Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Μια σοφίτα στο νησί των θησαυρών (β' μέρος)


Ο επόμενος Δεκέμβριος ήταν μήνας γεγονότων και εξελίξεων. Πρώτα μας έδωσε ελπίδες το
αδέξιο βασιλικό αντιπραξικόπημα που οι βρετανικές εφημερίδες ανήγγειλαν με πηχυαίους
τίτλους. Ύστερα, τα γραφεία μας μεταφέρθηκαν στους δίδυμους πύργους ενός
πολυτελέστατου κτιρίου, πλάι στον σταθμό του Νάιτσμπριτζ, δυο βήματα από το Χάιντ Παρκ
και τα πανάκριβα καταστήματα του Δυτικού Λονδίνου. Κι εμείς γνωρίσαμε τυχαία τον
Παύλο και τη Μόλυ που μας βρήκαν μια σχετικά φτηνή σοφίτα στο Ρέιβενσκορτ Παρκ, σε
ανάμικτα μικροαστική και λαϊκή γειτονιά και σπίτι ιρλανδέζικο οικογενειακό. Ήταν πιο
μακριά από την εταιρία αλλά πιο κοντά στους καινούριους φίλους μας και, επιπλέον, πιο
άνετη και καθαρή.

Τέλος, μετά ένα τρίμηνο κοινής ζωής στη Θεσσαλονίκη, ένα χρόνο στην Αθήνα κι άλλους δυο
μήνες στο Λονδίνο, η ανάγκη μας έπεισε να παντρευτούμε. Εγώ είχα άδεια εργασίας και
παραμονής που θα την ανανέωνε η εταιρία, ενώ η Σοφία μια απλή τουριστική βίζα που
είχαμε ήδη δυσκολευτεί να παρατείνουμε.

Ένα πρωί λοιπόν, μπροστά στον ψηλό, ξερακιανό και ξανθουλό έως ασπρομάλλη ληξίαρχο
του Κένζινγκτον, άψογα ενδεδυμένο και με το λευκό γαρύφαλλο στο πέτο, εκεί που
παντρεύονται αριστοκράτες και μεγιστάνες, διάσημοι ηθοποιοί και τραγουδιστές,
εμφανιστήκαμε με τα καθημερινά μας ρούχα κι εμείς οι ασήμαντοι κι εκπατρισμένοι με
μάρτυρες τον Μύρωνα και τη Ντίνα. Μετρήσαμε τα προβλεπόμενα δεκατέσσερα σελίνια και
τρεις πένες, στηθήκαμε σοβαροί απέναντι στο γεμάτο συγκαταβατική κατανόηση και
απειροελάχιστη τρυφερότητα βλέμμα του και, πρώτος εγώ, επανέλαβα τις φράσεις που έλεγε.


Ήταν τα πανηγυρικά ρήματα, απαραίτητο μέρος της όλης τελετής, που έπρεπε να απαγγείλει
ο καθένας για τον εαυτό του. Όταν ο ληξίαρχος στράφηκε στη Σοφία, εκείνη ήδη με τραβούσε
απ’ το μανίκι και μου ψιθύριζε απεγνωσμένα, τι θα κάνω, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Λέγε
ό, τι ακούς, της είπα. Κι εκείνη συγκεντρώθηκε σε σημείο να την πονάει αργότερα το κεφάλι
της και προσπάθησε να μιμηθεί τους ήχους που έβγαζα ο μακρινός απόγονος των γερμανικών
φύλων απ’ το λαρύγγι του και ολίγον από το στόμα του.

Μετά το πέρας της τελετής και ενώ δεχόμασταν τα καθιερωμένα συγχαρητήρια, η Ντίνα
ρώτησε με απορία, γιατί έλεγες, καλέ, ότι δεν ξέρεις αγγλικά. Κι εκείνη μάταια επέμενε ότι
πράγματι δεν ήξερε. Δέχτηκε όμως πρόθυμα ότι ίσχυαν για την υπόλοιπη ζωή μας οι όρκοι
και οι υποσχέσεις που με επαγγελματική επάρκεια σε λίγο της μετέφρασα.

Ήταν όμως ώρα να αναχωρήσουμε για το προγραμματισμένο γαμήλιο ταξίδι μας. Αγοράσαμε
σάντουιτς και κατευθυνθήκαμε στο Χάιντ Παρκ και τον Σέρπεντάιν λίγο παρακάτω, όπου οι
πάπιες βεβαίως έλαβαν αμέσως το μερίδιό τους και έβγαλαν οξύτερες και ελαφρά πιο
ακατάληπτες κραυγές ευχαριστίας. Η Σοφία φόρεσε για αρκετά χρόνια το νυφικό της
φόρεμα, μπορντό με εκρού ρίγες, που είχε αγοράσει μιάμιση λίρα από τις εκπτώσεις της
Όξφορντ Στρητ.

Η σοφίτα μας, στο τρίτο όροφο του εργατόσπιτου με εσωτερική σκάλα, είχε δύο μικρούς
χώρους, την κουζίνα που αποτελούσε και καθιστικό ή αντιστρόφως, και το υπνοδωμάτιο. Το
πάτωμα ήταν στρωμένα με φθαρμένη λινάτσα, το κρεβάτι έτριζε επικίνδυνα, το στρώμα
ήταν χιλιομπαλωμένο, η ντουλάπα προκατακλυσμιαία σε χρώμα βαθύ καφέ. Βάλαμε
μαξιλαράκια στις πολυθρόνες, κολλήσαμε φωτογραφίες στους τοίχους, χώσαμε κουρελάκια
στις χαραμάδες. Στο ράφι πάνω από τζάκι του γκαζιού, τοποθετήσαμε διακοσμητικά, ένα
ξυπνητήρι, τα άπαντα του Σέικσπηρ και την ιστορία του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου.

