Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Άνθη της μοναξιάς (β' μέρος)

Με το τέλος του τρίτου χρόνου στην Αγγλία, η εταιρία αποφάσισε να μειώσει το προσωπικό και να μεταφέρει το τμήμα μας και μερικά ακόμη στο Ντάνστεμπολ, μια μικρή πόλη περίπου εξήντα χιλιόμετρα βόρεια από το Λονδίνο. Στην πόλη αυτή λειτουργούσε η μονάδα συναρμολόγησης φορτηγών της εταιρίας ενώ, από το κοντινό και μεγαλύτερό της Λούτον, την τροφοδοτούσε συνεχώς το εργοστάσιο παραγωγής εξαρτημάτων. Ολημέρα μούγκριζαν οι μηχανές και βροντούσαν οι βαρυφορτωμένες με σιδερικά καρότσες στον κεντρικό δρόμο.

Μου πρότειναν να μετατεθώ στην οικονομική διεύθυνση που θα έμενε στο Λονδίνο αλλά, στην τελική αξιολόγηση, με πρόδωσαν οι ελάχιστες λογιστικές μου γνώσεις. Βρεθήκαμε λοιπόν μπροστά στο δίλημμα, να εγκαταλείψουμε την πρωτεύουσα ή να μεταφερθούμε σε πλησιέστερη περιοχή και, από κει, να φεύγω κάθε μέρα προς βορράν και η Σοφία προς νότον. Επιλέξαμε τη δεύτερη λύση γιατί μας φόβιζε η προοπτική της αγγλικής επαρχίας.

Ακολούθησε νέο ψάξιμο, αυτή τη φορά σε πιο άγριες γειτονιές. Βλέπαμε δρόμους ολόκληρους, έρημους και χορταριασμένους με αγγελτήρια πωλήσεων στη σειρά και διαπιστώσαμε ότι, καθώς προχωρούσε το κύμα των έγχρωμων μεταναστών, οι αγγλοσάξονες βιάζονταν να πουλήσουν τα σπίτια τους και να μετακομίσουν σε συγκριτικά λιγότερο μολυσμένο περιβάλλον.

Αποχαιρετήσαμε λοιπόν το Δυτικό Λονδίνο και τη λιτή σοφίτα μας, τον Ντίνγκι, την Ιρλανδέζα σπιτονοικοκυρά και τους άλλους ανθρώπους με τους οποίους είχαμε ζήσει πάνω από δυόμιση χρόνια. Μαζέψαμε και πάλι τα υπάρχοντά μας στις αρχαίες βαλίτσες και μεταφερθήκαμε στο Φίνσμπουρι Πάρκ, κοντά στην καθαρά εργατική περιοχή του Ίσλινγκτον και το γήπεδο της Τότεναμ. Αυτή τη φορά νοικιάσαμε ένα σχεδόν αυτοτελές ισόγειο διαμέρισμα στο τριώροφο του Πολωνού κυρίου Στανίεβιτς, με τη μεγάλη λευκή εξώπορτα και τα καμαρωτά παράθυρα. Φαίνεται ότι είχαμε πια ολοκληρώσει τη μαθητεία μας, γιατί καταλαβαίναμε χωρίς δυσκολία τα πρωτότυπα αγγλικά του.

Το σπίτι υψωνόταν στην κορυφή ενός λόφου και το έπιανε τόσο γερά ο άνεμος που είχαμε καμιά φορά την αίσθηση ότι ταξιδεύουμε με ιστιοφόρο. Αντί για τον Ντίνγκι και τις γαλιφιές του, είχαμε εδώ ένα τεράστιο μαύρο γάτο που διάβαινε αθόρυβα, μας κοίταζε μέσα από μισόκλειστα βλέφαρα και ανεχόταν γενναιόδωρα το θαυμασμό μας αλλά δεν επέτρεπε να περάσει από το νου μας ούτε σκέψη για χάδια.

Η περιοχή μας ταίριαζε καλύτερα. Νιώθαμε πιο άνετα ανάμεσα στα εγκαταλελειμμένα σπίτια με τα αγγελτήρια, ανάμεσα στους μαύρους με το παρδαλό πρόχειρο ντύσιμο, τη φυσική τους εγκαρδιότητα και την τραγουδιστή ομιλία, κι ανάμεσα στους άλλους ξένους. Ανάμεσα στ’ αγόρια και τα κορίτσια που πουλούσαν, στην είσοδο της σήραγγας του υπογείου, έντυπα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς μα και ελληνικές εφημερίδες, με φόντο τα συνθήματα, τις επικλήσεις και τα ονόματα που ήταν χαραγμένα με κάρβουνο και κόκκινη κιμωλία στους λερωμένους τοίχους.

Κι ακόμη, το ίδιο το τοπίο ασκούσε επάνω μας μια παράδοξη γοητεία. Από το ύψος του σπιτιού μας, βλέπαμε τον δρόμο να κατηφορίζει και να χάνεται σε μυστηριώδεις γειτονιές και, κάπου εκεί στο βάθος, να φαντάζει ένα παλιό παλάτι μέσα σε πυκνές συστάδες δέντρων. Τα πρωινά ακούγαμε τα κουδουνίσματα του ηλεκτρικού φορτηγού με την ανοιχτή καρότσα που μοίραζε το γάλα, και τ’ απογεύματα, από την άλλη πλευρά του θολωτού διαδρόμου, την απαλή μουσική πιάνου της κυρίας Μάρτιν, μια θελκτικής ασπρομάλλας Εβραίας. Κι άλλοτε τις μακρινές χαρούμενες φωνές των παιδιών και τη μουσική από το όχημα του πλανόδιου παγωτατζή. Μας άρεσε και η τοπική αγορά με την πολυχρωμία, την ανακατωσούρα και τη φασαρία της, τα γέλια και τα λαϊκά πειράγματα, και τις φτηνότερες τιμές της.

Ο κύριος Στανίεβιτς, αρκετά χρόνια χήρος με κόρη έφηβη, φορούσε πάντοτε τα ρούχα της δουλειάς του οικοδόμου και μια μπαλακλάβα στο γκρίζο του κεφάλι. Ένα πλατύ χαμόγελο ήταν μονίμως ζωγραφισμένο στο κακοξυρισμένο πρόσωπο με τα χοντρά αρμονικά χαρακτηριστικά. Όταν του είπα ότι είχε διαρροή το γκάζι στην κουζίνα, μας συνέστησε να αφήσουμε μισάνοιχτο το παράθυρο. Τον είχαμε απ’ την αρχή βαφτίσει χαχόλο, παρατσούκλι που άλλοτε του ερχόταν καλούπι κι άλλοτε μας έκανε να μετανιώνουμε για τη σκληρότητά μας. Όταν έμπαινε για να εισπράξει το ενοίκιο, άρχιζε ατέλειωτες ιστορίες για το χωριό του και τα πατρικά του κτήματα κάπου στα σύνορα με τη Ρωσία. Έδειχνε την αδυναμία του στη Σοφία, αφήνοντας της στο περβάζι πράσινα μηλαράκια από το περιβόλι του.

Όπως αποδείχτηκε όμως, είχα υπερεκτιμήσει τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική αντοχή μου. Έπρεπε κάθε πρωί να κάνω τέσσερις διαδρομές, λεωφορείο ως τον υπόγειο, υπόγειο ως το τραίνο, τραίνο ως το Λούτον και πάλι λεωφορείο ως το Ντανστεμπολ. Και το βραδάκι μετά τη δουλειά, να ακολουθώ την ίδια διαδρομή αντιστρόφως. Και μάλιστα μέσα από καθαρά βιομηχανικές περιοχές, με εκατοντάδες εργαστήρια, εργοστάσια, αποθήκες και προαύλια γκριζόμαυρα και θλιβερά.

Μετά μερικούς μήνες κυριολεκτικά εξοντωτικούς, γύρισα κάποια Παρασκευή βράδυ στο σπίτι, έβγαλα το παλτό μου και το πέταξα μακριά μαζί με την εφημερίδα, κλώτσησα μια καρέκλα και κοίταξα με απέχθεια το φαγητό. Ύστερα σωριάστηκα στον καναπέ, έχωσα το κεφάλι μέσα στις παλάμες μου, τραύλισα, δεν αντέχω άλλο, και έκλαψα σαν μωρό παιδί, δυο μέτρα άντρας.


