Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Απ' το νησί των θησαυρών στη γενική επιστράτευση (β' μέρος)

Η φάλαγγα όμως είχε ήδη βγει απ’ το χωματόδρομο και ρόλαρε στην άσφαλτο με κατεύθυνση
το Ζαγκλιβέρι, μεταφέροντας ψυχές και θάνατο. Πλάι στη λίμνη που άστραφτε μέσα σε μια
απίστευτη γαλήνη. Κι ενώ ο οδηγός κάθε τόσο μου έριχνε παρακλητικές ματιές. Μπράβο, του
είπα, είσαι εντάξει. Τώρα μπορεί η βελόνα σου να φτάσει τα είκοσι μ.α.ω., αλλά πρόσεχε γιατί
στην ευθεία γίνονται τα ατυχήματα. Πιο άνετος κι εγώ, ξαναβυθίστηκα στις σκέψεις μου.

Όχι, δεν είχα πάει απ’ την Αγγλία κατευθείαν στα Λαγκαδίκια. Πρώτα μου είχαν αφήσει
σημειώματα τέσσερις-πέντε φορές και με καλούσαν στο παράρτημα ασφαλείας του τρίτου.
Εκεί ένας κοντός και χοντρουλός, μια χωριατόφατσα με κρεπ παπούτσια, με ρωτούσε και με
ξαναρωτούσε τι έκανα στην Αγγλία και πού έμενα. Επέμενε να του γράψω και τις διευθύνσεις
μας, έβγαλε από ένα ογκώδες ντοσιέ τους ταχυδρομικούς φακέλους από τα γράμματα που
έστελνα στη μητέρα μου και τις συνέκρινε μπροστά μου. Ο φάκελός μας έχει αποκτήσει
σεβαστές διαστάσεις, είπα αργότερα στη Σοφία. Όμως εκείνη δεν την ενόχλησαν προσωπικά
γιατί, ως άνδρες βεριτάμπλ, απευθύνονταν στον αρχηγό της νόμιμης πια οικογένειας.

Όχι, δεν είχα πάει απ’ την Αγγλία κατευθείαν στα Λαγκαδίκια. Για να βγει αληθινός ο
εφιάλτης μου, με είχαν καλέσει πρώτα για μετεκπαίδευση στη σχολή πεζικού στη Χαλκίδα.
Εκεί ο διοικητής είχε εκφωνήσει στην υποδοχή ένα δεκάρικο υπέρ της εθνικής κυβερνήσεως κι
ενώ εγώ προχωρούσα κατηφής και θολωμένος, εμφανίστηκε πλάι μου εκείνο το χρυσό παιδί, ο
Γιάννης ο Στυλιανού, τρία χρόνια μικρότερός μου στο σχολείο, με αγκάλιασε και μου ψιθύρισε,
μην στενοχωριέσαι, μαζί θα περάσουμε εδώ αυτόν τον μήνα. Κι αν εξαιρούσαμε τις φάτσες
των μονίμων, αν εξαιρούσαμε όσα διασκεδαστικά έως εξοργιστικά έλεγαν όταν επιχειρούσαν
την παραμικρή παρέκβαση από τα στρατιωτικά, πράγματι περάσαμε ωραία οι τρεις μας στην
πόλη με τα γιασεμιά.

Ο Γιάννης, εγώ και η Σοφία, που βρήκε την ευκαιρία να κάνει τα μπάνια της όταν εμείς
λείπαμε στο στρατόπεδο, έστω στα ρηχά λίγο παρακάτω. Επέστρεφα κατά τις τρεις στο
δωμάτιο που νοικιάζαμε, έκανα ένα παγωμένο ντουζ και έπεφτα για ύπνο. Απ’ το απόγευμα
ως αργά το βράδυ, γυρίζαμε σε καφετέριες και εστιατόρια, πηγαίναμε στα θερινά σινεμά με
τις καουμποϊστικες και αστυνομικές ταινίες, κάναμε βόλτες κατά μήκος του πορθμού. Με τα
χταπόδια κρεμασμένα σαν μπουγάδα στην παραλία, βλέπαμε τα νερά να κατεβαίνουν
ορμητικά και ύστερα να γυρίζουν και να κυλούν προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Όχι, δεν είχα πάει απ’ την Αγγλία κατευθείαν στα Λαγκαδίκια. Πρώτα μου είχα τηλεφωνήσει
ένας λοχαγός του Α2 με κρητικό επίθετο, που επαναλάμβανε ότι κανονικά θα έπαιρνα
προαγωγή στην εφεδρεία και μπορεί να έφτανα σε ανώτερους βαθμούς και τι κρίμα να χάσω
αυτή την ευκαιρία. Δεν μπόρεσα να καταλάβω τελικά αν απλώς μου επισήμαινε τα
αμαρτήματά μου, αν ήθελε να νουθετήσω τη Σοφία ή αν μου συνιστούσε να χωρίσω για να
εξαγνιστώ και να ξανακερδίσω τον απολεσθέντα παράδεισο.

Από την άσφαλτο, η φάλαγγα μπήκε πάλι σε χωματόδρομο και κάποτε, ρωτώντας, φτάσαμε
στο πυκνό ρέμα του προορισμού μας, κοντά στο χωριό. Έσφιξα το χέρι των παιδιών, τα
ευχαρίστησα και είπα, όλα εντάξει και κανένα πρόβλημα, στον λοχαγό που μας περίμενε
εναγωνίως. Κρύψαμε τα Ρέο, όπως ήταν κατάφορτα με πυρομαχικά, κάτω από πανύψηλα
δέντρα στη κοίτη ενός ξεροπόταμου και σε σημείο όπου δεν θα τα ανακάλυπτε ούτε ιχνηλάτης
των ερυθροδέρμων, κι ύστερα άρχισα να ψάχνω μες στη νύχτα να βρω κάπου να κοιμηθώ,
χωρίς έστω ένα μπουφάν ή μια κουβέρτα. Στο τέλος, ψόφιος απ’ την κούραση, έγειρα στο
χώμα και σκεπάστηκα με ένα παχύ στρώμα από πευκοβελόνες.