Απ’ το παράθυρο, βλέπαμε τη μία γκρίζα στέγη πίσω απ’ την άλλη, ρούχα κρεμασμένα στο
σχοινί, καμιά φορά μια λυγερή αφρικάνα ή φτωχικά δωμάτια με σκυθρωπούς ανθρώπους. Το
ταβάνι της σοφίτας ήταν επικλινές και μου υπενθύμιζε άκομψα τα μειονεκτήματα του ύψους
μου, όταν ξεχνιόμουν και πλησίαζα όρθιος στις άκρες. Στο υπνοδωμάτιο, που είχε την πιο
κακόγουστη χάρτινη ταπετσαρία, μπαίναμε μόνο για ύπνο και αφού η Σοφία είχε ανάψει για
ένα τέταρτο το γκάζι, έτσι για να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι έφευγε κάπως η υγρασία. Το
κρύο και το βαθύ κρεβάτι που βαθούλωνε και μας τραβούσε προς το κέντρο ήταν δύο ακόμη
λόγοι για να κοιμόμαστε αγκαλιά.

Στον μεσαίο όροφο έμεναν οι γονείς της σπιτονοικοκυράς μας, η γριά φωνακλού και τσαούσα
κι ο γέρος φιλοσοφημένα αθόρυβος, και στο ισόγειο εκείνη με τον άντρα της, διακριτικό όπως
ο πεθερός του. Στο κεφαλόσκαλο ήταν το μπάνιο και το μοναχικό δωμάτιο, όπου θα
φιλοξενούσαμε τους επισκέπτες μας από την Ελλάδα. Το νοίκιαζε προσωρινά ένα από εκείνα
τα κορίτσια που επιμένουν να κατοχυρώσουν το δικαίωμά τους στη δυστυχία. Δηλαδή, μια
ανύπαντρη μητέρα που ζούσε με τα κοινωνικά επιδόματα.

Η φτώχεια και ίσως η αίσθηση της αδικίας την έκαναν να βουτήξει λεφτά της Πιου κι άλλοτε
δικούς μας φακέλους, που περιείχαν ταχυδρομικές επιταγές για μικροποσά από τις ιδιωτικές
εταιρίες του Προ-Πο. Εγώ έφταιγα, παραδέχτηκε η νοικοκυρά, που ξέχασα το πορτοφόλι
επάνω στο τραπέζι. Φρόντισε μάλιστα να μας αποζημιώσει, αγοράζοντας μας ένα πορτοκαλί
αρκουδάκι από κατάστημα της κεντρικής οδού.

Ο τελευταίος και ασύγκριτα πιο δημοφιλής κάτοικος του σπιτιού ήταν ο Ντίνγκι, ένα κουβάρι
με λαμπερά μάτια πίσω από τις τούφες των μαλλιών του. Η κυρά του τον είχε παραπαχύνει,
συχνά ταϊζοντάς τον φράουλες σαντιγί. Όταν άκουγε το κλειδί μου στην εξώπορτα, έτρεχε
ξεσπώντας σε άγρια και ύστερα σε χαρούμενα γαυγίσματα και, μόλις άνοιγα, έπεφτε
ανάσκελα, ακόμη κουνώντας την ουρά του και περιμένοντας το, γκουντ μπόι, και ιδίως τα
χάδια στην άσπρη του κοιλιά. Όταν όμως επιχειρούσε να με ακολουθήσει, το βάρος του τον
πρόδιδε και κατρακυλούσε κάτω από το πέμπτο ή έκτο σκαλοπάτι.

Ο νομοθέτης και απόλυτος άρχοντας του σπιτιού ήταν βεβαίως η κυρία Πιου, μια μεσήλικη
τροφαντή Ιρλανδέζα με ανόθευτη την τρέλα της καταγωγής της. Δεύτερη ένδειξη της
εντιμότητάς της ήταν ότι μας επέστρεφε κάθε τόσο μια μικρή στοίβα κέρματα, τη διαφορά
από τον λογαριασμό που πλήρωνε στον εισπράκτορα του γκαζιού. Όταν όμως ήρθε από την
Ελλάδα και μας επισκέφτηκα ένα απόγευμα η Σμάρω, δεν την άφησε να κοιμηθεί πρόχειρα
στη σοφίτα και αναγκαστήκαμε να βγούμε μέσα στη νύχτα και να ψάχνουμε τη φωτεινή
επιγραφή κάποιας πανσιόν.

Οι απαράβατοι κανονισμοί της προέβλεπαν επίσης να κρατάει αποκλειστικά για τους
επισκέπτες, ωραία επιπλωμένο και πεντακάθαρο, το μεγάλο μπροστινό δωμάτιο που έβλεπε
στο ισχνό προκήπιο, κι εκείνη να ξαπλώνει στη κουζίνα πίσω, να επιτίθεται σε μια σακούλα
σοκολατάκια απ’ το ψιλικατζίδικο της γωνίας και να αποχαυνώνεται στην τηλεόραση.

Η καθημερινή ρουτίνα ήταν να ξυπνάω κατά τις επτάμιση και, μετά ένα γενναίο πρωινό,
χωρίς όμως το σπυριάρικο μπέικον, τα αυγά και τα λουκάνικα που καταβρόχθιζαν οι
ιθαγενείς, να φεύγω για το γραφείο, στις οκτώ και τέταρτο, μέσα στη συννεφιά, την ψιχάλα
και το μισοσκόταδο. Σήκωνα την Γκάρντιαν από το χαλάκι της εισόδου και ακολουθούσα το
δεξί πεζοδρόμιο για να βγω στον κεντρικό δρόμο και στον υπέργειο σταθμό του υπογείου.
Ήταν η ώρα που έκανε την εμφάνισή του και ο ταχυδρόμος της γειτονιάς, ένας γέρο-Τομ με
τον φουσκωμένο σάκο της αλληλογραφίας στην πλάτη.

