Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Αναζητώντας τα ουράνια σώματα

Φαίνεται πως κάπως έτσι ταίριαζε το πρόγραμμα. Μια ώρα ελεύθερη οι από εδώ, μια ώρα
ελεύθερη οι από κει, μαζί και οι δύο τάξεις στη βιβλιοθήκη. Έχουν πολλά μαθήματα και
πρέπει να διαβάσουν, δεν έχουμε άλλο χώρο. Βεβαίως και δεν επρόκειτο για φαεινή ιδέα,
αφού εμφανώς κανείς δεν είχε ιδέα. Δεν είχαν ιδέα από τα ανώτερα εκείνα μαθηματικά
που είχαν παραλείψει από τη διδακτέα ύλη ο επιβλητικός Παπαδημητρίου και ο λιτός και
χαμηλόφωνος Μποτσάκης. Τα μαθηματικά που με μεγαλοφυή απλότητα προσθέτουν
οκτώ με δέκα χρόνια στα δεκατέσσερα των αγοριών για να τα εξισώσουν με τα δεκαέξι
των κοριτσιών. Κι αφού κανείς δεν είχε ιδέα από μαθηματικά, ανώτερα ή στοιχειώδη,
πώς να μην μπει η φωτιά πλάι στη βενζίνη ή έστω στα προσανάμματα;

Με τέτοια πηγαία κι αυθόρμητη λοιπόν αδιαφορία ρυθμίστηκαν τα πράγματα και κατά
τις δέκα την Τετάρτη τα αγόρια είχαν θρονιαστεί γύρω από τα τραπέζια, οι συνήθως
καθυστερημένοι τώρα πρώτοι για τις προνομιούχες θέσεις. Είχαν ανοίξει τετράδια και
βιβλία και, κάτω από το αυστηρό βλέμμα της βιβλιοθηκαρίου Θεανώς, μελετούσαν με
ελαφρά προσήλωση και απόλυτη αδημονία. Μελετούσαν πόσα λεπτά ακόμη θα έκαναν τα
κορίτσια για να καλύψουν την απόσταση απ’ το θηλέων στο αρρένων. Κι όταν απ’ το
δρομάκι κάτω άρχισαν ν’ ακούγονται ομιλίες, οι ήχοι από τα πόδια στο χαλίκι και κάπου-
κάπου ένα πνιχτό γελάκι, ε, τότε βεβαιώθηκαν ότι θα μάθαιναν το μάθημα καλύτερα.

Κάποια στιγμή, το ανάλαφρο βουητό ανέβηκε τις σκάλες, πλησίασε κι έγινε πιο δυνατό,
και τέλος άνοιξε η βαριά πόρτα της βιβλιοθήκης και άρχισαν να μπαίνουν και να
μπαίνουν και να μπαίνουν. Να μπαίνει μια γοητευτική ψηλή μελαχρινή, γεμάτη και με
σαρκώδη χείλη, να μπαίνει μια λεπτή ξανθιά με εκπληκτικής αρμονίας χαρακτηριστικά,
να μπαίνει και μια κούκλα καστανή, να μπαίνουν κι άλλες κι άλλες κι άλλες. Να μπαίνει η
Κ., να μπαίνει η Δ., να μπαίνει η Μ. Οι δύο τελευταίες ήταν μεγαλύτερες αδελφές
συμμαθητών, γεγονός που προκαλούσε υπονοούμενα, πειράγματα και μικροκαβγάδες και
που καταχωρείται βέβαια ως συμπτωματικό και παντελώς αδιάφορο.

Να μπαίνουν καλοχτενισμένες, να μπαίνουν παρφουμαρισμένες, να μπαίνουν στην
εντέλεια ντυμένες. Να εισβάλουν με τα χείλη και τα μάτια τους, με τις ανάλαφρες και
κάποτε έντονες καμπύλες τους, όχι σαν μαμάδες, σαν αδερφές, σαν κοριτσάκια της
γειτονιάς και σαν συμμαθήτριες. Να μπαίνουν στο καθημερινό γκρίζο σαν σκηνές από
έγχρωμο έργο, μεθυστικές σαν όνειρο και σαν γυναίκες. Να εισβάλουν κατευθείαν στη
πρώτη εφηβεία των αγοριών με τα σπυράκια ανάμεσα σε αραιά γένια, με τα
τσαλακωμένα ακόμη μαλλιά από τον ύπνο ή πατημένα απ’ τον φιλέ με τη γραμμή στον
σβέρκο, με τα σακουλιασμένα παντελόνια, με τα γδαρμένα παπούτσια και γόνατα.