Η ίδια ιστορία συνεχίστηκε για δυο μέρες ακόμη, με άλλα φορτηγά και άλλες αποθήκες και
εξοικειώθηκα τόσο πολύ με τα πυρομαχικά που έφτασα να ξαπλώνω πάνω στα κασόνια και
να παίζω με τις χειροβομβίδες λες κι ήταν μανταρίνια. Και το πιο δύσκολο, κέρδισα κάποιο
σεβασμό από τους ζόρικους φορτηγατζήδες, που μου απηύθυναν τον λόγο σεμνά από
απόσταση ασφαλείας και με ελαφρά σκυμμένο το κεφάλι ενώ εγώ ξεκαρδιζόμουν από μέσα
μου. Όταν τα είχα μεταφέρει όλα και νόμισα ότι ξεμπέρδεψα, ο έφεδρος ταγματάρχης με τον
μόνιμο λοχαγό μου είπαν, συγχαρητήρια, επιδείξατε σπουδαία προσόντα, σκεφτόμαστε τώρα
να σας ορίσουμε αξιωματικό οπλισμού του τάγματος.

Εκεί επάνω παραφέρθηκα γιατί δεν φανταζόμουν ότι η περιστασιακή και απρόθυμη γνωριμία
μου με τα πυρομαχικά θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μόνιμη συμβίωση. Δεν φτάνει, δηλαδή,
που με απαυτώσατε τρεις μέρες τώρα; Εγώ είμαι διερμηνέας και ελάχιστα γνωρίζω από
πυρομαχικά, κοιτάξτε και το απολυτήριό μου. Δεν υπήρχε όμως περίπτωση να τη
σκαπουλάρω αν δεν εμφανιζόταν, ως από μηχανής θεός, για να παραλάβει τα πυρομαχικά
μια μοδιστρούλα με τη μέλισσα στο πέτο, δηλαδή, ένας φροντιστής που είχα καταταγεί με
καθυστέρηση.

Ενώ είχα μισήσει τις πευκοβελόνες και πλέον ονειρευόμουν μια σχετικά άνετη θέση σε
γραφείο ή, το πολύ-πολύ, να μου αναθέσουν μια διμοιρία τυφεκιοφόρων, το δίδυμο
συσκέφτηκε και μου ανακοίνωσε ότι τα επόμενα καθήκοντά μου θα ήταν να αναλάβω
υποδιοικητής του λόχου υποστηρίξεως τάγματος. Δεν έχω ιδέα από βαρέα όπλα,
διαμαρτυρήθηκα, ούτε καν θυμάμαι τι μας είχαν διδάξει στο Ηράκλειο πριν δεκατέσσερα
χρόνια. Αυτοί όμως συνέχισαν να με κοιτάνε με βλέμμα τεθωρακισμένου που παρέμενε
αδιάτρητο από κάθε αντιαρματικό, και αναγκάστηκα για μια φορά ακόμη να υποκύψω.

Βγήκα τον δρόμο να ρωτήσω πού βρισκόταν ο λόχος και να βρω κάποιο μέσο μεταφοράς. Να
σου λοιπόν και ξεπροβάλλει από τα δέντρα ένας άλλος ανθυπολοχαγός, πολύ μελαχρινός και
συμπαθητικός, άλλοτε με διστακτικό χαμόγελο και άλλοτε αγριεμένος σαν τον μπόμπο, και
λέει, κι εγώ στον ίδιο λόχο πάω, συνάδελφε. Ήταν ο Βασίλης, που τις νύχτες κοιμόταν πάνω
στις κονσέρβες ενός τριών τετάρτων και τις μέρες την κοπανούσε εδώ κι εκεί, έως ότου τους
πείσει επιτέλους ότι ήταν μάχιμος και δεν έκανε για υπασπιστής του συνταγματάρχη.

Σαλτάραμε λοιπόν σε μια καρότσα με ψωμιά κι όταν φτάσαμε στον λόχο, βρήκαμε τους
άλλους αξιωματικούς κάτω από ένα λουξ, να παίζουν κουμ-καν, με τσιγάρα και ποτά, και
χαχαχά και χουχουχού. Ριζική αλλαγή, θα έλεγα, από τα εμβατήρια και τα συνθήματα, για
να μην αναφέρω τα πυρομαχικά. Συστηθήκαμε και χαρήκαμε πολύ όλοι κι εγώ ακόμη
περισσότερο. Αφού δεν άργησα καθόλου να αποχαιρετήσω τις πευκοβελόνες, να χωθώ σε μια
σκηνή του εφοδιασμού και να κουκουλωθώ με τα χνουδωτά εσωτερικά των μπουφάν. Για να
ρίξω ένα βαθύ και απολαυστικό ύπνο και να συνέλθω.

Την άλλη μέρα ολόκληρο το τάγμα έλαβε εντολή να μετακινηθεί για να καταλάβει
μονιμότερες θέσεις στα υψώματα έξω απ’ τον Λοφίσκο, κάπου ανάμεσα στον Λαγκαδά και τον
Σωχό. Σκαρφαλώσαμε πάλι στα Ρέο και, την ώρα που ξεκινούσαμε, εμφανίστηκε η Σοφία με
τον φίλο μου τον Λάκη. Την ανέβασα αναγκαστικά ανάμεσα σ’ εμένα και τον οδηγό και η
ατέλειωτη φάλαγγα άρχισε να κινείται στους εξοχικούς δρόμους.

Σε αντίθεση με την αφασία που επικρατούσε στη Θεσσαλονίκη, η εμπειρία στα χωριά ήταν
αξέχαστη. Άντρες, γυναίκες και παιδιά είχαν συγκεντρωθεί και μας περίμεναν στις πλατείες.
Δεν έβριζαν και δεν κραύγαζαν συνθήματα. Μια καλοσύνη, μια ευγένεια ήταν διάχυτη στο
οργωμένο πρόσωπό τους, καθώς μας χαιρετούσαν, άπλωναν το χέρι να μας αγγίσουν κι
έλεγαν, τα παιδιά μας που παν να πολεμήσουν για την πατρίδα. Τα κορίτσια είχαν ετοιμάσει
και μας μοίραζαν πακέτα με τρόφιμα, σοκολάτες και γκοφρέτες. Έτσι, μετά το σώμα μου,
άρχισε να ξεπαγώνει και η καρδιά μου.