Ο γέρο-Τομ δεν μπορούσε να υστερήσει σε ιδιορρυθμία. Για να διαψεύσει την παράδοση που
επέμενε ότι οι σκύλοι των σπιτιών δαγκώνουν τους ταχυδρόμους, έσερνε μαζί του ένα
θεόρατο γκριζόμαυρο μούργο, που ίσως ήταν ο μοναδικός σκύλος ακαθόριστης καταγωγής
στην περιοχή. Μάλιστα, ένα πρωινό, ενώ βάδιζα ειρηνικά στο πεζοδρόμιο, είδα το θεριό να
γρυλλίζει ολοένα και πιο αγριεμένο καθώς, ακολουθώντας πειθήνια το αφεντικό του, είχε
εγκλωβιστεί σ’ ένα προαύλιο απ’ το κλειστό πορτάκι και μάταια προσπαθούσε να ανοίξει
σπρώχνοντάς το με το στήθος. Ζύγισα την κατάσταση με μια ματιά και κατάλαβα ότι
σύντομα το πορτάκι θα άνοιγε στην επαναφορά και ο σκύλος θα αμολιόταν στον δρόμο.
Τάχυνα λοιπόν το βήμα μου, μην ξέροντας τι άλλο θα μπορούσα να κάνω.

Η πρόβλεψή μου δεν άργησε να επαληθευτεί και είδα να έρχεται καταπόδι μου το τέρας με
μεγάλα άλματα και ιδιαίτερα απειλητικές διαθέσεις. Άρχισα κι εγώ να τρέχω ενώ με κυρίευε
ο πανικός και ο σκύλος με πρόλαβε στο μικρό ανοίχτωμα κοντά στην παμπ, όπου υπήρχε κι
ένας σιδερένιος στύλος, στον οποίο έδεναν παλιά οι αμαξάδες τ’ άλογα. Όρμησε να με
αρπάξει φανερώνοντας τα φοβερά του δόντια κι εγώ τον απέφυγα ενστικτωδώς. Ακολούθησε
μια κωμικοτραγική σκηνή με τον σκύλο να εξαπολύει αλλεπάλληλες επιθέσεις, μάταια
ανοιγοκλείνοντας τις αφρισμένες του μασέλες, κι εγώ να κάνω πιρουέτες γύρω από τον
στύλο και με την βοήθεια της τυλιγμένης εφημερίδας να τον αποκρούω σαν ταυρομάχος της
Ιβηρικής.

Ενώ είχα απαυδήσει και είχα αρχίσει να περνάω στην αντεπίθεση προτείνοντας το χάρτινο
μου ξίφος με εντελώς αβέβαια αποτελέσματα, εμφανίστηκε ξαφνικά ο ταχυδρόμος και μ’ ένα
σφύριγμα τον περιμάζεψε. Στη δικαιολογημένη μου απορία γιατί στα καλά καθούμενα μου
επιτέθηκε, απάντησε φλεγματικά ότι ήταν άτακτο παιδί. Ο σκύλος δέχτηκε να εγκαταλείψει
το θήραμά του, απρόθυμα και μ’ ένα τελευταίο γρύλισμα, το οποίο εξέλαβα ως προειδοποίηση
για προσεχείς και αιματηρές πλέον αναμετρήσεις μας.

Αυτό που δεν είχε καταφέρει τόσον καιρό η καθημερινή βροχή και οι παρακλήσεις της Σοφίας,
το κατάφερε με συνοπτικές διαδικασίες ο Λονδρέζος μούργος. Ήταν πλέον αδύνατον να
κυκλοφορώ άοπλος. Πήγα λοιπόν αμέσως και αγόρασα από τον κεντρικό σταθμό του
Χάμερσμιθ μια μεγάλη μαύρη ομπρέλα με αιχμηρή μύτη και την κουβαλούσα κλειστή ως
γνήσιος Βρετανός υπήκοος για να έχω κάποιο στοιχειώδες μέσο άμυνας στο μέλλον.

Φαίνεται ότι πάντοτε είχα κάτι πάνω μου που μαγνήτιζε, θετικά ή αρνητικά, κάθε εκκεντρικό
και ημιπαράφρονα, άντρα ή γυναίκα αλλά και σκύλο ακόμη, και προκαλούσε απίθανες
σχέσεις, επεισόδια και συμπτώσεις. Με άλλα λόγια, όσο κι αν το ήθελα, ήταν αδύνατον να
ζήσω αυτό που ονομάζεται φυσιολογική ζωή. Κι ακόμη δεν έχω καταλάβει αν πρόκειται για
προνόμιο ή κατάρα.

Στο ίδιο περίπου σημείο έξω από την παμπ της γειτονιάς, όπου μου είχε ορμήσει το αγριόσκυλο
του ταχυδρόμου, εμφανιζόταν μια γλυκύτατη πεντάχρονη κοκκινομάλλα και φακιδομύτα με
τον υπέροχο λαμπραντόρ της οικογένειας. Περνούσε το χεράκι της στην πλάτη του
προστατευτικά, τον χάιδευε, έπαιζε με τ’ αυτιά του και του τραβούσε την ουρά, καμιά φορά
τον καβαλούσε, και ο τριπλάσιος σε μέγεθος σκύλος την ακολουθούσε με απόλυτη αφοσίωση
που αποτελούσε εγγύηση για την ασφάλεια της μικρούλας από κάθε πιθανή απειλή.

