Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Άνθη της μοναξιάς (α' μέρος)

Στα δύο χρόνια επάνω, η Σοφία πρότεινε ξαφνικά να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Είχε κουραστεί,
είχε βαρεθεί, είχε νοσταλγήσει. Ιδίως τον ήλιο και τη θάλασσα. Κι αυτό παρά τη σχετική
οικονομική άνεση που μας επέτρεπε ο δεύτερος μισθός, παρά τα ταξίδια, παρά τους συγγενείς
και τους φίλους που μας επισκέπτονταν το καλοκαίρι. Κι έναν παράδεισο που ήταν πολύ
κοντά και απρόσιτος.

Η ζωή μας ήταν προγραμματισμένη στο κάθε σημαντικό και στην κάθε λεπτομέρεια και
ανούσια σαν δημητριακά με γάλα. Σπίτι γραφείο και γραφείο σπίτι, φαγητό στις έξι και μισή
και η συνέχεια μπροστά στην τηλεόραση. Ειδήσεις και προβλήματα, όπως το δολοφονικό
μυστήριο της Βόρειας Ιρλανδίας, που άλλοτε μας ενδιέφεραν και άλλοτε ακούγαμε αδιάφορα
και σιωπηλά.

Κι ελάχιστα βοηθούσαν οι καλύτερες στιγμές μας. Να πηγαίνουμε την Παρασκευή το βράδυ
στο σινεμά της γειτονιάς με την ηδονική αίσθηση ότι η Δευτέρα δεν θα έφτανε ποτέ, να
βγαίνουμε το Σάββατο για τα ψώνια της εβδομάδας στο Τέσκο και για μια βόλτα στις βιτρίνες
της Κινγκς Ρόουντ, να διαβάζουμε την Κυριακή το πρωί στην πολυθρόνα τις πολυσέλιδες
εκδόσεις του Ομπζέρβερ και των Σάντεϊ Τάιμς, να αλλάζουμε κάθε τόσο τη θέση των παλιών
επίπλων, να επισκεπτόμαστε τον Πιπαλούκ, το νεογέννητο πολικό αρκουδάκι στον ζωολογικό
κήπο.

Την ίδια εποχή, ανταμώσαμε και πάλι με τον παλιό μου φίλο τον Πολύβιο, που μας έφερε
δίσκους, βιβλία και ζεστασιά από την Ελλάδα. Είχε έρθει για να μου προτείνει να
συνεργαστούμε σε μια ιδιαίτερα προσοδοφόρα επιχείρηση που είχε ανοίξει στην Αθήνα ως
αντιπρόσωπος του αμερικανικού εκδοτικού οργανισμού Γκρόλιερ.

Όμως αρνήθηκα και στους δύο να γυρίσω, και αρνήθηκα κατηγορηματικά. Μου ήταν
αδιανόητο να εγκαταλείψω το Λονδίνο για την πρωτόγονη πραγματικότητα της χούντας.
Μάλιστα, με βασάνιζε συχνά στον ύπνο μου ένας εφιάλτης, ότι με είχαν, λέει, καλέσει και
πάλι στον στρατό και ένας βλοσυρός συνταγματάρχης μου έκανε εθνική ηθική
διαπαιδαγώγηση κάτω από μια αψίδα με τον φοίνικα ενώ η μπάντα παιάνιζε εμβατήρια.

Είχαμε ήδη αρχίσει να πηγαίνουμε σε αντιδικτατορικές εκδηλώσεις. Αναλάβαμε και μια
ομαδική εργασία, να μεταφράσουμε ανέκδοτα για τη δικτατορία και να εκδώσουμε ένα
βιβλιαράκι υπέρ των εξόριστων και των φυλακισμένων. Εγώ έκανα τη μετάφραση και
έγραψα τον πρόλογο, η Μόλυ έλεγξε τη γλαφυρότητα της αγγλικής, η Σοφία τα
δακτυλογράφησε στις δύο γλώσσες, ο Παύλος τα τύπωσε και τα βιβλιοδέτησε. Και τα
πουλούσαμε όλοι μαζί το απόγευμα στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο Τραφάλγκαρ Σκουέρ
και το βράδυ στη συναυλία στο Σάβιλ Θήατερ.

Ήταν η πρώτη επέτειος της δικτατορίας και η Μελίνα με κόκκινο φόρεμα είχε μιλήσει και είχε
τραγουδήσει στη πλατεία, τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας. Μέσα στη συγκίνηση,
μερικοί έκαψαν τα διαβατήριά τους, κι εμείς, που πια δεν ξέραμε αν μας ανήκει κάποιο χώμα,
πήραμε μέρος στη διαδήλωση που ακολούθησε με τους αστυνομικούς να ρυθμίζουν την
κυκλοφορία και να μας περιεργάζονται ειρωνικά.