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

Απ' το νησί των θησαυρών στη γενική επιστράτευση (α' μέρος)

Χωματόδρομος στενός, γεμάτος λακκούβες και στροφές ανάμεσα στους θάμνους. Κατωφέρεια
κρυμμένη πίσω απ’ το βουνό, με απότομες χαράδρες, μια αριστερά, μια δεξιά, πολλές φορές κι
από τις δυο πλευρές, κι ένα ματωμένο μισοφέγγαρο να αιωρείται πάνω απ’ την κορφή του
Χορτιάτη. Όπως είχε πια νυχτώσει για τα καλά, τα νερά της λίμνης μακριά στο βάθος
άστραφταν και λαμποκοπούσαν με τον αντικατοπτρισμό της σελήνης.

Οι μηχανές μούγκριζαν κι όλη η φάλαγγα αγκομαχούσε μέσα στη σκόνη, κατεβαίνοντας αργά
προς τον δημόσιο δρόμο με τελικό προορισμό το τάγμα πεζικού. Δύο επιταγμένα ιδιωτικά
φορτηγά σε καλή κατάσταση και πέντε παροπλισμένα στρατιωτικά, που τα είχαν βάλει
μπρος το ίδιο πρωινό. Με αναμμένα τώρα όλα τα φανάρια, τριάντα ως πενήντα μέτρα το ένα
πίσω απ’ τ’ άλλο. Το πόδι συνεχώς πάνω στο φρένο, τα μάτια καρφωμένα μπροστά, τα νεύρα
ατσάλι.

Η φάλαγγα που στριφογύριζε στον χωματόδρομο για μεγάλη λίμνη ήταν βαριά φορτωμένη.
Δεκαοχτώ τόνους πυρομαχικά, βλήματα όλμων κάθε διαμετρήματος εκρηκτικά και
φωτιστικά, βλήματα πυροβόλων άνευ οπισθοδρομήσεως εκρηκτικά και διατρητικά, ρουκέτες,
σφαίρες πολυβόλου, χειροβομβίδες επιθετικές και αμυντικές, νάρκες ατομικές και
αντιαρματικές για τη διμοιρία σκαπανέων, καψούλια, σχοινιά ταχείας και αργής καύσεως,
μια ποικιλία ατέλειωτη.

Οι οδηγοί των φορτηγών σίγουρα δεν διεκδικούσαν θέση ανάμεσα στα πιο πειθαρχικά παιδιά
και, όταν τους έδινες την παραμικρή ευκαιρία, έκαναν πρόθυμα τα σαλτανάτια τους. Γι’ αυτό
είχα εξηγηθεί ξεκάθαρα στον δικό μου, ανεβαίνοντας στο φορτηγό επικεφαλής της φάλαγγας.
Φίλε, δεν έχω καμία διάθεση για αστεία, ούτε γουστάρω δικαιολογίες. Εγώ θα βλέπω
συνεχώς το κοντέρ και, αν ο δείκτης του περάσει έστω και μια φορά τα πέντε μ.α.ω., χάθηκες.
Ύστερα, κάθισα πλάι του και έσφιξα στην αγκαλιά μου, τρυφερά σαν μωρουδάκι, το ξύλινο
κουτί με τους πυροκροτητές μέσα στο ροκανίδι. Γιατί ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι και σε κάθε
λακκούβα σκεφτόμουν, τώρα θα γίνουμε όλοι μαζί ένα πυροτέχνημα και θα ψάχνουν μέσα
στα χόρτα τα κομμάτια μας.

Αν και θα ήταν φυσικό, δεν είχα νοσταλγήσει την Αγγλία. Ούτε στιγμή δεν πέρασε από τον
νου μου ότι θα μπορούσα να είχα μείνει εκεί και να αποφύγω τις συνέπειες της δικτατορίας.
Το εδώ και πουθενά αλλού, εδώ όπως και να ‘χει, είχε πια ριζώσει μέσα μου. Όλες τις μέρες
αλλά και τη μέρα αυτή που ήταν, από τα χαράματα, η πιο συγκλονιστική μέρα της ζωής μου.


Μετά τα ταρατατζούμ, τις γενναίες λέξεις και την αναγγελία της γενικής επιστράτευσης,
μετά τα παγωμένα πρόσωπα των ανθρώπων στη γειτονιά, κι αφού είχαμε διασχίσει τους
πλημμυρισμένους από νέους άντρες δρόμους της Θεσσαλονίκης, η Σοφία με τον Βύρωνα με
είχαν αφήσει στην έδρα του συντάγματος στα Λαγκαδίκια. Μέσα στο σκοτάδι και σ’ ένα
πλήθος που λες και ξεχυνόταν από το γήπεδο της Τούμπας μετά τον τελικό του κυπέλου με
τον Άρη.

Όλη τη νύχτα είχα ψοφήσει απ' το κρύο κι ας ήταν είκοσι Ιουλίου. Στην αρχή έκανα βόλτες
πάνω-κάτω και χτυπούσα το πόδια μου στο τσιμέντο ή το χώμα, ύστερα έκλεισα τα μάτια μου
δυο ώρες γέρνοντας στον τοίχο. Κι άλλη μια ώρα ψιλοκοιμήθηκα όρθιος σαν άλογο
ακουμπώντας σ’ ένα κατειλημμένο κρεβάτι, δίπλα σε κάποιον που ροχάλιζε στην αποθήκη.

Όταν ξημέρωσε, οι γραφιάδες άρχισαν να φωνάζουν ονόματα και οι επίστρατοι να
παρουσιάζονται, να παραδίδουν το απολυτήριο και να φεύγουν προς διάφορες κατευθύνσεις.
Και τότε, πάλι από βαριεστιμάρα, έκανα το μοιραίο λάθος. Αντί να βγάλω τον σκασμό και να
λουφάξω, αφού κανένας δεν με ενοχλούσε, πήγα και ρώτησα τι γίνεται με μένα.