Οι σκύλοι είχαν πάρει τα χούγια των αφεντικών τους αλλά διατηρούσαν αλώβητο το βασικό
τους ένστικτο. Ενώ ο προαιώνιος εχθρός τους είχε υποστεί τον έσχατο εξευτελισμό. Τα νύχια
και τα δόντια τα είχε πλέον ως διακόσμηση κι από αιλουροειδές αρπακτικό είχε καταντήσει
ένα τετράπαχο και νωθρό στολίδι του καναπέ με την κορδέλα στον λαιμό. Έβλεπες στις
αυλές και τις πλατείες να κάθονται τα περιστέρια και διάφορα άλλα πουλιά κυριολεκτικά
στη μύτη τους, και οι γάτες να παραμένουν αδιάφορες και αποχαυνωμένες στη νιρβάνα της
κονσέρβας με το έτοιμο φαγητό.

Σκυλιά χρησιμοποιούσε και η αστυνομία, σε ειδικό φορτηγάκι και με εκπαιδευμένο χειριστή,
όπως και αρκετές εταιρίες για τη φύλαξη των εργοστασίων τους. Ιδίως κάτι γκριζόασπρα
αλσατικά με χαμηλή ουρά, που είχαν αστάθμητες αντιδράσεις και ήταν ιδιαίτερα
επικίνδυνα. Αυτά που αρκούσε η παρουσία τους για να μεταβληθούν οι χούλιγκαν των
γηπέδων, με τις αλυσίδες και τα μεταλλικά ελάσματα στις μπότες, σε αποφοίτους της σχολής
καλογραιών. Θα πρέπει να ήταν παράτολμος ο διαρρήκτης που θα αγνοούσε τη
προειδοποιητική πινακίδα και θα έμπαινε σε φυλασσόμενες εγκαταστάσεις. Όπως οι δύο
εκείνοι που κλειδώθηκαν σ’ ένα δωμάτιο, και ενώ τα θηρία έπεφταν μανιασμένα πάνω στην
πόρτα και την γρατσουνούσαν, τηλεφώνησαν ημιθανείς στην αστυνομία να τρέξει γρήγορα
να τους συλλάβει.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Μια σοφίτα στο νησί των θησαυρών (α' μέρος)



Από την Ελλάδα των Ελλήνων και των Χριστιανών, φτάσαμε στην εκλεπτυσμένη,
πολύχρωμη και πολυφυλετική μαγεία του Δυτικού Λονδίνου. Μετά δυόμιση κουραστικά
ημερονύκτια στο τραίνο, σ’ άλλο τραίνο, στο πλοίο και σε τρίτο τραίνο. Από την πρώτη
στιγμή που πατήσαμε στο πόδι μας στο βορεινό νησί της υγρασίας, μας γοήτευσε το
καταπράσινο τοπίο τριγύρω και τα κουκλόσπιτα στους λόφους που λες και είχαν ξεπηδήσει
από τετράδιο ιχνογραφίας του δημοτικού. Στον πασίγνωστο σιδηροδρομικό σταθμό Βικτώρια
, έναν από τους έξι-εφτά της πόλης, μας περίμενε παραζαλισμένους ο Μύρων για να μας
εγκαταστήσει προσωρινά σ’ ένα μικρό κυπριακό ξενοδοχείο, να μας οδηγήσει στην εταιρία
και να μας κατατοπίσει για τα εντελώς στοιχειώδη της καθημερινής ζωής.

Στο τέλος της δεκαετίας του εξήντα, το Λονδίνο είχε πάψει πια να είναι πρωτεύουσα μιας
αυτοκρατορίας. Και είχε γίνει πρωτεύουσα των ωραίων κοριτσιών που αναδείκνυε μια μόδα
εκτυφλωτική, συναρπαστική κι ανθρώπινη, πρωτεύουσα των μουσικών συγκροτημάτων,
πρωτεύουσα του θεάτρου με τους κορυφαίους συγγραφείς, σκηνοθέτες και ηθοποιούς, και τη
μεγαλύτερη σύγχρονη παράδοση. Με τις πινακοθήκες και τα μουσεία της, με τα παλάτια, τα
ατέλειωτα πάρκα και τους κήπους, πρωτεύουσα όπου είχαν συσσωρευτεί με κάθε μέσο τα
πλούτη και οι καλλιτεχνικοί θησαυροί από κάθε γωνιά της γης. Πρωτεύουσα μιας χώρας με
άγραφο σύνταγμα και δημοκρατικούς θεσμούς που είχαν εδραιωθεί στην κοινή συνείδηση,
πρωτεύουσα που είχε επιτύχει το ακατόρθωτο. Να είναι ταυτόχρονα χαρούμενη και
μελαγχολική, οικεία και απρόσιτη, ευγενική, ειρωνική και εχθρική, ξενόφοβη αλλά και
καταφύγιο των κατατρεγμένων.

Εμείς ήμασταν νέοι, αόρατοι μέσα στο χάος της ανωνυμίας, με χιλιάδες όνειρα και άδειες
τσέπες. Υπολογίσαμε ότι τα λεφτά μας έφταναν δεν έφταναν να ζήσουμε περίπου ένα μήνα,
έως ότου εισπράξω τον πρώτο μου μισθό. Έπρεπε να μετράμε κυριολεκτικά την κάθε πένα.
Δεν χάσαμε καιρό, απευθυνθήκαμε σε μεσιτικό γραφείο και αμοληθήκαμε με τον υπόγειο, με
κόκκινα και πράσινα λεωφορεία, σε γειτονιές, συνοικίες και προάστια να βρούμε μονιμότερη
και πιο οικονομική κατοικία.