Η λύση ήταν βέβαια η αρχική και ανεπιθύμητη, να εγκατασταθούμε στο Ντάνστεμπολ. Η προσφορά της εταιρίας εξακολουθούσε να ισχύει, βρέθηκα μάλιστα μια θέση στο λογιστήριο για τη Σοφία. Ο σπιτονοικοκύρης μας παραδόξως δέχτηκε να διακόψουμε πρόωρα και χωρίς συνέπειες το ενοικιαστήριο συμβόλαιο. Κι άδραξε την ευκαιρία για να μας διηγηθεί μερικές ακόμη ιστορίες απ’ την Πολωνία.

Και πάλι ποδαρόδρομος, και πάλι ψάξιμο στις τοπικές εφημερίδες. Αυτή τη φορά ήμασταν πιο τυχεροί. Βρήκαμε αμέσως και νοικιάσαμε ένα μικρό ανεπίπλωτο διαμέρισμα σε σύγχρονη μακρόστενη πολυκατοικία στη μέση της διαδρομής από τη μία πόλη στην άλλη. Μπροστά είχε ένα ευρύχωρο δωμάτιο, με θερμοσυσσωρευτή και ολόφωτο παράθυρο πέντε μέτρων, και πίσω τη μικρή κουζίνα και το μπάνιο. Μπάνιο κανονικό με απαστράπτοντα νιπτήρα και πλακάκια.

Από τον προηγούμενο ενοικιαστή, αγοράσαμε μισοτιμής τη μεταχειρισμένη ηλεκτρική κουζίνα και, με την ευχέρεια που μας έδινε το επίδομα της μετεγκατάστασης, βγήκαμε στην αγορά και προμηθευτήκαμε καινούριο κρεβάτι, στρώμα, κουβέρτες και σεντόνια. Βρήκαμε σε παλαιοπωλείο και δυο πολυθρόνες, ξύσαμε με το μαχαίρι τα αλλεπάλληλα στρώματα πένθιμου καφέ, τις βάψαμε κατάλευκες και τις ντύσαμε με μπλε καλύμματα, ενώ στους τοίχους περάσαμε με το ρολό ένα γλυκό μουσταρδί χρώμα. Νοικιάσαμε και μια καινούρια τηλεόραση, πήραμε διάφορα σκεύη και μικροπράγματα κι ίσως το σπουδαιότερο, για πρώτη φορά αποκτήσαμε δικό μας τηλέφωνο, που όμως πολύ σπάνια κουδούνιζε. Ήμασταν λοιπόν κεφάτοι και πανέτοιμοι για την καινούρια μας ζωή στην αγγλική επαρχία.

Το γραφείο μου ήταν στον έκτο όροφο μια γυάλινης οικοδομής στο κέντρο της πόλης, της Σοφίας στον τέταρτο. Μπροστά μου στη μεγάλη αίθουσα, καθόταν ο Χάρι, ένας λιλιπούτειος χαρούμενος Ινδός μηχανικός και πίσω μου ο Μπάρι, ένας ντόπιος αμπλαούμπλας που έπαιζε και ράγκμπι. Μιλώντας για τον υπερπληθυσμό της πατρίδας του, ο Χάρι τόνισε ότι είχε μόνον δύο παιδιά και ότι δεν σκόπευε να αποκτήσει άλλα. Και ότι μάλωνε τους φίλους του γιατί, ως μορφωμένοι, έδιναν το κακό παράδειγμα με τα δέκα και τα δώδεκα παιδιά τους.

Βαδίζοντας το πρωί για το γραφείο από τη στάση του λεωφορείου, συχνά κοντοστεκόμουν στα κάγκελα του νηπιαγωγείου με πολύχρωμους πυργίσκους και τα ζωγραφισμένα τζάμια. Να δω και να απολαύσω τα πιτσιρίκια μέσα στα άνοράκ τους, αγόρια και κορίτσια, σκούρα και μαύρα, κίτρινα, μελαχρινά και ανοιχτόχρωμα, κατάξανθα, να τρέχουν και να παίζουν, να τιτιβίζουν, να αγκαλιάζονται και να γελάνε. Και έλεγε, εδώ γεννιέται ένας καινούριος κόσμος.

Άμεσος προϊστάμενός μου ήταν ένας συμπαθέστατος και ικανός σαραντάρης Εγγλέζος, κι αυτός μηχανικός, που όταν του πρότειναν, πράγμα σπάνιο για μη Αμερικανό, να μετατεθεί με υπερδιπλάσιο μισθό στη μητέρα εταιρία στο Ντιτρόιτ, έκανε ένα ενημερωτικό ταξίδι στην Αμερική και αρνήθηκε. Στην καθιερωμένη σύσκεψη μετά, μας είπε πως δεν είχε γεννηθεί για να δουλεύει δεκαπέντε ώρες την ημέρα και να μην έχει αποκλειστικά δικά του ούτε τα Σαββατοκύριακα. Σε μια χώρα όπου το θεωρούσαν περίπου εθνική προδοσία να μην αλλάζει κανείς αυτοκίνητο κάθε εξάμηνο, όπως επέβαλε η κοινωνική του θέση και τα συμφέροντα της βιομηχανίας.

Από την αχανή μητρόπολη στην επαρχία, το γκρίζο σκηνικό κυριάρχησε στην καθημερινή ζωή και δεν μπορούσαμε τώρα να ακούσουμε τους ήχους κάποιας μουσικής. Τα πάντα βρίσκονταν τριγύρω μας και δεν μας έτρωγαν πια οι αποστάσεις. Σπίτι, γραφείο, βόλτα στα καταστήματα το μεσημέρι και σινεμά ή τηλεόραση το βράδυ, το Σάββατο στο τοπικό παζάρι, στα δέκα χιλιόμετρα ήταν και το Λούτον. Όμως ήταν ταλαιπωρία να κατεβαίνουμε στο Λονδίνο, μας απορρόφησε η ρουτίνα και σπάνια βλέπαμε τους φίλους μας.

Χάθηκα και η πρωτευουσιάνικη φινέτσα, εκείνο το λεπτό επίχρισμα, ακόμη κι όταν ήταν δηλητηριώδες. Οι άνθρωποι μάς φαίνονταν ρηχοί κι ανιαροί, συχνά φιλικοί και άλλοτε απρόκλητα έβγαιναν κατευθείαν οι φαλτσέτες. Δυο νεαροί συνάδελφοι από άλλο τμήμα, μιλώντας δήθεν μεταξύ τους στο ασανσέρ, λοξοκοίταζαν τη Σοφία που ήταν μόνη κι έλεγαν και ξανάλεγαν, δεν τους θέλουμε εδώ. Μια μέρα ένας σουρωμένος στο λεωφορείο, μουρμούριζε βραχνά, να κάνουν τα πιθήκια κονσέρβες και να τα στείλουν πίσω στην πατρίδα τους. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, τρεις στους τέσσερις έγχρωμους μετανάστες υπέφεραν από φοβίες, άγχος και κατάθλιψη.

Απ’ το μεγάλο παράθυρο του διαμερίσματός μας, βλέπαμε σε δέκα μέτρα μια μακρόστενη περιφραγμένη αυλή κι ένα ξανθό κόλι να τρέχει ολημέρα πάνω κάτω και να γαυγίζει μανιασμένα. Βλέπαμε έναν άχρωμο ουρανό, βλέπαμε εκατοντάδες πανομοιότυπες στέγες πανομοιότυπων σπιτιών να απλώνονται βουβές και μακρινές στην επίπεδη έκταση. Βλέπαμε ένα τοπίο πράσινο, γαλήνιο, πολιτισμένο και θανάσιμο.

Τα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρίας συνέχισαν να χειροτερεύουν και αποφασίστηκε να γίνουν νέες περικοπές προσωπικού, είτε ήταν υψηλόμισθοι Αμερικανοί, είτε απλοί υπάλληλοι οποιασδήποτε εθνικότητας. Και να μεταφερθούμε βαθύτερα στην ενδοχώρα, στο Κόβεντρι όπου βρίσκονταν τρία εργοστάσια της εταιρίας και η καρδιά του βιομηχανικού της συγκροτήματος. Με φώναξε στο γραφείο του ο Αμερικανός διευθυντής που με είχε προσκαλέσει στην Αγγλία μετά τρία χρόνια εργασίας στη Θεσσαλονίκη, και μου ενεχείρισε εμπιστευτικά ένα έγγραφο που διασφάλιζε τη θέση μου στην εταιρία.