Εκεί κοντά ήταν ένας κοντοστούπης μόνιμος λοχαγός, που εξέλαβε την ανία μου ως προθυμία
και είπε, ελάτε κύριε ανθυπολοχαγέ, έχω εγώ μια αποστολή για σας. Ενώ ήδη με έζωναν τα
φίδια, με οδήγησε σ’ έναν κιτρινιάρη έφεδρο ταγματάρχη κι εκείνος ετοίμασε στο άψε-σβήσε
δυο χαρτιά που έκαναν τα πρόχειρα να φαντάζουν σαν αυτοκρατορικά έγγραφα.
Κακογραμμένα με κοινό μολύβι στο πίσω μέρος στρατιωτικών εντύπων, το ένα με
εξουσιοδοτούσε να παραλάβω τα πυρομαχικά του τάγματος από την αποθήκη του
Πανοράματος και το άλλο να εφοδιάσω τα φορτηγά με βενζίνη. Απ’ οποιαδήποτε μονάδα βρεις
στον δρόμο σου, με διαφώτισαν.

Εγώ, λοιπόν, που ποτέ δεν είχα πιάσει τιμόνι στη ζωή μου, πήγα και παρακολουθούσα με δέος
τις μαστοράντζες να προσπαθούν να βάλουν μπρος, πάνω στους τάκους, μερικά Ρέο
πραγματικά ερείπια, που αντιδρούσαν αφήνοντας βρυχηθμούς, πυκνούς καπνούς και καμένα
λάδια. Στο τέλος, το κατάφεραν οι αετοί και βεβαιώθηκαν ότι το κάθε φορτηγό είχε
τουλάχιστον έναν καθρέφτη κι ένα φανάρι. Έλεγξαν και τα φρένα και κούνησαν
διφορούμενα το κεφάλι τους. Μάζεψα τότε τους οδηγούς, δυο-τρεις βαθμοφόρους και καμιά
δεκαπενταριά φαντάρους για να βοηθήσουν στη μεταφορά, καθώς και μερικούς σέρτικους
φορτηγατζήδες με επιταγμένα οχήματα.

Στον δρόμο, σταματούσα σε κάθε στρατιωτική μονάδα για βενζίνη κι όλοι μου έλεγαν ότι δεν
έχουν ή ότι δεν τους περισσεύει. Διασταυρώθηκα με χωρικούς που κουβαλούσαν κάσες με
χειροβομβίδες στις πλατφόρμες των τρακτέρ και μονολόγησα, πάει, τα καλαμπούρια
τελείωσαν, αυτοί είναι αποφασισμένοι να κηρύξουν τον πόλεμο.

Κατέβηκα, λοιπόν, σ’ ένα εξοχικό εστιατόριο για να τηλεφωνήσω στη Σοφία. Όταν άκουσα τη
φωνή της, μπούκωσα, δάκρυσα και χώθηκα στο αποχωρητήριο για να συνέλθω. Έψαξα αλλά
δεν βρήκα τα ηρεμιστικά και τα αγχολυτικά που είχα πάντοτε στις τσέπες σαν φυλαχτό και
αισθανόμουν έτοιμος πια να καταρρεύσω.

Μπορεί να αναγνώριζα στον εαυτό μου άλλες αρετές, κατά βάθος όμως πίστευα ότι είμαι
δειλός, χωρίς να επικαλούμαι πνευματικές ανησυχίες, ευαισθησίες και τις υπόλοιπες
περικοκλάδες. Όμως τη μέρα εκείνη και στο κρίσιμο σημείο, άναψε ξαφνικά και κόρωσε μέσα
μου η οργή και σκόρπισε τη κατάθλιψη. Οργή για την αδυναμία μου, οργή για τη χούντα και
για κάθε κοπρόσκυλο τριγύρω.

Πήγα και έπλυνα το πρόσωπό μου, έχωσα το κεφάλι μου στο παγωμένο νερό μιας δημόσιας
κρήνης και άφησα να βγει στην επιφάνεια το θηρίο που ως τότε κρυβόταν επιδέξια στο
υποσυνείδητο. Να αναλάβει εκείνο και, υπό τον στοιχειώδη μόνο έλεγχο της λογικής, να
χρησιμοποιήσει δεξιά κι αριστερά, σε πολίτες, οπλίτες και αξιωματικούς, κάθε ικανότητά μου,
το θράσος και την απειλή, ακόμη και τη σωματική βία, αν ήταν απαραίτητο.

Εισέβαλα λοιπόν στο γραφείο του συνταγματάρχη, που διοικούσε την αποθήκη πυρομαχικών,
αξύριστος και μαυρισμένος, χωρίς πηλίκιο, με πολιτικό πουκάμισο κι ένα μισοσκισμένο τζιν
παντελόνι, και του ζήτησα βενζίνη, ενώ απέξω τα μεγάφωνα έδιναν ένα μάθημα στους
Τούρκους με κλαρίνα, νταούλια και πολεμικά συνθήματα. Ξέρετε, μου απάντησε
απολογητικά, εμείς έχουμε εδώ λίγη βενζίνη για τις ανάγκες μας, η κεντρική αποθήκη
καυσίμων βρίσκεται στο λιμάνι.

Είχαμε φτάσει στην αποθήκη για να φορτώσουμε, το τάγμα περίμενε τα πυρομαχικά, αλλά
δεν είχαμε βενζίνη να γυρίσουμε. Δεν έχασα λεπτό, πήρα το καλύτερο Ρέο, φόρτωσα τα
μπιτόνια απ’ τα υπόλοιπα, έδωσα τα χαρτιά στον λοχία και του είπα ν’ αρχίσει να φορτώνει,
και τράβηξα κατευθείαν για το λιμάνι. Μπήκαμε στη Θεσσαλονίκη, διασχίσαμε την Τσιμισκή
και πέσαμε πάνω στη καλή χαρά.