Στη συναυλία που έδωσε το ανσάμπλ του Θεοδωράκη, τραγουδήσαμε στην κατάμεστη
αίθουσα τα τραγούδια της ρωμιοσύνης, μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη
Καλογιάννη, τους σφίξαμε το χέρι και τους δωρίσαμε το βιβλιαράκι με τα ανέκδοτα. Η
Γκάρντιαν την άλλη μέρα έγραψε ότι η ατμόσφαιρα, ο ενθουσιασμός και το πάθος της
εκδήλωσης θύμιζαν τον καιρό του ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Αργότερα πήγαμε και στην
παρουσίαση του πνευματικού εμβατηρίου στο Άλμπερτ Χολ, από τον ίδιο τον Μίκη μετά τη
φυγάδευσή του από τον Σερβάν Σρεμπέρ.

Μας έμενε όμως μια πικρή βεβαιότητα ότι η δικτατορία ήταν πια γερά εδραιωμένη και ότι τα
ελάχιστα δικά μας και τα περισσότερα των άλλων ήταν απλώς για την τιμή των όπλων. Κι
ότι έπρεπε να το χωνέψουμε καλά ότι θα ζούσαμε δέκα και είκοσι χρόνια στην Αγγλία.
Περίπου τότε άρχισαν να εμφανίζονται και τα πρώτα σωματικά συμπτώματα άγχους και
κατάθλιψης. Ηπιότερα στη Σοφία, που ήταν πιο δυνατή, εντονότερα σε μένα. Σφίξιμο και
πόνοι στη μέση του στήθους, ζαλάδες, μια αίσθηση ασφυξίας και πνιγμού. Ένα πρωί,
διπλώθηκα σε δύο πάνω στο γραφείο απ’ τις σουβλιές στη σημείο της καρδιάς.

Ο οικογενειακός μας γιατρός ήταν ο ίδιος αγγλοεβραίος και σοφός που, όταν κάποτε η Μόλυ
διαμαρτυρήθηκε ότι ο Μάρκος δεν άνοιγε το στόμα του για να τον ταϊσει, της είχε συστήσει να
βουλώσει εκείνη το δικό της. Μου είχε ήδη δώσει ένα ισχυρό φάρμακο που με ανακούφισε
προσωρινά. Όταν με είδε να μπαίνω επειγόντως, δήλωσε χωρίς με εξετάσει ότι δεν είχε τίποτα
η καρδιά μου. Κι ότι δεν μπορούσε εκείνος με χαπάκια να κάνει τη δουλειά μου πιο
ενδιαφέρουσα, να γράψει τα βιβλία μου, να ανατρέψει τους συνταγματάρχες. Μην σκέπτεσαι
τα προηγούμενα δέκα χρόνια, μου τόνισε, σκέψου τα δέκα επόμενα. Και γράψε στα βιβλία
σου στα αγγλικά. Πάτε μια βόλτα με τη γυναίκα σου, αγοράστε ένα μπουκάλι κρασί και ρίξτε
το έξω.

Ωραίες φιλοσοφημένες κουβέντες και ουσιαστικά ανεφάρμοστες. Αν εγώ ήμουν από κείνους
που μπορούσαν να το ρίξουν έξω, ποτέ δεν θα είχα φτάσει σ’ αυτή την κατάσταση.
Στραφήκαμε και πάλι στους φίλους μας. Τον Παύλο που ήταν παλαιοπώλης εικοσιπέντε
χρόνια τώρα στο Λονδίνο, και στη Μόλυ του, παχουλή κοκκινομάλλα Αγγλίδα με φράντζα και
φακίδες και, ταυτόχρονα, ζεστή, εγκάρδια και φιλόξενη Ελληνίδα. Τον Παύλο με το μαύρο
μουστάκι και τα πυκνά σγουρά μαλλιά, που έλεγε ότι οι πωλήτριες των καταστημάτων τον
έβλεπαν από μακριά και ήταν σίγουρες ότι δεν επρόκειτο να τον καταλάβουν.