Ο πενηντάχρονος και νεανικός Μπομπ Ντονέλ ήταν τύπος βαρύς και αυστηρός και, παρά τα προσωπικά του προβλήματα, δίκαιος πάντοτε και έντιμος. Και επιπλέον, ανεχόταν τη δεδηλωμένη μου απέχθεια για τη χούντα παρόλο που εκείνος υποστήριζε ότι ο στρατός ήταν μια κάποια λύση για την Ελλάδα. Κάποτε, μάλιστα, μου είχε πει ότι εκτιμούσε την ευθύτητά μου αλλά ότι δεν έπρεπε και να το παρακάνω. Πήρα το έγγραφο και τον ευχαρίστησα, αν και δεν ήξερα αν έπρεπε να τον ευχαριστήσω.

Πάλι στο δρόμο και την περιπλάνηση, πάλι στην αναζήτηση, πάλι σε νέα πόλη. Είδαμε το εμπορικό της κέντρο και τα αξιοθέατα, κυρίως το συγκλονιστικό σύμπλεγμα της καμένης από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς παλιάς μητρόπολης, με πλάι της χτισμένη μια καινούρια και υπερσύγχρονη. Αυτή τη φορά όμως κάπως αδιάφορα και διαδικαστικά, χωρίς έστω και ίχνος από τη συγκίνηση της ανακάλυψης, χωρίς εκείνη την έξαρση και το μεθυστικό μυστήριο που σε τυλίγει όταν για πρώτη φορά εισέρχεσαι σε έναν καινούριο κόσμο.

Βρήκαμε σε κάποιο προάστιο του Κόβεντρι ένα διώροφο σπίτι του δήμου με χαμηλό ενοίκιο, που θα ήταν η πέμπτη και μάλλον πιο ολοκληρωμένη κατοικία μας στην Αγγλία κι αρχίσαμε, με μισή καρδιά, να διεκπεραιώνουμε τις διατυπώσεις. Όμως ο φίλος μου, ο Σκωτσέζος Τζιμ Ρος, που είχε προσφερθεί να με βοηθήσει, επέμενε με παιδικό χαμόγελο κάτω απ’ το καψαλισμένο του μουστάκι, ότι θα ήμουν πολύ ευτυχισμένος εκεί με τη γυναίκα μου.

Την ίδια χρονική περίοδο συνέπεσε και απεργία των ταχυδρομικών. Τα αιτήματά τους δεν ήταν παράλογα. Διεκδικούσαν αύξηση δεκαπέντε τοις εκατό έναντι οκτώ τοις εκατό που καθόριζε η επίσημη οικονομική πολιτική και τριανταπέντε τοις εκατό που είχε ήδη εγκρίνει η κυβέρνηση για το ήδη διπλάσια αμειβόμενο προσωπικό μιας καθαρά εξαγωγικής βιομηχανίας αυτοκινήτων. Οι επιστολές όμως και τα δέματα δεν έφερναν πολύτιμο συνάλλαγμα στη χώρα και το υπουργικό συμβούλιο μπορούσε άνετα να είναι συνεπές με τις αρχές του.

Εκατόν πενήντα χιλιάδες ταχυδρομικοί έκαναν απεργία για δύο μήνες, ο κόσμος ταλαιπωρήθηκε, οι ιδιωτικές εταιρίες θησαύρισαν, το ειδικό ταμείο τους τινάχτηκε στον αέρα, οι ίδιοι πείνασαν, ένας κρεμάστηκε μέσα στα αποχωρητήρια μα λίγα κέρματα στην τσέπη του. Στο τέλος, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην εργασία με σκυμμένο το κεφάλι χωρίς να πάρουν ούτε δεκάρα παραπάνω.

Η κυβέρνηση εκούσια πάτησε τους ταχυδρομικούς και οι ταχυδρομικοί ακούσια πάτησαν εμάς. Τα γράμματα, που ήταν ένα δροσερό αεράκι στο Λονδίνο, ακόμη κι όταν έφερναν μαζί τους έγνοιες και προβλήματα, είχαν γίνει κυριολεκτικά η ανάσα μας στο Ντάνστεμπολ. Όλο αυτόν τον καιρό, ούτε πουλί πετάμενο δεν πλησίαζε την πόρτα μας, η μοναξιά και η ανία μας πλάκωναν σαν βράχος.


Ένα απόγευμα, γκρίζο και μονότονο σαν όλα τα απογεύματα, αφού είχαμε κάνει τις προβλεπόμενες κινήσεις και γυρίζαμε με το λεωφορείο στο διαμέρισμά μας, με την προοπτική της νέας μετεγκατάστασης και μιας ζωής πολλών ακόμη ετών σε μια Αγγλία χωρίς Λονδίνο, είπα στη Σοφία ότι ένιωθα να φτερουγίζει η ψυχή μου και να δραπετεύει από το παράθυρο. Το επόμενο μεσημέρι λίγο έλειψε να την ακολουθήσει και το σώμα μου.

Είχαμε τελειώσει νωρίτερα την καθιερωμένη βόλτα μας και βρέθηκα ολομόναχος στην αίθουσα με τα γραφεία και γύρω γύρω τα ανοιχτά παράθυρα. Κάθισα και άρχισε ανόρεκτα να ξεφυλλίζω τα χαρτιά μου. Ξαφνικά, από το τίποτα και χωρίς το παραμικρό προμήνυμα, αντίκρισα κατάματα το πρόσωπο του θανάτου. Στο οπτικό πεδίο μου έπεσε απότομο σκοτάδι σαν από ολική έκλειψη ηλίου, το μυαλό μου θόλωσε και πήρε ανάποδες στροφές, μια δίνη ακαταμάχητη με τραβούσε έξω απ’ το παράθυρο. Κάτι αλλότριο και παντοδύναμο είχε κυριαρχήσει μέσα μου και μου επέβαλε, αφού δεν ζούσα όπως ήθελα, να μην ζω καθόλου. Στα τριάντα δύο μου χρόνια, ένιωσα μέσα μου βαθιά ότι είχε έρθει η ώρα να πεθάνω.

Μέχρι και σήμερα, τριάντα χρόνια αργότερα, δεν έχω καταλάβει τι με κράτησε. Και ποια κλωστή είχε τη δύναμη να με κρατήσει. Να ήταν το χαμόγελο της Σοφίας, να ήταν η μακρινή ανάμνηση των δικών μου και των φίλων μου, να ήταν ό, τι ελάχιστο απέμενε από τις ζωτικές δυνάμεις μου; Να ήταν μήπως κάτι άγνωστο που αντιστεκόταν και προσπαθούσε να με πείσει να παλέψω και όχι να φύγω έτσι κουτά κι ανώφελα;

Σηκώθηκα απ’ τη θέση μου και, μέσα στη θολούρα και το πανικό, μισοξάπλωσα στο κρύο δάπεδο. Για να απομακρυνθώ με κάποιο τρόπο από το τίποτα που με μαγνήτιζε. Στο κεφάλι μου βούιζαν όλα τα μηχανήματα ενός αόρατου εργοστασίου, η τυφλή παρόρμηση συνεχιζόταν με την ίδια ένταση. Έτρεξα στους νιπτήρες και έριξα νερό στο πρόσωπό μου. Κανένα αποτέλεσμα. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν δυο-τρεις συνάδελφοι. Ζήτησα ένα τσιγάρο και, μετά δέκα μήνες αποχής, το άναψα και τράβηξα αλλεπάλληλες βαθιές ρουφηξιές. Και τηλεφώνησα αμέσως στη Σοφία να πάρει άδεια και να γυρίσουμε στο σπίτι.

Ακολούθησε ένα φρικτό απόγευμα και μερικές μέρες ακόμη χειρότερες. Μια θάλασσα απελπισίας ξεχείλιζε από μέσα μου για να πνίξει αυτή την άδεια ζωή μαζί με τον υπαίτιο. Ο παγιδευμένος σκορπιός γύριζε το κεντρί για να χτυπήσει το ίδιο του τον εαυτό. Ήθελα να πηδήξω από ψηλά, να πέσω μπροστά από φορτηγά, να κόψω τις φλέβες μου. Και το μοναδικό μου στήριγμα μέσα στη μαυρίλα ήταν η Σοφία. Με κατανόηση, με τρυφερότητα, με όλη της την ύπαρξη στεκόταν δίπλα μου άγρυπνη. Ποιος όμως μπορεί να σε σώσει όταν εσύ δεν θέλεις να σωθείς; Πήγαμε και σ’ έναν παθολόγο, κομψό κι ευγενικό, που απέδωσε την κατάστασή μου στους θερμαινόμενους χώρους και τη στεγνή ατμόσφαιρα.