Ενώ στα μάτια μου χοροπηδούσαν εικόνες απ’ τους βομβαρδισμούς και την εισβολή στην
Κύπρο, είδα τον κόσμο να κυκλοφορεί ανέμελα στην κεντρική οδό, να κάνει πηγαδάκια και
να ακκίζεται, να μιλάει και να γελάει, να μπαίνει στα καταστήματα πολυτελείας και να
ψωνίζει. Και ένιωσα ότι κάπου τους χαλούσαμε το πάρτι απρόσκλητοι, εμείς οι βρώμικοι και
ταλαιπωρημένοι απ’ τα βουνά και τα λαγκάδια.

Έφτασα στο λιμάνι, φούλαρα το ντεπόζιτο του Ρέο και τα μπιτόνια, υπέγραψα στα τυφλά τα
έγγραφα και όταν γύρισα απογευματάκι στο Πανόραμα, έμεινα άφωνος, βλέποντας άδειες τις
καρότσες των φορτηγών και τον λοχία με τους οδηγούς και τους φαντάρους να είναι
ξαπλωμένοι σε μια συστάδα δέντρων, να μαδάνε χορταράκια, να χαζολογούν και να
ρεμβάζουν. Αγρίεψα τόσο πολύ που ένιωσα να πέφτουν τα κεπέγκια και στο κομμάτι εκείνο
του μυαλού μου που πάντοτε γελούσε με τον εαυτό μου. Όταν με είδε μπροστά του, ο λοχίας τα
έχασε και ψέλλισε κάποια δικαιολογία ενώ εγώ κλωτσούσα το χώμα για να καταπολεμήσω
την παρόρμηση να τον πλακώσω επιτόπου στις μπουνιές.

Τελικά έδωσα διέξοδο, κατεβάζοντας όλα τα καντήλια απ’ το παραβαρδάρειο εικονοστάσιο
των εφηβικών μου χρόνων, προσθέτοντας μάλιστα και μερικούς υβριστικούς
αυτοσχεδιασμούς της στιγμής. Όταν κάπως ξεθύμανα, τους είδα όλους κίτρινους και
μαραμένους, αναλογίστηκα τι μας περίμενε, και είπα, δεν πειράζει, κατά βάθος είστε καλά
παιδιά, πάμε να φορτώσουμε τα πυρομαχικά, να μην μας πιάσει η νύχτα και
γκρεμοτσακιστούμε στα κατσάβραχα μ’ αυτές τις σακαράκες.

Κάναμε τον γύρο της αποθήκης πυρομαχικών, πήραμε στη σειρά τα τολ από λαμαρίνα και τα
μικρά κτίρια με τα κόκκινα κεραμίδια που ξεφύτρωναν στην πλαγιά του βουνού, έτσι γυμνά
και χωρίς δέντρα, χωρίς απόκρυψη, χωρίς καμία παραλλαγή. Ίσως όμως οι υπεύθυνοι να
πίστευαν ότι οι πιλότοι των τουρκικών βομβαρδιστικών θα τα εκλάμβαναν ως κατοικίες
κάποιου ειδυλλιακού χωριού.

Οι κάσες φορτώνονταν μια-μια ή δυο-δυο, ανάλογα με το μέγεθος τους, το βάρος και το
περιεχόμενο, άλλες ολοκαίνουριες, άλλες μισοσαπισμένες απ’ τον καιρό. Άλλες με ένδειξη των
βλημάτων και άλλες χωρίς σήμανση. Οι πιο επικίνδυνες με ιδιαίτερη αβρότητα, οι υπόλοιπες
με έναν ξερό γδούπο στο δάπεδο του φορτηγού.

Και όλοι έβριζαν, από τους αποθηκάριους και τους γραφιάδες ως τους στρατιώτες και τους
οδηγούς, με κάθε ευκαιρία αλλά και χωρίς. Ύστερα έσβηναν οι αντιδράσεις κι έπεφτε
απόλυτη σιωπή, σαν τίποτα πια να μην είχε την παραμικρή σημασία. Όσο για τα μεγάφωνα,
αυτά συνέχιζαν απτόητα στη διαπασών, με διαπεραστικά εμβατήρια και δημοτικά τραγούδια
και με τη λέξη, Τούρκοι, να συνοδεύεται από κάθε δυνατό χαρακτηρισμό.

Όταν κάποτε τελειώσαμε, είχε σουρουπώσει. Έβαλα τα φορτηγά στη σειρά έως έξω απ’ την
πύλη, να περιμένουν με αναμμένες μηχανές, κι εγώ μπήκα στο διοικητήριο για να
ολοκληρώσω το ταχύτερο τις διατυπώσεις. Ο αρμόδιος υπολοχαγός πάλευε με τα χαρτιά
εξουθενωμένος στο γραφείο του, ενώ οι αξιωματικοί των μονάδων αδημονούσαν καθισμένοι
πρόχειρα σ’ ένα παλιό κρεβάτι εκστρατείας, σε μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα, στην άκρη ενός
τραπεζιού.

Εκεί που άνοιγα το τρίτο πακέτο, να καπνίσω ένα τσιγάρο και να χαλαρώσω μια στιγμή, να
‘σου και εμφανίζεται ένας γκριζομάλλης ανθυπασπιστής της χωροφυλακής, δειλά-δειλά μέσα
στο στρατιωτικό περιβάλλον. Ένας ανθυπασπιστής, ίσως της αγορανομίας, με τα γαλόνια
του και τα καλογυαλισμένα του υποδήματα. Ερχόταν, λέει, για να παραλάβει βλήματα για τα
ολμάκια των 60 χιλιοστών του λόχου χωροφυλακής που θα καταλάμβανε προωθημένες
θέσεις στην περιοχή της Ορεστιάδας.