Στο σπίτι τους γιορτάζαμε συνήθως τα Χριστούγεννα και στην αυλή τους ψήναμε το αρνί το
Πάσχα, μαζί με τα παιδιά τους, τον Μάρκο και τη Ζωή, και τη γλυκύτατη, μαυροντυμένη και
αθόρυβη Ελληνίδα γιαγιά. Μαζί με τη Λαλίτα και τον Νίκο, που ήταν καπετάνιος του
εμπορικού ναυτικού και είχε έρθει στο Λονδίνο για να βελτιώσει τα αγγλικά του. Και τη
γυναίκα του Νικηφόρου Βρεττάκου που έμεινε ένα διάστημα στη σοφίτα πάνω από το μαγαζί
του Παύλου. Πηγαίναμε και στο άνετο διαμέρισμα του Μύρωνα και της Ντίνας, όπου
συναντούσαμε διάφορους επισκέπτες από την Ελλάδα, κατά κανόνα εμφανώς
ικανοποιημένους με τον εαυτό τους και πιο διακριτικά με τους συνταγματάρχες.

Ακόμη, κάναμε παρέα με τη Βιολέτα και τη Ρόζμαρι, αρμενοπούλες αδερφές από την Αθήνα,
που είχαν πια εγκατασταθεί μονίμως στο Λονδίνο και είχαν υιοθετήσει τη λαϊκή διάλεκτο και
προφορά. Μας κάλεσε και ο Πόλντι στο σπίτι του στο Κινγκς Λάνγκλεϊ, ένα χωριουδάκι στις
παρυφές της πόλης, όπου η γυναίκα του ήταν δασκάλα σε πρότυπο σχολείο. Η Αϊλήν μου είπε
ότι το βαθούλωμα στη βάση της μύτης είναι το χαρακτηριστικό σημείο του διανοούμενου.
Μετά αυτή την αμφίβολη τιμή, έκανε και μουσακά για να μας ευχαριστήσει, μην ξέροντας
βέβαια ότι εγώ δεν έτρωγα τις μελιτζάνες. Ευτυχώς, οι μελιτζάνες ήταν πανάκριβες, όπως όλα
τα ζαρζαβατικά, και η λεπτή φέτα που έβαλε στο φαγητό ούτε καν μύριζε μέσα στις πατάτες.


Ίσως λοιπόν δεν θα έπρεπε να νιώθουμε τόση μοναξιά. Αντικειμενικά. Φίλοι, περιστασιακές
εγκάρδιες γνωριμίες με κάθε καρυδιάς καρύδι, ταξίδια διακοπών σε χώρες της ηπειρωτικής
Ευρώπης. Ίσως άλλοι στη θέση μας να ήταν πιο χαρούμενοι. Όπως οι γηγενείς που έκαναν το
κάθε τι για αντιδράσουν στον γκρίζο και μονότονο καιρό και τη διάχυτη μελαγχολία. Έβαφαν
τις πόρτες των σπιτιών τους σε έντονα κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλί και άλλα χρώματα,
κρατούσαν όρθιο το κεφάλι και σφύριζαν κεφάτα το πρωί, οι γριούλες διάλεγαν παρδαλά καπέλα.

Ναι, οι μόνιμοι κάτοικοι της χώρας ήταν γερά προπονημένοι στη μοναξιά. Όπως
επαναλάμβανε χαρακτηριστικά και το ωραίο τραγούδι των Μπητλς, κοίτα όλους αυτούς τους
μοναχικούς ανθρώπους. Επτακόσιες χιλιάδες ηλικιωμένοι ζούσαν ένας-ένας σε μικρά
διαμερίσματα της πρωτεύουσας και το Εθνικό Σύστημα Υγείας είχε προβλέψει να τους
επισκέπτονται τακτικά κοινωνικοί λειτουργοί, απλώς και μόνο για να τους κρατάνε
συντροφιά. Οι γέροι καμιά φορά καλούσαν το ασθενοφόρο, όχι γιατί είχαν κάποιο πρόβλημα,
αλλά για να ανταλλάξουν έστω και δυο κουβέντες με τους άλλους στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου.

Κάποια χαράματα, στη χαύνωση μεταξύ ύπνου και ξύπνου, άκουσα δυνατές φωνές από το
κεφαλόσκαλο. Αρνήθηκα αρχικά να αντιδράσω αλλά τελικά άνοιξα τα μάτια. Όχι εσένα, τον
άντρα, τον άντρα, έλεγε η σπιτονοικοκυρά στη Σοφία. Βγήκα ξυπόλυτος και κουτρουβάλησα
στις σκάλες. Με δυσκολία μπήκαμε στο δωμάτιο του πατέρα της γιατί ο γεράκος είχε πέσει τη
νύχτα απ’ το κρεβάτι και έφραζε την πόρτα με το σώμα του. Είχε μια έκφραση υπέρτατης
απορίας και δέους στο πρόσωπο, μια παγεράδα στα μάτια που κοίταζαν χωρίς να βλέπουν. Το
στόμα του έχαινε ορθάνοικτο μ’ ένα μοναδικό δόντι σαν φύλακα σε έρημο δεσμωτήριο.