Δεν μας έμενε πια καμία αμφιβολία, δεν μας έμενε άλλη διέξοδος. Είχαμε εξαντλήσει κάθε περιθώριο, ακόμη και τα ανύπαρκτα, και έπρεπε επιτέλους να γυρίσουμε εκεί που ανήκαμε. Διασχίσαμε και πάλι την Ευρώπη με το τραίνο, κλεισμένοι στο βαγόνι. Εγώ ούτε στον ξύπνο μου ήμουν καλά, ούτε στον ύπνο μου. Για να απασχοληθεί κάπως το μυαλό μου, που έδειχνε να έχει αυτονομηθεί και βαδίζει ασυγκράτητο προς την τρέλα, έπιανα στους διαδρόμους παιδαριώδεις συζητήσεις με εργάτες από τη Γερμανία. Που όμως ήταν βετεράνοι στον πόνο και τη μοναξιά.

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Άνθη της μοναξιάς (α' μέρος)

Στα δύο χρόνια επάνω, η Σοφία πρότεινε ξαφνικά να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Είχε κουραστεί,
είχε βαρεθεί, είχε νοσταλγήσει. Ιδίως τον ήλιο και τη θάλασσα. Κι αυτό παρά τη σχετική
οικονομική άνεση που μας επέτρεπε ο δεύτερος μισθός, παρά τα ταξίδια, παρά τους συγγενείς
και τους φίλους που μας επισκέπτονταν το καλοκαίρι. Κι έναν παράδεισο που ήταν πολύ
κοντά και απρόσιτος.

Η ζωή μας ήταν προγραμματισμένη στο κάθε σημαντικό και στην κάθε λεπτομέρεια και
ανούσια σαν δημητριακά με γάλα. Σπίτι γραφείο και γραφείο σπίτι, φαγητό στις έξι και μισή
και η συνέχεια μπροστά στην τηλεόραση. Ειδήσεις και προβλήματα, όπως το δολοφονικό
μυστήριο της Βόρειας Ιρλανδίας, που άλλοτε μας ενδιέφεραν και άλλοτε ακούγαμε αδιάφορα
και σιωπηλά.

Κι ελάχιστα βοηθούσαν οι καλύτερες στιγμές μας. Να πηγαίνουμε την Παρασκευή το βράδυ
στο σινεμά της γειτονιάς με την ηδονική αίσθηση ότι η Δευτέρα δεν θα έφτανε ποτέ, να
βγαίνουμε το Σάββατο για τα ψώνια της εβδομάδας στο Τέσκο και για μια βόλτα στις βιτρίνες
της Κινγκς Ρόουντ, να διαβάζουμε την Κυριακή το πρωί στην πολυθρόνα τις πολυσέλιδες
εκδόσεις του Ομπζέρβερ και των Σάντεϊ Τάιμς, να αλλάζουμε κάθε τόσο τη θέση των παλιών
επίπλων, να επισκεπτόμαστε τον Πιπαλούκ, το νεογέννητο πολικό αρκουδάκι στον ζωολογικό
κήπο.

Την ίδια εποχή, ανταμώσαμε και πάλι με τον παλιό μου φίλο τον Πολύβιο, που μας έφερε
δίσκους, βιβλία και ζεστασιά από την Ελλάδα. Είχε έρθει για να μου προτείνει να
συνεργαστούμε σε μια ιδιαίτερα προσοδοφόρα επιχείρηση που είχε ανοίξει στην Αθήνα ως
αντιπρόσωπος του αμερικανικού εκδοτικού οργανισμού Γκρόλιερ.

Όμως αρνήθηκα και στους δύο να γυρίσω, και αρνήθηκα κατηγορηματικά. Μου ήταν
αδιανόητο να εγκαταλείψω το Λονδίνο για την πρωτόγονη πραγματικότητα της χούντας.
Μάλιστα, με βασάνιζε συχνά στον ύπνο μου ένας εφιάλτης, ότι με είχαν, λέει, καλέσει και
πάλι στον στρατό και ένας βλοσυρός συνταγματάρχης μου έκανε εθνική ηθική
διαπαιδαγώγηση κάτω από μια αψίδα με τον φοίνικα ενώ η μπάντα παιάνιζε εμβατήρια.

Είχαμε ήδη αρχίσει να πηγαίνουμε σε αντιδικτατορικές εκδηλώσεις. Αναλάβαμε και μια
ομαδική εργασία, να μεταφράσουμε ανέκδοτα για τη δικτατορία και να εκδώσουμε ένα
βιβλιαράκι υπέρ των εξόριστων και των φυλακισμένων. Εγώ έκανα τη μετάφραση και
έγραψα τον πρόλογο, η Μόλυ έλεγξε τη γλαφυρότητα της αγγλικής, η Σοφία τα
δακτυλογράφησε στις δύο γλώσσες, ο Παύλος τα τύπωσε και τα βιβλιοδέτησε. Και τα
πουλούσαμε όλοι μαζί το απόγευμα στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο Τραφάλγκαρ Σκουέρ
και το βράδυ στη συναυλία στο Σάβιλ Θήατερ.

Ήταν η πρώτη επέτειος της δικτατορίας και η Μελίνα με κόκκινο φόρεμα είχε μιλήσει και είχε
τραγουδήσει στη πλατεία, τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας. Μέσα στη συγκίνηση,
μερικοί έκαψαν τα διαβατήριά τους, κι εμείς, που πια δεν ξέραμε αν μας ανήκει κάποιο χώμα,
πήραμε μέρος στη διαδήλωση που ακολούθησε με τους αστυνομικούς να ρυθμίζουν την
κυκλοφορία και να μας περιεργάζονται ειρωνικά.

Στη συναυλία που έδωσε το ανσάμπλ του Θεοδωράκη, τραγουδήσαμε στην κατάμεστη
αίθουσα τα τραγούδια της ρωμιοσύνης, μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη
Καλογιάννη, τους σφίξαμε το χέρι και τους δωρίσαμε το βιβλιαράκι με τα ανέκδοτα. Η
Γκάρντιαν την άλλη μέρα έγραψε ότι η ατμόσφαιρα, ο ενθουσιασμός και το πάθος της
εκδήλωσης θύμιζαν τον καιρό του ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Αργότερα πήγαμε και στην
παρουσίαση του πνευματικού εμβατηρίου στο Άλμπερτ Χολ, από τον ίδιο τον Μίκη μετά τη
φυγάδευσή του από τον Σερβάν Σρεμπέρ.

Μας έμενε όμως μια πικρή βεβαιότητα ότι η δικτατορία ήταν πια γερά εδραιωμένη και ότι τα
ελάχιστα δικά μας και τα περισσότερα των άλλων ήταν απλώς για την τιμή των όπλων. Κι
ότι έπρεπε να το χωνέψουμε καλά ότι θα ζούσαμε δέκα και είκοσι χρόνια στην Αγγλία.
Περίπου τότε άρχισαν να εμφανίζονται και τα πρώτα σωματικά συμπτώματα άγχους και
κατάθλιψης. Ηπιότερα στη Σοφία, που ήταν πιο δυνατή, εντονότερα σε μένα. Σφίξιμο και
πόνοι στη μέση του στήθους, ζαλάδες, μια αίσθηση ασφυξίας και πνιγμού. Ένα πρωί,
διπλώθηκα σε δύο πάνω στο γραφείο απ’ τις σουβλιές στη σημείο της καρδιάς.