Σαν εξερευνητές καλύπταμε τεράστιες αποστάσεις, από τη μία μυστηριώδη διεύθυνση στην
άλλη κι από τη μία τρώγλη στην επόμενη, από τα βόρεια στα νότια κι από το κέντρο στα
δυτικά και τα δυτικότερα. Όλα τα αχούρια που μας πρόσφεραν είχαν μια απόχρωση μεταξύ
γκρίζου και καφέ. Στο ένα μύριζε το κρεβάτι και τα στρώματα, στο άλλο οι τοίχοι από την
υγρασία, στο τρίτο πιο έντονα η διαρροή από γκάζι. Στα περισσότερα όμως μύριζαν τα
πάντα. Κι όταν καμία φορά φτάναμε λαχανιασμένοι σε ένα σπίτι ελαφρά καλύτερο, σόρι, μας
έλεγε η νοικοκυρά, μόλις το έκλεισε κάποιος άλλος. Αναγκαστήκαμε να βάλουμε μπόλικο
νερό στο κρασί μας και, μετά ατέλειωτες πανάκριβες διαδρομές και απογοητεύσεις, να
μετακομίσουμε σ’ ένα τεράστιο δωμάτιο βικτωριανού μεγάρου στο Ερλς Κορτ, την κοιλάδα
των καγκουρό με μεγάλη παροικία των Αυστραλών.

Το παλιό αρχοντικό, με τις κολώνες αριστερά και δεξιά στην είσοδο και αδιόρατα τα ίχνη του
μεγαλείου, είχε χωριστεί σε μονά και διπλά επιπλωμένα δωμάτια. Πλάι μας έμενε, απ’ τη μια
μεριά, ένας αρειμάνιος Ινδός Σιχ με γενειάδα και ατέλειωτη ποικιλία από τουρμπάνια, κι από
την άλλη, μια νεαρή Αγγλίδα επαρχιώτισσα τυλιγμένη με ηδυπάθεια στη συνθετική γούνα
της. Από πάνω θορυβούσε το αναπόφευκτο αθλητικό ζευγάρι Αυστραλών και από κάτω
επιβίωναν διακριτικά Ινδοί και Πακιστανοί. Στις σκάλες και τους διαδρόμους
κυκλοφορούσαν Λατινοαμερικάνοι και Αφρικανοί και άλλα μυστηριώδη πλάσματα
ακαθόριστης εθνικότητας.

Το κτίριο είχε και μια επιστάτρια που την βλέπαμε μόνον όταν ήταν να εισπράξει το
εβδομαδιαίο ενοίκιο ή να αδειάσει τον μετρητή του γκαζιού. Που ήταν έτσι ρυθμισμένος ώστε
να της αφήνει σημαντικό περίσσευμα απ’ τον επίσημο λογαριασμό, το οποίο μοιραζόταν με
τον υπάλληλο της εταιρίας. Το βρώμικο και θολό τζάμι του μπάνιου είχε και μια ευμεγέθη
τρύπα που καθόλου δεν τη συγκινούσε και αναγκαστήκαμε κάποια μέρα να τη μεγαλώσουμε
αθόρυβα μήπως και φιλοτιμηθεί να το αντικαταστήσει.

Το αποτέλεσμα, παρά τις εκκλήσεις μας, ήταν εκείνη να παραμείνει αδιάφορη κι εμείς να
τουρτουρίζουμε ακόμη περισσότερο μέσα και ιδίως έξω απ’ τη μπανιέρα. Καμιά φορά, απ’ το
σπασμένο τζάμι, ανταλλάσσαμε κλεφτές ματιές με ένα μαυροπούλι που κούρνιαζε στο κλαδί
του πανύψηλου δέντρου και κουνούσε ρυθμικά το κίτρινο ράμφος του με κατανόηση.

Εγώ άρχισα να εργάζομαι και η Σοφία να μαθαίνει αγγλικά. Ήταν φθινόπωρο προχωρημένο
και έφευγα κατά τις εφτά και τέταρτο, κουκουλωμένος με χοντρό παλτό και μάλλινο κασκόλ,
μέσα στην υγρή νύχτα και το αγιάζι, δίπλα σε τετράπαχες γάτες και ξέχειλους
σκουπιδοτενεκέδες. Να κόψω δρόμο από κατασκότεινα στενοσόκακα, να αλλάξω δύο
λεωφορεία και να περπατήσω για τα γραφεία της εταιρίας σ’ ένα παλιό εργοστάσιο στο
Άκτον, όπου στο τμήμα με περίμεναν ο Αμερικανός προϊστάμενός και οι συνάδελφοί μου, ένας
Αυστριακός, ένα Ιρλανδός και μερικοί βέροι Λονδρέζοι, από δέκα ως τριάντα χρόνια
μεγαλύτεροί μου. Και να γυρίσω κατά τις εξήμιση, επάνω και μπροστά στο λεωφορείο για να
έχω θέα, μασουλώντας κάτι λαδιάρικα φιστίκια βουτηγμένα στο αλάτι.

Στο γραφείο σβήναμε το φως στις εννιάμιση το πρωί και το ξανανάβαμε στις τρεις περίπου το
απόγευμα. Κατά τη διακοπή το μεσημέρι, επιχειρούσα τοπικές ανιχνεύσεις και την έβγαζα με
ένα κομμάτι τηγανητό ψάρι της βόρειας θάλασσας και πατάτες, σερβιρισμένα σε εφημερίδα.
Η Σοφία, για να κάνει οικονομία, τυλιγόταν ολημέρα με σκεπάσματα, διάβαζε μόνη της
αγγλικά και με περίμενε για να ρίξουμε τα πολύτιμα κέρματα στον μετρητή του γκαζιού και
στοιχειωδώς να ζεσταθούμε, με τα πόδια πάντοτε μέσα στις κουβέρτες. Τότε τις έλυνα και τις
απορίες για να προχωρήσει στο επόμενο μάθημα.