Ο υπολοχαγός σήκωσε το κεφάλι, του έριξε μια πλάγια ματιά με ανάμεικτη την απορία και
την εγκαρτέρηση, και τον έβαλε ευγενικά να περιμένει στη σειρά. Ενώ οι υπόλοιποι τον
περιεργάζονταν με ενδιαφέρον κι εγώ κατέβαλα φιλότιμη προσπάθεια να μην γελάσω, ο
διπλανός μου έφεδρος ανθυπολοχαγός του πεζικού μου ψιθύρισε, σε λίγο θα καλέσουν
προσκόπους και αγροφύλακες.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

Ταξίδια, αποχαιρετισμοί και καταιγίδες

Κάποια χαράματα, το τραίνο σταμάτησε πλάι στον Αξιό, λίγο πριν τα σύνορα. Ήταν άνοιξη
και όλα τα χρώματα τριγύρω, οι ήχοι και οι μυρωδιές, ένα αηδόνι με την ξύλινη φωνή του, μας
καλωσόριζαν, μιλώντας για αναγέννηση και για πατρίδα. Πατρίδα με τα ωραία της, πατρίδα
με τα στραβά της, έστω με τη μιζέρια της και τη δικτατορία, χώμα και ρίζες και καταγωγή.
Εκείνο που μπορείς να νιώσεις μόνο όταν φας το άψογα συσκευασμένο πλαστικό ψωμί του
ξένου τόπου.

Στάθηκα στο παράθυρο εκστατικός και άφησα ελεύθερα τα μάτια μου, ελεύθερη την ψυχή
μου. Αυτός ήταν ο τόπος μου, αυτή η θάλασσά μου, αυτή ήταν η γλώσσα μου και η γραμμή του
αίματος χιλιάδες χρόνια τώρα, απ’ τα παράλια της Ιωνίας και της Μαύρης Θάλασσας ως τη
μεγάλη πόλη των προσφύγων. Εδώ ήμουν προορισμένος να ζήσω, να γράψω τα βιβλία μου
και να πεθάνω.

Μας περίμεναν γονείς, αδέλφια και φίλοι, ζέστη, σκόνη και φασαρία, οικείες φωνές και
ομιλίες, το αγαπημένο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Μας περίμεναν χιλιάδες αλλαγές. Η μητέρα
μου είχε μετακομίσει στην Παύλου Μελά, ο αδελφός μου στην Άνω Πόλη, ο πατέρας μου είχε
ξαναπαντρευτεί στα γεράματα μια συνταξιούχο δασκάλα και τώρα έμενε στην Εγνατία. Η
αδελφή μου τελείωνε την ιατρική, ο αδελφός της Σοφίας εξακολουθούσε να βρίσκεται
παράνομα στη Ρουμανία με τους γονείς και τα μικρότερα αδέρφια τους, πολλοί από τους
φίλους μου είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές τους, είχαν επιστρέψει από τη Γερμανία και τις
άλλες χώρες Ευρώπης και Αμερικής, είχαν υπηρετήσει τη θητεία τους και είχαν αρχίσει να
εργάζονται.

Αφού απολαύσαμε όλους και όλα που είχαμε για χρόνια στερηθεί αναγκαστικά, όλοι και όλα
μας προσκαλούσαν να γυρίσουμε για πάντα. Κι εμείς αποφασίσαμε οριστικά αυτό που ήδη
ξέραμε ότι θα αποφασίσουμε. Να πάμε πίσω, να τακτοποιήσουμε όλες τις εκκρεμότητες, και να
αρχίσουμε τη ζωή μας απ’ την αρχή στη γενέθλια πόλη. Να κλείσει ο κύκλος. Πρώτα όμως
έπρεπε να δει η Σοφία τους δικούς της, εικοσιπέντε χρόνια τώρα πολιτικούς πρόσφυγες στη
Ρουμανία. Ήθελα κι εγώ πολύ να τους γνωρίσω. Η περιπέτεια συνεχιζόταν.

Για βίζα από την Ελλάδα βέβαια ούτε λόγος. Γι’ αυτό και είχαμε σχεδιάσει να μην μπούμε
παράνομα στη Ρουμανία στον ερχομό αλλά στον γυρισμό. Είπαμε το προσωρινό αντίο και
ανεβήκαμε ξανά στο τραίνο. Τα εισιτήρια μας ήταν αλέ ρετούρ Λονδίνο – Θεσσαλονίκη και
ίσχυαν για ένα μήνα. Το επόμενο πρωί κατεβήκαμε στο Βελιγράδι και πληροφορηθήκαμε με
δυσαρέσκεια ότι το τραίνο για το Βουκουρέστι αναχωρούσε στις τέσσερις το απόγευμα.

Η Σοφία πρότεινε να δούμε την πρωτεύουσα της Γιουγκοσλαβίας αλλά εγώ δεν είχα καμία
απολύτως όρεξη για μνημεία και μουσεία. Πήραμε λοιπόν το λεωφορείο για την Τιμισοάρα,
ελπίζοντας να συνεχίσουμε από κει με κάποιο τοπικό τραίνο για το Πιτέστι, όπου ζούσαν οι
γονείς της Σοφίας. Στα σύνορα πέσαμε ευτυχώς σε ένα ξύπνιο Ρουμάνο λοχαγό που αμέσως
κατάλαβε την ειδική αγγλογαλλοϊταλική διάλεκτο, στην οποίο του ζητήσαμε να μην
σφραγίσει τα διαβατήριά μας. Σφράγισε λοιπόν λωρίδες λευκού χαρτιού με τα στοιχεία μας,
τις έβαλε μέσα στα διαβατήρια και μας είπε να τις παραδώσουμε όταν θα βγαίναμε από τη
χώρα.

Φτάσαμε στην Τιμισοάρα μεσημεράκι με λιακάδα, σέρνοντας μιαν ασήκωτη βαλίτσα κι έναν
σάκο, κι από το τέρμα του λεωφορείου, ανεβήκαμε στο τραμ για τον σταθμό του τραίνου.
Συγκινηθήκαμε όταν οι συνεπιβάτες μας επέβαλαν ομοφώνως στον εισπράκτορα να μην μας
πάρει χρήματα για τη σύντομη διαδρομή. Στο γκισέ των πληροφοριών διαπιστώσαμε ότι οι
τέσσερις γλώσσες στις οποίες μπορούσαμε να συνεννοηθούμε ήταν διαφορετικές από τις
τέσσερις γλώσσες που μιλούσε ο υπεύθυνος.