Η Κ. έκανε μια χαριτωμένη και παρατεταμένη κίνηση και αφαιρούσε το μαντώ, σίγουρα
χνουδωτό και αφάνταστα απαλό, το απίθωνε ανάλαφρα πάνω το τραπέζι. Με μια εξίσου
χαριτωμένη κίνηση, η Δ. εναπέθετε την τσάντα της κι ετοιμαζόταν νωχελικά να την
ανοίξει. Και με μιαν άλλη εκδοχή της χάρης, η Μ. έφερνε τα μαλλιά της από τα αριστερά
στα δεξιά, κίνηση που προφανώς τη βοηθούσε να βρει τη σωστή σελίδα στο βιβλίο της.
Μια τέταρτη στις μύτες των ποδιών της τεντωνόταν ελαφρά γιατί δεν έφτανε το λεξικό
στο ράφι και μια πέμπτη λύγιζε τα γόνατα για να πιάσει από κάτω το μαντίλι της.

Τώρα, πώς σταύρωναν τα πόδια κομψά μα και σεμνά, πώς κάθονταν και πώς
σηκώνονταν, πώς χαμηλόφωνα τιτίβιζαν, πώς διάβαζαν το μάθημα της άλλης ώρας και
κρατούσαν σημειώσεις, και πώς τα έκαναν όλα αυτά και άλλα τόσα χωρίς ποτέ το βλέμμα
τους να ανακαλύψει, χωρίς για ένα δευτερόλεπτο να σταματήσει, έστω από περιέργεια,
σε μια ολόκληρη τάξη αγοριών τριγύρω, πώς να το καταλάβει ένα αγόρι; Θα πρέπει να
έχει ένα ταλέντο και μια ικανότητα αντίστοιχη με τη μπάλα ή τις γκαζιές που ή τις ξέρεις
ή δεν τις ξέρεις.

Η επιστήμη κάποτε υποστήριζε ότι το φως ταξιδεύει σε ευθεία γραμμή. Αργότερα
ανακάλυψε ότι η έλξη των ουρανίων σωμάτων τού επιβάλλει την καμπυλότητα και ότι
ευθεία γραμμή στο σύμπαν δεν υπάρχει. Όταν το πρώτο σούσουρο και η αναταραχή
είχαν καταλαγιάσει, και με τις αναπόφευκτες παρατηρήσεις και προτροπές από τη
Θεανώ, όταν τα μολύβια και τα τετράδια είχαν πάψει να πέφτουν και να ξαναπέφτουν
κάτω, η κατάσταση έπαιρνε μια βαθύτερα δραματική και κωμική διάσταση και οι έφηβοι
καταργούσαν όλα τα αξιώματα και τους μέχρι τότε γνωστούς νόμους της αστροφυσικής.

Με χωμένο το κεφάλι στα χέρια τους ή στα βιβλία, άφηναν το φως από τα μάτια τους να
διαπεράσει σαν βούτυρο τοίχους, κολώνες, ράφια και τραπέζια και οποιοδήποτε άλλο
ασήμαντο υλικό εμπόδιο και άλλοτε να ακολουθήσει τεθλασμένες, διακεκομμένες,
κυματικές και ασυνεχείς, παράδοξες και λογικά αδύνατες διαδρομές σε αναζήτηση
πάντοτε των ουρανίων σωμάτων. Των ουρανίων σωμάτων που ανήκαν σε άλλο γαλαξία
και που εξέπεμπαν το δικό τους εκτυφλωτικό φως και αγνοούσαν αυτούς τους
ετερόφωτους και εντελώς δευτερεύοντες πλανήτες.

Η μάταιη αναζήτηση, το μαρτύριο, και η απόλυτη αδιαφορία για τα πιθανά μηδενικά στα
μαθήματα των επόμενων ωρών, ακόμη και για τους σπασίκλες, διαρκούσαν περίπου μισή
ώρα. Γιατί τα κορίτσια έπρεπε εγκαίρως να ετοιμαστούν για να επιστρέψουν στο δικό
τους σχολείο. Ίσως και για να αποφύγουν τους μεγαλύτερους στο διάλειμμα, για τους
οποίους μπορεί και να μην ήταν τόσο ασυγκίνητα.

Οι σπασμωδικές κινήσεις ήταν αναπόφευκτες όπως και οι επικλήσεις. Τα χαμηλόφωνα
επιφωνήματα επιτρέπονταν, το απλανές βλέμμα που παρακολουθούσε τις μύγες και το
άπειρο στο ταβάνι, έξω από το παράθυρο, και μέσα στα ακατανόητα σύμβολα των
βιβλίων, ήταν ρουτίνα. Το ήθος όμως της τάξης και εκκολαπτόμενος ανδρισμός
απαγόρευαν διά ροπάλου τους αναστεναγμούς. Αυτοί μπορούσαν να περιμένουν για
αργότερα και μακριά από το γιούχα της παρέας.