Όταν περνούσα έξω απ’ το επιβλητικό κτίριο των βρετανικών αερογραμμών και, μέσα σε
πηχτό σκοτάδι, έστριβα από το καγκελόφραχτο παρτέρι της γωνίας, διέκρινα στο βάθος το
μεγάλο μισοφωτισμένο παράθυρο του τρίτου ορόφου και την ξανθιά φατσούλα της να σκύβει
ανήσυχα και ερευνητικά στον δρόμο. Ύστερα να με βλέπει ξαφνικά και να χαμογελάει, να
μου κουνάει το χέρι.

Είμασταν φτωχοί και είμασταν μόνοι. Και έπρεπε να μάθουμε πολλά. Μάθαμε λοιπόν να
ζούμε σαν ξένοι, αφού εδώ και οι γηγενείς ήταν μεταξύ τους ξένοι, και λύσαμε μερικά από τα
ατέλειωτα μυστήρια της μητρόπολης. Μάθαμε τις συμβάσεις της καθημερινής ζωής, να
προφέρουμε το ευχαριστώ σε κάθε φράση, εκ των προτέρων και εκ των υστέρων, να μην
αγγίζουμε κανέναν ακόμη και στο υπόγειο την ώρα της αιχμής. Μάθαμε ότι οι Βρετανοί δεν
είχαν ταυτότητες και οι αστυνομικοί δεν οπλοφορούσαν, μάθαμε ότι στο λεωφορείο
επιτρέπονταν μόνον τέσσερις όρθιοι κι αν έμπαινε πέμπτος ο οδηγός δεν ξεκινούσε, μάθαμε
τις δημόσιες υπηρεσίες που ήταν άριστα οργανωμένες και σε εξυπηρετούσαν ταχύτατα δι’
αλληλογραφίας.

Μάθαμε άπειρες ιδιομορφίες της ίδιας γλώσσας. Πώς την χαϊδεύουν με τα χείλη τους και
ηδονίζονται, αρθρώνοντας τις συλλαβές, τα μέλη της άρχουσας τάξης, πώς την μιλάνε οι
κόκνις, οι βόρειοι και οι Σκωτσέζοι, και πώς οι Ουαλλοί, πώς οι αμέτρητες φυλές που είχαν
συρρεύσει, με βρετανικό διαβατήριο, από τις πρώην αποικίες στη μητρόπολη, πώς οι αστοί
και οι μορφωμένοι και πώς οι εργάτες και οι λαϊκοί. Μάθαμε να καταλαβαίνουμε τους
αινιγματικούς τίτλους των εφημερίδων και τις παραπλανητικές επιγραφές των
καταστημάτων, μάθαμε να μην φοβόμαστε την έντονη μυρωδιά του γκαζιού, μάθαμε την
κοινή μπανιέρα μαζί με ανθρώπους κάθε καταγωγής, εθνικότητας και χρώματος.

Η Σοφία, επιπλέον, έμαθε να ψωνίζει στη λαϊκή αγορά, να τη περνούν για Αγγλίδα και να της
απευθύνουν τον λόγο εγκάρδια έως τη στιγμή που άνοιγε το στόμα της και δεν ήθελαν καν
να ακούσουν την απάντηση. Έμαθε να φτάνει στο ταμείο του σούπερμάρκετ με γεμάτο
καροτσάκι, να κάνει μεταβολή και να αφήνει τα περισσότερα είδη πίσω στα ράφια. Έμαθε
πώς να κάνει δυο σαλάτες με μισό αγγουράκι και τέσσερις μικρές ντομάτες, να μαγειρεύει με
γκάζι σε ένα γλιτσιασμένο τραπεζάκι, να ξοδεύει στη μπανιέρα ένα ολόκληρο κουτί
απορρυπαντικό. Έμαθε και τη σπάνια πολυτέλεια που αποτελούσε ένα ισραηλινό πεπονάκι ή
μια κονσέρβα με γαρίδες.

Έμαθε ακόμη αγγλικά. Πήγε σε φροντιστήριο κι ύστερα στο σχολείο του δήμου κι εγώ για να
τη βοηθήσω της αγόραζα βιβλία που αγαπούσε, όπως τα ποιήματα του Γεφτουσένκο και την
αμετάφραστη Αναφορά στον Γκρέκο, μεταφρασμένη στα αγγλικά. Έμαθε αγγλικά,
ξεκινώντας από το αλφάβητο και πηδώντας τάξεις, και πήρε το προφίσιενσι σε ενάμιση
χρόνο.

Όσο περισσότερα μαθαίναμε, τόσο καλύτερα καταλαβαίναμε πόσα ακόμη έπρεπε να μάθουμε
και πόσα δεν θα μαθαίναμε ποτέ. Γιατί τα γοητευτικά παράδοξα αλλά και τα άλλα δεν είχαν
τελειωμό. Αυτή την ίδια την κολοσσιαία μητρόπολη, ποιός θα μπορούσε να πει ότι την ήξερε;
Οι γνήσιοι Λονδρέζοι, μετά μια ολόκληρη ζωή, γνώριζαν μόνον την παιδική γειτονιά τους και
τις περιοχές όπου έζησαν και εργάστηκαν, τίποτε άλλο.

Οι υπόλοιπες προτεραιότητές μας ήταν να γίνουμε μόνιμοι στις γαλαρίες των θεάτρων, ιδίως
στις απογευματινές παραστάσεις με πάμφθηνο εισιτήριο, των δύο μεγάλων επιδοτούμενων
εταιριών, του Εθνικού και του Σέιξπηρικού Θεάτρου. Και να αφιερώνουμε τα
Σαββατοκύριακα για να γυρίσουμε τα αξιοθέατα, μέσα στην πόλη, στα περίχωρα και στη
νότια Αγγλία. Τα διάφορα μουσεία κόντεψαν να μας εξοντώσουν αφού αρχίζαμε να
βλέπουμε με άνεση τα εκθέματα και αργότερα αναγκαζόμασταν να επιταχύνουμε το ρυθμό
μας. Κι εκεί που νομίζαμε ότι είχαμε τελειώσει, νέες τεράστιες αίθουσες απλώνονταν μπροστά
μας.