Ο οικογενειακός μας γιατρός ήταν ο ίδιος αγγλοεβραίος και σοφός που, όταν κάποτε η Μόλυ
διαμαρτυρήθηκε ότι ο Μάρκος δεν άνοιγε το στόμα του για να τον ταϊσει, της είχε συστήσει να
βουλώσει εκείνη το δικό της. Μου είχε ήδη δώσει ένα ισχυρό φάρμακο που με ανακούφισε
προσωρινά. Όταν με είδε να μπαίνω επειγόντως, δήλωσε χωρίς με εξετάσει ότι δεν είχε τίποτα
η καρδιά μου. Κι ότι δεν μπορούσε εκείνος με χαπάκια να κάνει τη δουλειά μου πιο
ενδιαφέρουσα, να γράψει τα βιβλία μου, να ανατρέψει τους συνταγματάρχες. Μην σκέπτεσαι
τα προηγούμενα δέκα χρόνια, μου τόνισε, σκέψου τα δέκα επόμενα. Και γράψε στα βιβλία
σου στα αγγλικά. Πάτε μια βόλτα με τη γυναίκα σου, αγοράστε ένα μπουκάλι κρασί και ρίξτε
το έξω.

Ωραίες φιλοσοφημένες κουβέντες και ουσιαστικά ανεφάρμοστες. Αν εγώ ήμουν από κείνους
που μπορούσαν να το ρίξουν έξω, ποτέ δεν θα είχα φτάσει σ’ αυτή την κατάσταση.
Στραφήκαμε και πάλι στους φίλους μας. Τον Παύλο που ήταν παλαιοπώλης εικοσιπέντε
χρόνια τώρα στο Λονδίνο, και στη Μόλυ του, παχουλή κοκκινομάλλα Αγγλίδα με φράντζα και
φακίδες και, ταυτόχρονα, ζεστή, εγκάρδια και φιλόξενη Ελληνίδα. Τον Παύλο με το μαύρο
μουστάκι και τα πυκνά σγουρά μαλλιά, που έλεγε ότι οι πωλήτριες των καταστημάτων τον
έβλεπαν από μακριά και ήταν σίγουρες ότι δεν επρόκειτο να τον καταλάβουν.

Στο σπίτι τους γιορτάζαμε συνήθως τα Χριστούγεννα και στην αυλή τους ψήναμε το αρνί το
Πάσχα, μαζί με τα παιδιά τους, τον Μάρκο και τη Ζωή, και τη γλυκύτατη, μαυροντυμένη και
αθόρυβη Ελληνίδα γιαγιά. Μαζί με τη Λαλίτα και τον Νίκο, που ήταν καπετάνιος του
εμπορικού ναυτικού και είχε έρθει στο Λονδίνο για να βελτιώσει τα αγγλικά του. Και τη
γυναίκα του Νικηφόρου Βρεττάκου που έμεινε ένα διάστημα στη σοφίτα πάνω από το μαγαζί
του Παύλου. Πηγαίναμε και στο άνετο διαμέρισμα του Μύρωνα και της Ντίνας, όπου
συναντούσαμε διάφορους επισκέπτες από την Ελλάδα, κατά κανόνα εμφανώς
ικανοποιημένους με τον εαυτό τους και πιο διακριτικά με τους συνταγματάρχες.

Ακόμη, κάναμε παρέα με τη Βιολέτα και τη Ρόζμαρι, αρμενοπούλες αδερφές από την Αθήνα,
που είχαν πια εγκατασταθεί μονίμως στο Λονδίνο και είχαν υιοθετήσει τη λαϊκή διάλεκτο και
προφορά. Μας κάλεσε και ο Πόλντι στο σπίτι του στο Κινγκς Λάνγκλεϊ, ένα χωριουδάκι στις
παρυφές της πόλης, όπου η γυναίκα του ήταν δασκάλα σε πρότυπο σχολείο. Η Αϊλήν μου είπε
ότι το βαθούλωμα στη βάση της μύτης είναι το χαρακτηριστικό σημείο του διανοούμενου.
Μετά αυτή την αμφίβολη τιμή, έκανε και μουσακά για να μας ευχαριστήσει, μην ξέροντας
βέβαια ότι εγώ δεν έτρωγα τις μελιτζάνες. Ευτυχώς, οι μελιτζάνες ήταν πανάκριβες, όπως όλα
τα ζαρζαβατικά, και η λεπτή φέτα που έβαλε στο φαγητό ούτε καν μύριζε μέσα στις πατάτες.


Ίσως λοιπόν δεν θα έπρεπε να νιώθουμε τόση μοναξιά. Αντικειμενικά. Φίλοι, περιστασιακές
εγκάρδιες γνωριμίες με κάθε καρυδιάς καρύδι, ταξίδια διακοπών σε χώρες της ηπειρωτικής
Ευρώπης. Ίσως άλλοι στη θέση μας να ήταν πιο χαρούμενοι. Όπως οι γηγενείς που έκαναν το
κάθε τι για αντιδράσουν στον γκρίζο και μονότονο καιρό και τη διάχυτη μελαγχολία. Έβαφαν
τις πόρτες των σπιτιών τους σε έντονα κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλί και άλλα χρώματα,
κρατούσαν όρθιο το κεφάλι και σφύριζαν κεφάτα το πρωί, οι γριούλες διάλεγαν παρδαλά καπέλα.

Ναι, οι μόνιμοι κάτοικοι της χώρας ήταν γερά προπονημένοι στη μοναξιά. Όπως
επαναλάμβανε χαρακτηριστικά και το ωραίο τραγούδι των Μπητλς, κοίτα όλους αυτούς τους
μοναχικούς ανθρώπους. Επτακόσιες χιλιάδες ηλικιωμένοι ζούσαν ένας-ένας σε μικρά
διαμερίσματα της πρωτεύουσας και το Εθνικό Σύστημα Υγείας είχε προβλέψει να τους
επισκέπτονται τακτικά κοινωνικοί λειτουργοί, απλώς και μόνο για να τους κρατάνε
συντροφιά. Οι γέροι καμιά φορά καλούσαν το ασθενοφόρο, όχι γιατί είχαν κάποιο πρόβλημα,
αλλά για να ανταλλάξουν έστω και δυο κουβέντες με τους άλλους στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου.

Κάποια χαράματα, στη χαύνωση μεταξύ ύπνου και ξύπνου, άκουσα δυνατές φωνές από το
κεφαλόσκαλο. Αρνήθηκα αρχικά να αντιδράσω αλλά τελικά άνοιξα τα μάτια. Όχι εσένα, τον
άντρα, τον άντρα, έλεγε η σπιτονοικοκυρά στη Σοφία. Βγήκα ξυπόλυτος και κουτρουβάλησα
στις σκάλες. Με δυσκολία μπήκαμε στο δωμάτιο του πατέρα της γιατί ο γεράκος είχε πέσει τη
νύχτα απ’ το κρεβάτι και έφραζε την πόρτα με το σώμα του. Είχε μια έκφραση υπέρτατης
απορίας και δέους στο πρόσωπο, μια παγεράδα στα μάτια που κοίταζαν χωρίς να βλέπουν. Το
στόμα του έχαινε ορθάνοικτο μ’ ένα μοναδικό δόντι σαν φύλακα σε έρημο δεσμωτήριο.

Πήρα μηχανικά το λιπόσαρκο σώμα στην αγκαλιά μου και το απέθεσα στα σεντόνια.
Βρισκόταν ήδη σε νεκρική ακαμψία. Όπως πατούσαμε για να ισιώσουμε τα πόδια, σηκωνόταν
από τη μέση κι επάνω. Εκείνη τη στιγμή της πλήρους αμηχανίας, εισόρμησε η γριά και ζήτησε
να μάθει τι συνέβαινε. Η Πιου της εξήγησε με μισόλογα. Θα του δώσω το φιλί της ζωής, φέρε
λίγο κονιάκ, τώρα θα συνέλθει. Μαμά, έσκουξε με προσποιητή οδύνη η κόρη, νομίζω ότι ο
μπαμπάς έχει πεθάνει.

Σώπα, μην λες τέτοια πράγματα, την έκοψε η γριά σαν να είχε ειπωθεί κάτι ανήκουστο.
Ακολούθησαν απερίγραπτες σκηνές. Η γριά πάσχιζε να του δώσει πνοή με το σουρωμένο
στόμα της, του έτριβε το στήθος και τα πόδια, τον μάλωνε. Γιατί δεν με φώναξες να σε
βοηθήσω, δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό, δεν θα μ’ αφήσεις μόνη. Κρυφά, διστακτικά σαν
παρείσακτος, βγήκα και ανέβηκα επάνω, ενώ στ’ αυτιά μου αντηχούσε η φράση, δεν θα μ’
αφήσεις μόνη. Ύστερα από ένα τέταρτο, άκουσα τη βαριά, επίσημη φωνή του γιατρού που
πιστοποιούσε τον θάνατο.