Τα νοήματα, οι χειρονομίες και τα μουγκρητά αποδείχτηκαν μέσα ατελέσφορα και ο Ρουμάνος
ήδη με κοιτούσε σαν ηλίθιο καθώς δεν εννοούσα να παραδεχτώ ότι το 10.30 μμ που έγραφε
στο χαρτί αναφερόταν στο μοναδικό τραίνο για το Πιτέστι, εκείνο που εμείς οι βιαστικοί, με
την εικόνα των πυκνών δρομολογίων στην πεδινή Βρετανία, δεν είχαμε πάρει από το
Βελιγράδι. Αντί λοιπόν για τις προηγούμενες οκτώ ώρες στο Βελιγράδι, αναγκαστήκαμε να
περιμένουμε τις επόμενες οκτώ ώρες στη Τιμισοάρα. Χωρίς ούτε ένα αδιάβαστο βιβλίο, μια
εφημερίδα ή καμιά δεκαριά σταυρόλεξα για να περάσει η ώρα και με μοναδική συντροφιά το
στρατιωτικό απόσπασμα με τα προτεταμένα αυτόματα που βημάτιζε ρυθμικά στους
διαδρόμους του σταθμού.

Αγουροξυπνημένοι στο Πιτέστι το χαράματα, αγκαλιαστήκαμε στην αποβάθρα με τον
Θοδωρή, τον Φίλια και τα λουλούδια τους. Στην είσοδο του σπιτιού, μας περίμενε ανυπόμονα
η υπόλοιπη οικογένεια. Ο Κόλιας που, κατά το τελεσίδικο βούλευμα, ονειροπολούσε
εγκλήματα από τα φοιτητικά του χρόνια, ήταν ο πιο γενναιόδωρος άνθρωπος που είχα
γνωρίσει στη ζωή μου. Μοίραζε την ψυχή του σαν αντίδωρο, κοίταζε πρώτα να τα έχεις εσύ
όλα και ύστερα τον εαυτό του. Ένας γνήσιος μαθητής των πρώτων επαναστατών, όπως
δήλωνε περήφανα ο ίδιος, και ένας γνήσιος μαθητής των πρώτων χριστιανών, όπως ποτέ δεν
θα παραδεχόταν ο ίδιος ή οποιαδήποτε εκκλησία. Ε, πώς να προοδεύσει στη ζωή του ένας
τέτοιος άνθρωπος;

Η Τάνια που ζητούσε πολύ περισσότερα για να σε αποδεχτεί, είπε, εγώ είμαι η μάνα, δάκρυσε,
και αποσύρθηκε στη προετοιμασία του φαγητού. Λίγο δύσκολο να το πιστέψεις ότι αυτή η
ασπρομάλλα με την ποδιά και το γλυκύτατο χαμόγελο ήταν υπεύθυνη ταξιαρχίας στο βουνό.
Σίγουρα όμως ήταν όπως επιθυμούσα να γίνει η Σοφία μετά είκοσι ή τριάντα χρόνια.

Ο Φίλιας, γεννημένος στη Ρουμανία όπως και η Νάντια που σπούδαζε φιλολογία στο
Βουκουρέστι, ήταν ένα έξυπνο και συμπαθητικό παλικαράκι, γοητευμένο από τις
καταναλωτικές σειρήνες της δύσης. Σπούδαζε μουσική και ήδη έπαιζε κιθάρα σε μια μοντέρνα
ορχήστρα. Και ο Θοδωρής ήταν πάντοτε ο ίδιος καλός και ευαίσθητος Θοδωρής, που είχε
μεγαλώσει δουλεύοντας στις σκαλωσιές, με μια αγράμματη γιαγιά και τη Σοφία για
οικογένεια, γνώρισε του γονείς του στα εικοσιτρία και λαχταρούσε να σπουδάσει και να
αναπληρώσει όλα όσα είχε στερηθεί στα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια.

Μείναμε μαζί τους περίπου μια εβδομάδα. Μια ωραία εβδομάδα οικογενειακής ζωής, με όλους
να έχουν χιλιάδες διαφορετικές εμπειρίες και περιπέτειες να διηγηθούν και να γελάσουν ή να
μελαγχολήσουν. Κι εγώ ένιωθα πολύ περίεργα, σαν αυτοί οι άγνωστοι που ακτινοβολούσαν
να είχαν γίνει ακαριαία οι δικοί μου άνθρωποι και το δικό μου αίμα. Ένα βράδυ, με τα
φαντάσματα μου και πάλι να με βασανίζουν, σηκώθηκα και βγήκα στο σαλόνι, όπου ο Κόλιας
διάβαζε όπως πάντα, ξαπλωμένος στο ντιβάνι. Με είδε σκοτεινό κι αμίλητο, μου είπε, τι έχεις
πουλάκι μου, έλα κάτσε εδώ κοντά μου, με αγκάλιασε και με φίλησε στο μέτωπο.

Περιτριγυρίσαμε την πόλη τους, ο Φίλιας μας ξενάγησε στο Βουκουρέστι, είδαμε και τη
Νάντια που έμενε στην πανεπιστημιακή εστία και είχε τα δικά της νεανικά προβλήματα.
Όπως θα ανέφεραν και τα δελτία ειδήσεων, στην αγορά υπήρχε πλήρης επάρκεια αγαθών,
μέτριας όμως έως κακής ποιότητας. Και σε όποιο μαγαζί άρχιζε να διατίθεται κάποιο σπάνιο ή
εκλεκτό είδος, σχηματιζόταν αμέσως μια ουρά πολύ μακρύτερη από τη συνηθισμένη.

Γνωρίσαμε και μερικούς ακόμη πολιτικούς πρόσφυγες που ήταν χωρισμένοι σε δύο ιδεολογικά
στρατόπεδα, φανατικά αλληλομισούμενα. Παίξαμε τάβλι, ήπιαμε ούζο, φάγαμε ψωμί,
ντομάτα και ελιές, μιλήσαμε για την πατρίδα. Και καταλάβαμε καλά ότι η νοσταλγία μας
ήταν πολύ χλωμή μπροστά στη δική τους τραγωδία. Μερικοί είχαν πεθάνει, περιμένοντας την
άδεια να γυρίσουν.