Έμενε τώρα να διαπιστώσουν πώς φοράει η Κ. το μαντώ που είχε βγάλει, πώς βάζει με τα
δακτυλάκια της η Δ. στην τσάντα τα βιβλία και πώς σηκώνεται μαζί με τα αιθέρια μαλλιά
της και κάνει τα πρώτα βήματα η Μ. Και πώς κατορθώνουν, μόλις δίνεται το σύνθημα, να
αποχωρήσουν αιωρούμενες δέκα πόντους πάνω από το πάτωμα. Να αποχωρήσουν και
να διαλυθούν σαν οπτασίες και να αφήσουν αφόρητα άδεια τη βιβλιοθήκη. Έμενε να
περιμένουν, ακόμα ημιλιπόθυμοι και τώρα μόνοι, να αντηχήσει το λυτρωτικό κουδούνι
για να μιλήσουν, να φωνάξουν, να τρέξουν και να εμπλακούν πάλι στα παιχνίδια, να
θυμηθούν το διάβασμα και τον φόβο των καθηγητών. Και τελευταία, κάπου βαθιά
κρυμμένη κι ανομολόγητη, έμενε η προσμονή να περάσει μια ατέλειωτη ανιαρή εβδομάδα
και να ξανάρθει η Τετάρτη της βιβλιοθήκης.

6 σχόλια:

IZA είπε...

Οι παγκόσμιοι νόμοι της ερωτικής έλξης των ουράνιων σωμάτων, όμόρφαιναν την καθημερινότητα των γυμνασιακών μας χρόνων κι έκαναν πιο υποφερτή τη σκληρή σχολική πραγματικότητα. Σήμερα έχουμε φιλτράρει εκείνη την εποχή από τα άσχημά της κι έχουμε κρατήσει αυτή την υπέροχη αίσθηση ερωτισμού των εφηβικών μας χρόνων.

Poet είπε...

Και πάλι συνοψίζεις με θαυμάσιο τρόπο, ΙΖΑ.

Σήμερα αναζητούμε απελπισμένα την αθωότητα της εποχής εκείνης και την αίσθηση της ανακάλυψης του κόσμου. Αυτή η λαχτάρα είναι που κάνει τη μνήμη έναν ακαταμάχητο εξωραϊστικό όμιλο.

Καλό νέο χάραμα.

fotini είπε...

γεμισα εικονες
γεμισα προσμονη
γεμισα λαχταρα
γεμισα .....
απο οτι η σημερινη
νεολαια εχει μεινει
αδεια


την καλησπερα μου

Poet είπε...

Καλησπέρα, Φωτεινή.

Τι νόημα έχει η ζωή χωρίς αυτή τη λαχτάρα; Χωρίς την προσμονή, το πάθος, τον έρωτα που είναι η πηγή κάθε μορφής δημιουργίας;

Το ακούω συχνά αυτό για τη νεολαία. Έκανα μια βόλτα απόψε στο κέντρο και είδα πάλι πανέμορφα κορίτσια κι αγόρια, μια καταπληκτική γενιά. Γι' αυτό δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι τα παιδιά έχουν μείνει άδεια. Άδεια από το πάθος που συγκλόνιζε εμάς και συνεχίζει πάντα να μας συγκλονίζει. Ας ελπίσουμε ότι θα βρουν τον δρόμο τους, τη φλόγα και τη χαρά της ζωής.

fotini είπε...

ειναι πανεμορφα παιδια, προικισμενα μα ... ατυχα

δεν κοινωνησαν εποχες οπου το βλεμμα πετουσε σπιθες και επλαθε ονειρα
λιγες οι εξαιρεσεις
δεν ξερουν να ονειρευονται πιασμενοι απο τη χρυση κλωστη της προσμονης.

δε φταινε τα παιδια
φταινε τα κοινωνικα προτυπα που βιαστικαν να κανουν τραχια τα ονειρα τους
φταιει η τεχνολογια που μαζι της μπουσουλησαν τα πρωτα βηματα
φταιει η ποσοτητα κ οχι η ποιοτητα, η ταχυτητα , γνωρισματα ολα της δικης μας εποχης

δεν φταινε τα παιδια
ειναι απλως ατυχα

Poet είπε...

Μάλλον δίκαιο έχεις, κορίτσι των βιβλίων. Τι ειρωνεία όμως κι αυτή! Τα παιδιά των πολέμων και της στέρησης να έχουν ζήσει μια ζωή πλούσια στο κάθετι και τα παιδιά της ειρήνης και του πλούτου να είναι τόσο στερημένα.

Σήμερα όμως έχει μια υπέροχη φθινοπωρινή λιακάδα και μπορούμε ίσως να ξεχάσουμε ότι η ζωή όλα τα ειρωνεύεται και όλα τα εμπαίζει.

Μια φιλική καλημέρα.