Ήταν μαγεία να περπατάς πάνω σε ξερά φύλλα στους δρόμους του Λονδίνου, να χάνεσαι και
να ανακαλύπτεις, να ανακαλύπτεις και να χάνεσαι στο άγνωστο, μέσα σε χίλια χρώματα. Κι
από τις δυο πλευρές κατά μήκος του Τάμεση, στις περιοχές της αριστοκρατίας, στις
φτωχογειτονιές που εναλλάσσονταν με τα πλουσιόσπιτα, στις πράσινες και σιωπηλές
πλατείες, με τους συνταξιούχους στα παγκάκια, μέσα σ’ αυτό το πάρκο και σ’ εκείνον το
κήπο, έξω από τις αμέτρητες εκκλησιές κάθε θρησκείας, κάθε δόγματος. Ήταν μαγεία να
ταξιδεύεις μέσα και έξω από τη χώρα και ιδιαίτερα να χαράζεις ατέλειωτες διαδρομές με
πολύχρωμα μολύβια στις σελίδες του άτλαντα.

Η φαντασία μας είχε αχνίσει πολλά τζάμια του τραίνου στον γύρο του κόσμου, το πιο μεγάλο
και συναρπαστικό ταξίδι μας επί χάρτου. Πρώτος σταθμός θα ήταν η Μόσχα και από κει με
τον υπερσιβηρικό θα φτάναμε κάποτε στο Βλαδιβοστόκ. Θα συνεχίζαμε με πλοίο για την
Ιαπωνία και το Βανκούβερ και με τον υπερκαναδικό σιδηρόδρομο για το Μοντρεάλ. Θα
βλέπαμε με αυτοκίνητο τις ανατολικές ακτές των Η.Π.Α. και τη Νέα Υόρκη και θα κλείναμε
τον κύκλο, επιστρέφοντας στο Λονδίνο με το αεροπλάνο. Να περιπλανηθούμε και σ’ αυτήν
την πόλη, της έλεγα, να δούμε οπωσδήποτε τις λίμνες αλλά κι εκείνα τα νησιά, πλειοδοτούσε
η Σοφία. Και δεν χορταίναμε να ονειρευόμαστε.

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Τυφλές προσβάσεις της καρδιάς (β' μέρος)

Πάμε να φύγουμε απ’ αυτόν τον θάνατο, της είπα. Ξέρω μια χώρα των παιδιών στη Λατινική
Αμερική. Θα ταξιδέψουμε με πλοίο εμπορικό που ρίχνει άγκυρα σε κάθε λιμάνι. Θα μάθουμε
κι εμείς να περπατάμε με το πλατύ βήμα των ναυτικών και να προφέρουμε λόγια λιγοστά και
με σημασία. Θα μάθουμε να βυθίζουμε το βλέμμα στον ορίζοντα και να το αφήνουμε εκεί,
περιμένοντας με την ίδια εγκαρτέρηση τα πάντα ή το τίποτα, τα πάντα μέσα από το τίποτα.

Όταν κατέβουμε στην εξωτική πρωτεύουσα, θα φορέσουμε μαύρο και κόκκινο μαντήλι στον
λαιμό, κάτω από τα γκρίζα μας μαλλιά. Τα παιδιά θα γελάνε και θα τραγουδάνε, θα παίζουν
ανάμεσα στα πόδια μας, θα μας κοιτάζουν με μάτια μεγάλα σαν το τηγάνι όπου ψήνουν τα
ψάρια του ωκεανού, με μάτια φωτεινά και έκπληκτα, πιστεύοντας στην ίδια ευτυχία που
εμείς δεν αξιωθήκαμε ποτέ.

Θα είμαστε γκρίνγκος στην αρχή, σύντομα αμίγκος, κάποτε κομπανιέρος. Θα πολεμήσουμε
στα σύνορα και στις πόλεις, στη ζούγκλα και στις λιμνοθάλασσες, στα οδοφράγματα, στους
βάλτους και στον ουρανό. Τι κι αν ζούμε σ’ έναν κόσμο χωρίς αυταπάτες, ο θάνατος που θα
‘χουμε διαλέξει θα δώσει στον κόσμο ένα άλλο άρωμα και σε μας τη μοναδική δικαίωση που
υπάρχει. Έστω για ένα δευτερόλεπτο. Ο τάφος μας θα είναι ανώνυμος σαν να μην είχαμε
γεννηθεί ποτέ. Στην τροπική γη τα σώματα σαπίζουν γρήγορα κι ενώνονται με τους χυμούς
της μελλοντικής ζωής.


Πάμε να φύγουμε απ’ αυτόν τον θάνατο, της είπα. Ξέρω ένα πανεπιστήμιο σε μια μικρή πόλη
του βορρά που ζει απομονωμένο στον δικό του κόσμο. Κάθε κτίριο και ένα αττικός ναός
ανάμεσα στα δέντρα, οι φοιτητές με τα βιβλία στο χέρι ή μισοξαπλωμένοι στο γρασίδι. Ψηλά
ένας ήλιος χλιαρός που δεν θαμπώνει και μέσα μια παλυδαίδαλη βιβλιοθήκη με ράφια
ατέλειωτα και όλα, μα όλα τα βιβλία του κόσμου.