Ο πενηνταπεντάχρονος Έντι Άντερσον, που σε αντίθεση με τον μίστερ Μούνι είχε
συμπαθήσει τους Έλληνες συμπολεμιστές του στη Μέση Ανατολή, μας κάλεσε για τσάι ένα
Σάββατο πρωί στο σπίτι του. Ο Έντι είχε γεννηθεί στο Κιου Γκάρντενς κι η γυναίκα του στο
Ρίτσμοντ, δύο ωραία δυτικά προάστια του Λονδίνου, και κάποτε μετακόμισαν στο Κίγκστον
πλάι στον Τάμεση, μια ακόμη ωραιότερη περιοχή, λίγα χιλιόμετρα δυτικότερα.

Όταν βγήκαμε από τον σταθμό, αντικρίσαμε μια ειδυλλιακή εικόνα. Κουκλίστικα σπιτάκια
από τις δύο μεριές του δρόμου, καταπράσινοι κήποι, παντού τριανταφυλλιές, παρτέρια με
λουλούδια και φρεσκοβαμμένοι φράχτες κάτω από τον ήλιο, σκύλοι και γάτες και πουλιά σε
αρμονική συμβίωση και ατέλειωτο παιχνίδι, οι άνθρωποι με χαμόγελο μακαριότητας να
πλένουν τα αυτοκίνητα και να ποτίζουν το γρασίδι.

Αφού λοιπόν είπαμε πολλά και διάφορα με το ευγενικό μεγαλύτερο ζευγάρι, ο Έντι πρόσθεσε
με ένα χαμόγελο ικανοποίησης και ήπιου αυτοσαρκασμού ότι, μετά δέκα χρόνια, είχαν
επιτέλους γίνει δεκτοί στη γειτονιά. Ναι, επιβεβαίωσε σαν απάντηση στο έκπληκτο βλέμμα
μας, την περασμένη εβδομάδα μας κάλεσαν οι απέναντι να φάμε μαζί. Και συνέχισε, λέγοντας
ότι πριν λίγο καιρό είχαν δει πολλά μπουκάλια γάλα και εφημερίδες στο κατώφλι ενός
γείτονα, σκαρφάλωσε κάποιος στο ανοιχτό πίσω παράθυρο και τον βρήκε από μέρες πεθαμένο
στο κρεβάτι του.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Μια σοφίτα στον νησί των θησαυρών (γ΄ μέρος)



Στο γραφείο και στη μεγάλη αίθουσα με ακριβή μοκέτα ήταν περιμετρικά διατεταγμένοι οι
συνάδελφοί μου, παλιότεροι και νέοι. Ο λεπτός και ευγενικός φίλος μου, ο Πόλντι Σάιμον απ’
την Αυστρία, που είχε γεννηθεί στη Μόσχα από πατέρα διπλωμάτη και ήταν κάποτε ακούσιο
μέλος της χιτλερικής νεολαίας. Ο Έντι Άντερσον και ο Βικ Μέι, γνήσιοι Λονδρέζοι με μια
πηγαία λεβεντιά και εντιμότητα, ένα κοκκινοπρόσωπο ραμολιμέντο ονόματι μίστερ
Φρέντσαμ, που συνεχώς έλεγε τα ίδια ανέκδοτα, ο αγγλόφοβος Σκωτσέζος Τζιμ Ρος, που
επέμενε ότι ήταν το ίδιο ξένος όπως κι εγώ, ο κόκνι Άλμπερτ, ένας μεγαλόσωμος
γκριζομάλλης που για να συνεννοηθεί με τους συμπατριώτες του χρειαζόταν διερμηνέα. Ο
Μάικ και ο Ντέιβιντ, δύο συμπαθητικά εικοσάχρονα παιδιά στη γωνία, ο πάντα
χαμογελαστός Τόνι Σάμιουελ, ο Άντζελα, ένα θεσπέσιο πλάσμα, η γλυκιά Τζάνετ και η Πένυ
και κάνα δυο ακόμη καλοντυμένες γραμματείς. Και ένα Ιρλανδός μίστερ Μούνι, μέγας
ανθέλλην λόγω του ονόματός του. Και βέβαια οι Αμερικανοί διευθυντές, εγκάρδιοι και
φιλικοί, κλεισμένοι στα ιδιαίτερα γραφεία τους.

Ο κύριος Μούνι, με συνηθισμένο όνομα ποιητικό στην ιδιαίτερη πατρίδα του, είχε φροντίσει
να σούρει τα μύρια όσα εναντίον των Ελλήνων πριν ακόμη από την άφιξή μου.
Πενηντάχρονος και παλιός αξιωματικός του βρετανικού στρατού, είχε υπηρετήσει στη Μέση
Ανατολή και είχε πάει κάποτε να ψωνίσει σ’ ένα ελληνικό κατάστημα στην Αλεξάνδρεια,
όπως μας διηγήθηκε. Όταν δήλωσε το όνομά του για την απόδειξη αγοράς, έπεσε το μεγάλο
γέλιο από τις πωλήτριες. Από τότε ο κύριος Μούνι είχε μισήσει κάθε τι το ελληνικό, γεγονός
που επέτεινε και η αναπόφευκτη μικρόνοια του στρατιωτικού.

Η μεγάλη αυτή βιομηχανική εταιρία αυτοκινήτων, που έφερε το όνομα μιας γνωστής
οικογένειας λόρδων, είχε εξαγοραστεί από ένα αμερικανικό κολοσσό και βρισκόταν σε φάση
πλήρους αναδιοργάνωσης. Απασχολούσε τότε συνολικά είκοσι εφτά χιλιάδες εργάτες και
υπαλλήλους σε δέκα εργοστάσιο ανά το Ηνωμένο Βασίλειο. Στην κεντρική διεύθυνση
προγραμματισμού και ελέγχου παραγωγής, ήμασταν όλοι πεπειραμένα επιτελικά στελέχη,
εγώ εξειδικευμένος στην εσωτερική οργάνωση. Το αντικείμενο της εργασίας μου ήταν διπλό.
Πρώτα έπρεπε να παρακολουθώ το δημοφιλέστερο σπορ των Βρετανών, που βέβαια δεν ήταν
το ποδόσφαιρο ή το κρίκετ αλλά οι απεργίες πάσης φύσεως και αιτιολογίας.

Απεργίες επίσημες, δηλαδή εξουσιοδοτημένες από τα συνδικάτα, και απεργίες ανεπίσημες, που
ονομάζονταν και απεργίες της αγριόγατας. Απεργίες που σήμαιναν άρνηση εκτέλεσης της
εργασίας και απεργίες που, αντιστρόφως, προέβλεπαν τη σχολαστική τήρηση των
κανονισμών και προκαλούσαν ατέλειωτες καθυστερήσεις. Απεργίες διαμαρτυρίας για κάποια
νομοθετήματα, απεργίες για ικανοποιηθούν οικονομικές και άλλες διεκδικήσεις των
εργαζομένων, απεργίες λόγω διαφορών μεταξύ των ίδιων των συνδικάτων. Και απεργίες,
χωρίς εμφανή λόγο και έτσι στα καλά καθούμενα, γιατί κάποιοι δεν άντεχαν άλλο την
αποκτηνωτική μονοτονία των επαναληπτικών κινήσεων που επέβαλε η αύξηση της
παραγωγικότητας, βροντούσαν τα εργαλεία κάτω με κάποια πρόφαση και έβγαιναν έξω να
πάρουν μιαν ανάσα.

Κάποτε έκλεισε για δέκα μέρες όλη η βιομηχανία αυτοκινήτων γιατί είχαν κάνει απεργία
εφτά καθαρίστριες στο Λούκας, ένα τεράστιο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικών ειδών και
εξαρτημάτων στο Μπέρμινχαμ. Όταν άρχισαν να βρωμούν τα αφοδευτήρια, απέργησε με τη
σειρά του το τεχνικό προσωπικό. Το αποτέλεσμα ήταν να σταματήσει ο εφοδιασμός των
διαφόρων εταιριών παραγωγής αυτοκινήτων και, αναγκαστικά, να απολυθεί προσωρινά
μεγάλο μέρος του προσωπικού τους.