Πήρα μηχανικά το λιπόσαρκο σώμα στην αγκαλιά μου και το απέθεσα στα σεντόνια.
Βρισκόταν ήδη σε νεκρική ακαμψία. Όπως πατούσαμε για να ισιώσουμε τα πόδια, σηκωνόταν
από τη μέση κι επάνω. Εκείνη τη στιγμή της πλήρους αμηχανίας, εισόρμησε η γριά και ζήτησε
να μάθει τι συνέβαινε. Η Πιου της εξήγησε με μισόλογα. Θα του δώσω το φιλί της ζωής, φέρε
λίγο κονιάκ, τώρα θα συνέλθει. Μαμά, έσκουξε με προσποιητή οδύνη η κόρη, νομίζω ότι ο
μπαμπάς έχει πεθάνει.

Σώπα, μην λες τέτοια πράγματα, την έκοψε η γριά σαν να είχε ειπωθεί κάτι ανήκουστο.
Ακολούθησαν απερίγραπτες σκηνές. Η γριά πάσχιζε να του δώσει πνοή με το σουρωμένο
στόμα της, του έτριβε το στήθος και τα πόδια, τον μάλωνε. Γιατί δεν με φώναξες να σε
βοηθήσω, δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό, δεν θα μ’ αφήσεις μόνη. Κρυφά, διστακτικά σαν
παρείσακτος, βγήκα και ανέβηκα επάνω, ενώ στ’ αυτιά μου αντηχούσε η φράση, δεν θα μ’
αφήσεις μόνη. Ύστερα από ένα τέταρτο, άκουσα τη βαριά, επίσημη φωνή του γιατρού που
πιστοποιούσε τον θάνατο.

Ο πενηνταπεντάχρονος Έντι Άντερσον, που σε αντίθεση με τον μίστερ Μούνι είχε
συμπαθήσει τους Έλληνες συμπολεμιστές του στη Μέση Ανατολή, μας κάλεσε για τσάι ένα
Σάββατο πρωί στο σπίτι του. Ο Έντι είχε γεννηθεί στο Κιου Γκάρντενς κι η γυναίκα του στο
Ρίτσμοντ, δύο ωραία δυτικά προάστια του Λονδίνου, και κάποτε μετακόμισαν στο Κίγκστον
πλάι στον Τάμεση, μια ακόμη ωραιότερη περιοχή, λίγα χιλιόμετρα δυτικότερα.

Όταν βγήκαμε από τον σταθμό, αντικρίσαμε μια ειδυλλιακή εικόνα. Κουκλίστικα σπιτάκια
από τις δύο μεριές του δρόμου, καταπράσινοι κήποι, παντού τριανταφυλλιές, παρτέρια με
λουλούδια και φρεσκοβαμμένοι φράχτες κάτω από τον ήλιο, σκύλοι και γάτες και πουλιά σε
αρμονική συμβίωση και ατέλειωτο παιχνίδι, οι άνθρωποι με χαμόγελο μακαριότητας να
πλένουν τα αυτοκίνητα και να ποτίζουν το γρασίδι.

Αφού λοιπόν είπαμε πολλά και διάφορα με το ευγενικό μεγαλύτερο ζευγάρι, ο Έντι πρόσθεσε
με ένα χαμόγελο ικανοποίησης και ήπιου αυτοσαρκασμού ότι, μετά δέκα χρόνια, είχαν
επιτέλους γίνει δεκτοί στη γειτονιά. Ναι, επιβεβαίωσε σαν απάντηση στο έκπληκτο βλέμμα
μας, την περασμένη εβδομάδα μας κάλεσαν οι απέναντι να φάμε μαζί. Και συνέχισε, λέγοντας
ότι πριν λίγο καιρό είχαν δει πολλά μπουκάλια γάλα και εφημερίδες στο κατώφλι ενός
γείτονα, σκαρφάλωσε κάποιος στο ανοιχτό πίσω παράθυρο και τον βρήκε από μέρες πεθαμένο
στο κρεβάτι του.

2 σχόλια:

55fm είπε...

To κλίμα αρχίζει να αλλάζει...
Μ΄αρέσει πολύ η γραφή σου,
Τόλη μου.
Φιλιά, περιμένω τη συνέχεια...

Poet είπε...

Ναι, φτάνουμε σύντομα σε μια δραματική κορύφωση, Ουρανία μου. Που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι τραγική. Επιβίωσα όμως και καταθέτω την εμπειρία μου.