Θα ανασαίνουμε μέσα στα βιβλία, θα είμαστε κι εμείς βιβλία με ερμητικό περιεχόμενο. Θα
δώσουμε στους νέους όλη την ανώφελη πείρα της δικής μας ζωής, όλο τον ανήφορο και τις
μικρές, πολύτιμες στιγμές. Εκείνοι βέβαια ελάχιστα θα καταλαβαίνουν καθώς θα
ανακαλύπτουν με τη σειρά τους έναν κόσμο απαράλλαχτα ίδιο. Και θα τους συναρπάζει
αυτή η προοπτική.

Τα βράδια θα συζητάμε με τους καινούριους φίλους μας για την ποίηση και τη μουσική, και
για την καθημερινή ζωή. Θα είμαστε απόλυτα ασφαλείς, αρκεί να μην αγγίζουμε βαθιά, να
μην βγάζουμε αίμα. Αρκεί να τηρούμε με ευλάβεια τους κανόνες του παιχνιδιού, τους
γραπτούς και ιδίως τους άγραφους. Θα ρουφάμε με μέτρο το ποτό μας, θα γεμίζουμε την πίπα
μας με ένα βλέμμα ανθρώπου που γνωρίζει.

Θα αγαπούμε την πρόοδο, με σύνεση βέβαια και χωρίς να παραγνωρίζουμε την αξία της
παράδοσης. Θα αγαπούμε τον κήπο με τις τριανταφυλλιές και θα τον διατηρούμε πάντα
ομοιόμορφο, με το λίπασμα στη σωστή του δόση, κόβοντας τα ατίθασα κλαδιά και
ξεριζώνοντας τα ζιζάνια. Θα αγαπήσουμε και τη χώρα αυτή, με μιαν αγάπη μετρημένη, και
θα την κάνουμε πατρίδα μας. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειές μας και την πολύτιμη
βοήθεια της επιστήμης, δεν θα αποκτήσουμε ποτέ παιδιά.


Πάμε να φύγουμε απ’ αυτόν τον θάνατο, της είπα. Ξέρω ένα αστέρι στην άλλη άκρη του
γαλαξία που δημιουργήθηκε κάποια στιγμή ανεξέλεγκτης φαντασίας. Θα ταξιδέψουμε με
καύσιμη ύλη τον πυρετό μας που κάνει το φως να μοιάζει με αργοκίνητο καράβι. Θα
ταξιδέψουμε χίλια χρόνια σε μια στιγμή, θα ταξιδέψουμε στο παρελθόν, αντιστρέφοντας το
βέλος του χρόνου, ή στο μέλλον, επιταχύνοντάς το. Τίποτα δεν θα ‘ναι ακατόρθωτο για μας.

Θα ζήσουμε με τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες, με τους Ίνκας στα υψίπεδα των Άνδεων,
με τις πρωτόγονες φυλές της Αφρικής. Θα καλπάσουμε με τις άγριες ορδές του Ταμερλάνου,
με το μακεδονικό ιππικό και με τα καθαρόαιμα αραβικά άλογα του Σαλαδίνου. Θα ζήσουμε
την εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών που όλα θα υπακούουν στις άκρες των δαχτύλων
μας. Θα πεθάνουμε με μια τσεκουριά ή μ’ ένα βέλος καρφωμένο στο στήθος και θα
επιστρέψουμε ακέραιοι πίσω από μια λόχμη, με το ίδιο κλάμα, τον ίδιο πάντα πόνο της
κυοφορίας και της γέννησης. Θα πεθάνουμε από ένα ελαττωματικό εξάρτημα και θα
ξαναγεννηθούμε με την πρώτη επίσκεψη του συντηρητή.


Πάμε να φύγουμε απ’ αυτόν τον θάνατο, της είπα. Πρέπει να φύγουμε. Ο δρόμος μας
περιμένει. Κι αν όλα αυτά τα μέρη που σου περιέγραψα δεν γεμίσουν την καρδιά μας, θα
βρούμε έναν καινούριο τόπο που δεν αναφέρει ο χάρτης, μια μυστική γωνιά, έναν αλλιώτικο
παράδεισο. Ίσως δεν θα ‘ναι εύκολο, μα έχουμε μπροστά μας μια ζωή, έστω έναν χρόνο,
έχουμε μπροστά μας ένα δευτερόλεπτο.

Εκείνη με κοίταξε και χαμογέλασε με τον δικό της μαγεμένο τρόπο. Ξεδίπλωσε τα πόδια της
και σηκώθηκε. Πρώτα το σώμα της, ύστερα η μορφή της, τέλος τα μάτια της πλημμύρισαν το
οπτικό μου πεδίο. Ένιωσα σαν θεός ή σαν τυφλός που τα βλέπει όλα. Ένιωσα σαν το πιο
τυχερό πλάσμα στη διάρκεια του δευτερολέπτου της ύπαρξής του. Μυρμήγκι και ταυτόχρονα
κορυφή βουνού τυλιγμένη αιώνια στα σύννεφα, λάμψη που χαϊδεύει έναν βράχο πλάι στη θάλασσα.

Άπλωσε τα χέρια της και μ’ άγγιξε. Δάκρυα άρχισαν να βρέχουν το πρόσωπό μου, κάθε βουβή
στάλα ταυτόχρονα απόγνωση κι ένα απόσταγμα χαράς και προσδοκίας. Για μένα και για
κείνην, για τη ζωή που ζήσαμε, για τη ζωή που έμεινε για πάντα απρόσιτη, τρικάταρτο που
αιώνια ταξιδεύει σε κάποια άλλη διάσταση και στιγμιαία γλιστράει από τις χαραμάδες του
πεπρωμένου του και στέκεται γαλάζιο στον ορίζοντα, αναζητώντας το πλήρωμά του. Για ένα
δευτερόλεπτο ατέλειωτο, με φίλησε στα μάτια.