Κάθε πρωί ξεσκόνιζα τις εφημερίδες και τηλεφωνούσε σε όλα τα εργοστάσια της εταιρίας
αλλά και στους κυριότερους προμηθευτές πρώτων υλών και εξαρτημάτων για να
διαπιστώσω αν είχε ανακύψει κάποιο πρόβλημα που απειλούσε να διακόψει τη ροή του
εφοδιασμού. Στην συνέχεια, συνέτασα μία συνοπτική έκθεση προς τον Διευθύνοντα Σύμβουλο
και την Εκτελεστική Επιτροπή και, πριν τη φωτοτυπήσω, την κοιτούσα πέντε φορές μήπως
και μου ξεφύγει κάποιο λάθος στη διατύπωση ή την ορθογραφία.

Το δεύτερο καθήκον μου ήταν να ταξιδεύω τακτικά στο Κόβεντρι, το Μπέρμινχαμ, τη
Γλασκώβη και σε άλλες πόλεις για να συντονίσω και να επιβλέψω επιτόπου, εγώ από την
Ελλάδα, την εφαρμογή των αμερικανικών συστημάτων και διαδικασιών από το βρετανικό
προσωπικό των εργοστασίων. Έπαιρνα συχνά το τραίνο των 8.15΄ από τον σταθμό του
Γιούστον Ρόουντ στο Βόρειο Λονδίνο κι άλλοτε από σταθμούς στο Δυτικό ή στο Νότιο
Λονδίνο, καμιά φορά το αεροπλάνο από το Χήθροου και μερικές φορές ταξίδευα από τον
αυτοκινητόδρομο Μ1 με κάποιον συνάδελφο αφού εγώ δεν ήξερα να οδηγώ.

Τα μεσημεριανά διαλείμματα πηγαίναμε όλοι μια παρέα σε κάποιο πολύβουο καπηλειό να
πιούμε μια μπύρα όρθιοι και να κουβεντιάσουμε, όχι πια για την εταιρία. Μπύρα ζεστή
εννοείται γιατί, αν ζητούσες κρύα, σε περνούσαν για βλάχο και σε κοίταζαν παράξενα.
Άλλοτε πάλι έβγαινα μόνος μου σε κοντινή πλατεία ή αγορά, ιδίως όταν ο καιρός ήταν καλός,
να φάω το ψωμοτύρι μου, να ξεφυλλίσω την εφημερίδα και να περιεργαστώ τα πέριξ.

Στις πλατείες αυτές αλλά και στους έρημους και πολλές φορές χιονισμένους επαρχιακούς
σταθμούς, ακόμη κι όταν οι άνθρωποι ήταν καλοί κι ευγενικοί, ακόμη κι όταν το περιβάλλον
ήταν ειδυλλιακό και πάνω από τις στέγες έσκαζε μύτη ένας ήλιος θαμπός, απορούσα πώς
έμπλεξα και τι γύρευα εκεί και τι ήταν αυτά που αναγκαζόμουν να κάνω. Και αισθανόμουν
από άλλο ανέκδοτο, όχι μόνον σαν εκπατρισμένος αλλά και σαν εξόριστος ή ναυαγός. Κι
ακόμη πιο έντονα αισθανόμουν ότι κάθε μέρα έβαζα τη ζωή μου σε μια μαύρη πλαστική
σακούλα και την πετούσα στον κάδο των απορριμμάτων.


Το ωράριο μας στο γραφείο ήταν από τις εννιά ως τις πέντε, με μια ώρα διάλειμμα το
μεσημέρι, Δευτέρα ως Παρασκευή. Άνετες και πολυτελείς συνθήκες εργασίας, με αρκετούς να
φτάνουν καθυστερημένοι και, μέχρι να απλώσουν τα χαρτιά τους, να εμφανίζεται η
συμπαθητική γυναικούλα, σπρώχνοντας το τρόλεϊ με το τσάι, τον καφέ, τα βουτήματα και τις
σοκολάτες. Ε, λίγο αργότερα ήταν και το διάλειμμα. Ακολουθούσε άλλο τσάι το απόγευμα,
λίγη δουλειά και περισσότερη κουβέντα και στις πέντε παρά δέκα, λες και φυσούσε ξαφνικός
σιμούν, τα γραφεία ερήμωναν. Πουθενά αλλού και ποτέ άλλοτε δεν είδα τόσους πολλούς να
εργάζονται τόσο λίγο. Εκτός από τους αμερικανούς διευθυντές που αμείβονταν ηγεμονικά και
δούλευαν σκυλίσια, συχνά ως αργά τη νύχτα.

Ως μακρινός απόγονος του πολυμήχανου Οδυσσέα και ειδικός μελετητής των στατιστικών και
άλλων δεδομένων, η πιο απλά ως μπαρουτοκαπνισμένος κουμαρτζής, είχα αναλάβει εγώ να
συμπληρώνω το Προ-Πο του Σαββάτου, που παίζαμε ομαδικά στο γραφείο, ενώ ο Πόλντι
μάζευε τα λεφτά του ρεφενέ. Από πενήντα πέντε ως εξήντα πέντε αγώνες όλων των
κατηγοριών του αγγλικού και του σκωτσέζικου πρωταθλήματος ποδοσφαίρου, έπρεπε να
προβλέψουμε τις οκτώ ισοπαλίες. Έτσι, κάθε Παρασκευή μαζεύαμε τα χαρτιά μας και
βροντούσαμε το συρτάρια μας με όνειρα πλούτου και ελευθερίας, και κάθε Δευτέρα
επιστρέφαμε χαμένοι παρά τρίχα και καταπτοημένοι. Και αιωνίως δούλοι.

Ένα ακόμη πρόβλημα, καθαρά δικό μου και οξύτερο στην αρχή, ήταν η τηλεφωνική
επικοινωνία. Άντε να καταλάβει το όνομά μου ο Σκωτσέζος και ο βόρειος Εγγλέζος κι όλοι οι
άλλοι Βρετανοί που έβγαιναν απ’ το νησί μόνον για αεροπορικές διακοπές πακέτο και
πήγαιναν κατευθείαν στο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο της Ισπανίας, απ’ το δωμάτιο στο μπαρ
κι από το μπαρ στην αμμουδιά. Με τον διπλό τονισμό των μεγάλων λέξεων, εκλάμβαναν το
Νίκη – ως όνομα και το –φόρου ως επίθετο.

Και άντε να καταλάβω εγώ αμέσως την ομιλία από χείλη που δεν έβλεπα, τα οποία μάλιστα
κάλυπτε συχνά κατά το ήμισυ η παραδοσιακή τους πίπα. Άντε να καταλάβω μια ομοβροντία
από μονοσύλλαβα, δισύλλαβα και, από το ένα τηλεφώνημα στο άλλο, κόκνι, ντοπιολαλιές,
ιδιώματα. Ο Τόλης μιλάει τα αγγλικά της βασίλισσας, έλεγαν χαμογελώντας οι συνάδελφοί
μου.

Την πρώτη μέρα που ρώτησαν εμένα πώς γράφεται μια τετρασύλλαβη λέξη, γύρισα το κεφάλι
παραξενεμένος αλλά σύντομα συνήθισα να τους λύνω τις ορθογραφικές απορίες. Όταν καμιά
φορά σκύβαμε όλοι μαζί πάνω από το σταυρόλεξο της Γκάρντιαν, αφού οι άλλοι αγόραζαν
ταμπλόιντ που πετούσαν στο τραίνο ή ντρέπονταν να τα βγάλουν στην επιφάνεια, μου έκανε
εντύπωση η άγνοιά τους. Εκείνοι είχαν βέβαια υπεροχή στους αγγλισμούς και τις μικρές
πρωτόγονες λέξεις, και εγώ στις πολυσύλλαβες ελληνικές ή λατινικές. Όταν λοιπόν κάποιος
αποτολμούσε να περηφανευτεί για τη βρετανική υπεροχή, αρκούσε ένα αρχαίο ρητό για να
επανέλθει αμέσως στην τάξη.


