέλειωτο. Το τελευταίο τραμ της
εφηβείας τους και της ζωής τους.