Το επόμενο καλοκαίρι άρχισε να εργάζεται και η Σοφία, στην αρχή ως δακτυλογράφος στο
τμήμα ανταλλακτικών στη γέφυρα και αργότερα ως γραμματέας στο τμήμα μηχανογράφησης
στο ισόγειο. Νέες γνωριμίες και νέα προβλήματα, δικά της τη φορά αυτή. Προϊστάμενος της
ήταν ο κύριος Γκρέιαμ, ένας εξευρωπαϊσμένος Αμερικανός και μάρτυρας του Ιεχωβά με
ωφελιμιστική προσέγγιση, που απορούσε πώς η Σοφία μπορούσε να έχει ηθικές αρχές χωρίς να
πιστεύει σε θρησκείες και να προσδοκά κάποια ανταλλάγματα. Μάλιστα ένα βράδυ μας
κάλεσε στο σπίτι του και, όταν φύγαμε, γελούσαμε με την προσπάθειά του να μας
προσηλυτίσει με το ακαταμάχητο επιχείρημα ότι δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε και, επιπλέον,
θα ήμασταν εξασφαλισμένοι σε περίπτωση που πράγματι υπήρχε ένας τέτοιος θεός.

Περίπου αντίστοιχος του μίστερ Μούνι ήταν κάποιος χαλαζοχτυπημένος Τζακ, ενώ ο ψηλός
, ξανθός, γαλανομάτης Ίαν και η μικρόσωμη μελαχρινή Γκουίνεθ, μαχητικοί σοσιαλιστές,
ήταν θαυμάσια παιδιά από κάθε άποψη. Μια χαριτωμένη Κινεζούλα από το Χονγκ Κονγκ της
έλεγε, μην διαμαρτύρεσαι, Σοφία, εσύ δεν φαίνεσαι τουλάχιστον. Τι να πω κι εγώ που
βλέπουν από μακριά το χρώμα μου και τα σχιστά μου μάτια.

Η Σέβιντζ ήταν ένα καλλιεργημένο κορίτσι απ’ την Άγκυρα που του είχαν κάνει τη ζωή
τυραννία. Κι εκείνη δεν παρέλειπε με κάθε ευκαιρία να τονίσει, ευτυχώς που έχω την
Ελληνίδα φίλη μου, και να καταπλήξει τους πάντες. Πρώτους εμάς όμως είχαν καταπλήξει,
διαλύοντας τις προκαταλήψεις μας, όλοι οι Τούρκοι που είχαμε συναντήσει. Όπως τότε που
καθίσαμε σε μια καφετέρια του Γουέστ Εντ μαζί με τη Βιολέτα και τη Ρόζμαρι και ήρθε ο
υπεύθυνος να μας ρωτήσει αν ήμασταν από την Περσία. Όταν του είπα την εθνικότητά μας,
έλαμψαν τα μάτια του και απάντησε αυθόρμητα, εγώ είμαι Τούρκος και για τους φίλους μου
τους Έλληνες θα χρεώσω χαμηλότερες τιμές.

Τα μεσημέρια βγαίναμε για βόλτα στο Χάιντ Παρκ, συχνά με τον Γιώργο, φίλο σεμνό και
χαμηλόφωνο απ’ την Αθήνα, που εργαζόταν ως προγραμματιστής στο τμήμα της Σοφίας. Μια
μέρα μου τηλεφώνησε πάνω στον μεγαλύτερο φόρτο της δουλειάς και άρχισε να μου λέει
πολλά και διάφορα, ελάχιστα επείγοντα. Στο αγαπημένο μας παγκάκι αργότερα, μου εξήγησε
ότι είχε εκνευριστεί με τον εθνικισμό των συναδέλφων του, που δεν ήξεραν λέξη από ξένες
γλώσσες, είχε πάρει σβάρνα τους φίλους του και μιλούσε γαλλικά, γερμανικά και ελληνικά.

Όπως οι Έλληνες στην Ελλάδα και, πιθανότατα, οι κάτοικοι της Γης του Πυρός στη χώρα
τους, οι Άγγλοι ήταν βέβαια ο περιούσιος λαός. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκαν οι υπόλοιποι
του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και οι Αμερικανοί, Γάλλοι και Γερμανοί, ενώ στη τρίτη οι
μεσογειακοί και νοτιοαμερικανικοί λαοί συλλήβδην. Από κει και πέρα, Αφρικανοί, Κινέζοι και
Ινδοί, με έσχατους τους Πακιστανούς, μόλις προσέγγιζαν την ιδιότητα του ανθρώπου. Ίσως
τους μόνους που παραδέχονταν να ήταν οι Σκανδιναβοί. Ιδιαίτερα σαρκαστικά σχολίαζαν
τους Αμερικανούς πίσω από την πλάτη τους για την επιλογή των λέξεων, την ορθογραφία και
την προφορά τους. Ο ξεπεσμένος αριστοκράτης μνησικακούσε για τον παλιό εργάτη του
αγροκτήματος που επέστρεψε πλούσιος και αγόρασε τον πύργο των προγόνων του.


Το Χάιντ Παρκ ήταν μια υπόσχεση του παραδείσου την άνοιξη όταν, χωρίς προμήνυμα στην
παγωμένη ατμόσφαιρα, οι κρόκοι πρόβαλλαν παρήγορα τα πέταλά τους, μέσα στα χιόνια, με
χρώματα από καμένο κόκκινο ως βαθύ κίτρινο, μωβ και άσπρο. Κι ο ίδιος ο παράδεισος για
ανθρώπους, σκύλους, πουλιά και πάπιες το λονδρέζικο κατακαλόκαιρο που θύμιζε μεσογειακή άνοιξη.

Όταν ο ήλιος επιτέλους κατατρόπωνε τα σύννεφα και έδειχνε το πρόσωπό του, ολόκληρη η
απέραντη πολιτεία έστηνε γιορτή, εγκατέλειπε τη γκρίζα πραγματικότητα και προσχωρούσε
στη διάσταση του ονείρου. Ενός ονείρου με ατέλειωτα σπιτάκια στη σειρά, με παράξενα
καπέλα και πολύχρωμα φορέματα. Ενός ονείρου με τις εντελώς δικές του θαμπές εικόνες, με
τις δικές του μυρωδιές του παλιού ξύλου και του καπνού, με τις δικές του κραυγές, ομιλίες και
φωνές.

Τότε οι Λονδρέζοι αλλά και όλοι οι υπόλοιποι έβγαιναν από τα μάλλινα κοστούμια και τις
χοντρές τους μπλούζες και έμπαιναν στο μαγιό τους. Όχι βέβαια για να βουτήξουν στον
μαύρο Ατλαντικό, αλλά για να χαλαρώσουν ολημέρα ανάσκελα στο γρασίδι, ενώ τριγύρω
τους ανέμιζαν αυτιά και ουρές κι ακούγονταν χαρούμενα γαυγίσματα, καθώς το σκυλομάνι κυνηγιόταν πάνω κάτω και κάποτε ολοκλήρωνε το ξέφρενο παιχνίδι με ένα πλατς στο κρύο
νερό του Σέρπεντάιν.

Ωραίο το καταπράσινο γρασίδι, ωραίες οι λίμνες και τα ποτάμια, όμως η υγρασία δεν
αστειευόταν. Το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού υπέφερε από κάποιου είδους ρευματισμούς ή
αρθριτικά. Ένα πρωί έκανα να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι κι ένιωσα πόνο διαπεραστικό κι
αφόρητο από τη μέση ως τα δάχτυλα του αριστερού ποδιού. Κάθε μου κίνηση συνοδευόταν κι
από ένα αχ. Ο γιατρός που ανέβηκε στη σοφίτα και με εξέτασε, διέγνωσε λουμπάγκο. Μου
έδωσε μια συνταγή για χάπια, μεγάλα σαν φασόλια γίγαντες, και μου συνέστησε ανάπαυση
και υπομονή. Έμεινα στο κρεβάτι μια εβδομάδα και άλλες τρεις βάδιζα σέρνοντας το αριστερό
μου πόδι.

Βλέποντας με ποιο τρόπο ήταν κατασκευασμένα τα σπίτια, τουβλάκι πάνω το τουβλάκι,
συνήθως βαθυκόκκινο, ξύλο πάνω το ξύλο και λιγοστό τσιμέντο, ήσουν βέβαιος ότι, αν ποτέ
γινόταν σεισμός ελληνικού τύπου, δεν θα έμενε τίποτα όρθιο. Τίποτα όρθιο δεν είχε μείνει και
ύστερα από τις σπάνιες εκρήξεις που οφείλονταν σε διαρροή γκαζιού. Αφού, όταν περνούσε
ελαφρύ τραίνο σε κάποια απόσταση, σβάρνιζε μια ολόκληρη τριώροφη οικοδομή. Όμως το
υπέδαφος της χώρας ήταν ακλόνητο όπως οι άγραφοι νόμοι και οι παραδόσεις της.