Ακολούθησαν νέοι αποχαιρετισμοί, νέα δάκρυα, νέες ευχές για καλή αντάμωση στην πατρίδα.
Κι ένα βαγόνι που για μια φορά ακόμη μας έκοβε στα δύο. Βελιγράδι και επιβίβαση στον
συρμό της νομιμότητας, Μόναχο και νέα αλλαγή, Οστάνδη και πλοίο, Ντόβερ και άλλο
τραίνο, Λονδίνο και υπόγειος, τραίνο και Λούτον, λεωφορείο και σπίτι. Με την παρήγορη έως
ηδονική σκέψη ότι γυρίζουμε για να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας με την ξένη χώρα.

Μέσα απ’ αυτή την οπτική, η επαρχιακή πόλη της Αγγλίας μας φάνηκε σχεδόν φιλική, το
διαμέρισμά μας μια γλύκα. Δηλώσαμε αμέσως στην εταιρία την παραίτησή μας με
προειδοποίηση δύο μηνών και αρχίσαμε τις προετοιμασίες. Τότε ανέκυψε το θέμα του γάμου.
Ο αυτονόητος στην Αγγλία πολιτικός γάμος ήταν ακόμη νομικά ανυπόστατος στην Ελλάδα.
Καθώς δεν αντέχαμε άλλες ταλαιπωρίες, αναγκαστήκαμε να συμφωνήσουμε αναδρομικά με
τον φίλο που, το προηγούμενο φθινόπωρο, μας είχε επισκεφτεί για λίγο από το Παρίσι και μας
είχε συστήσει, απ’ το μεγάλο αγγούρι που θα τρώγαμε στην Ελλάδα, να προτιμήσουμε το πολύ
μικρότερο της Αγγλίας.

Απευθυνθήκαμε λοιπόν στην Αγία Σοφία του Λονδίνου, εκεί που έκαναν τις θρησκευτικές
τελετές τους τα μέλη της ελληνικής βασιλικής οικογένειας, εφοπλιστές και άλλοι επιφανείς,
ζητήσαμε να μας στείλουν τα αναγκαία πιστοποιητικά από την Ελλάδα, και μια μέρα
συζητήσαμε τα του γάμου με τον συμπαθητικό ιερέα της εκκλησίας. Ενώ μάταια
διαπραγματευόμουν κάποια μείωση του χρόνου της τελετής, η Σοφία, που το θεώρησε αγένεια
, με κλωτσούσε κάτω απ’ το τραπέζι. Ο ιερέας είπε ότι το σημαντικό ήταν η βούλησή μας να
ενωθούμε. Οι βέρες οπωσδήποτε χρειάζονταν αλλά οι μπομπονιέρες δεν ήταν απαραίτητες.
Όσο για τα στέφανα, η εκκλησία είχε ένα ζευγάρι που δάνειζε σε περιπτώσεις όπως η δική μας.

Το προκαθορισμένο Σάββατο λοιπόν, που ήταν και ηλιόλουστο, κατεβήκαμε στο Λονδίνο με το
τραίνο και, αφού κάναμε μια γύρα στην αγορά, βρήκαμε την εκκλησία κλειστή και καθίσαμε
στα σκαλάκια της. Είχαμε αγοράσει ένα ασημένιο δαχτυλίδι για τη Σοφία από πάγκο της
Όξφορντ Στρητ αλλ.ά δυσκολευτήκαμε να βρούμε κρίκο που να χωράει το δικό μου δάχτυλο.
Υποχρεωθήκαμε να καταλήξουμε σε ένα περίεργο δαχτυλίδι που διαλυόταν και, για να μην
έχουμε κανένα ατύχημα κατά την τελετή, το δέσαμε με μια τρίχα απ’ το πορτοκαλί αρκουδάκι
που μας είχε χαρίσει πριν τρία χρόνια η κυρία Πιου. Αυτό θα το δώσεις εσύ στον παπά, είπε η
Σοφία.

Σε λίγο εμφανίστηκε ο νεωκόρος και μας ρώτησε τι περιμέναμε. Για τον γάμο, ψιθυρίσαμε.
Μπα, είπε, δεν ήξερα ότι έχουμε γάμο σήμερα. Και πού είναι το ζεύγος των μελλονύμφων;
Εμείς είμαστε το ζεύγος, τον καταπλήξαμε. Περάστε τότε μέσα να αλλάξετε. Δεν έχουμε
τίποτα να αλλάξουμε, συνεχίσαμε απτόητοι, με αυτά θα παντρευτούμε. Δώστε μου τότε τα
δαχτυλίδια και τα στέφανα. Του εγχείρισα τα δαχτυλίδια, και, πριν συνέλθει από το σοκ, του
έδωσα τη χαριστική βολή, τονίζοντας ότι θα χρησιμοποιούσαμε τα στέφανα της εκκλησίας.

Δεν άργησαν να καταφθάσουν και οι κουμπάροι που, αυτή τη φορά, ήταν ο Γιώργος με τη
Λίτσα, με προσκεκλημένες τη Βιολέτα και τη Ρόζμαρι. Δεν θα ‘λεγα ότι υπήρξε κάτι άλλο
αξιοσημείωτο, εκτός από τις φράσεις που θυμάμαι στο κείμενο της εκκλησίας. Ευλόγησον την
παιδίσκην ταύτην, και, ευλόγησον τα εισόδους και τα εξόδους των. Όταν τελείωσε η τελετή, ο
ιερέας είπε χαμογελαστός, πολύ τον χάρηκα αυτόν τον γάμο, δεν είχε τίποτα το περιττό, σαν
τους πρώτους αποστολικούς γάμους. Δεν χάρηκε μόνον εκείνος αλλά κι εγώ που δικαιώθηκε η
ενστικτώδης μου συμπάθεια προς το πρόσωπό του.

Καταβάλαμε το προβλεπόμενα, λάβαμε το πιστοποιητικό του γάμου μετά πέντε χρόνια κοινής
ζωής με την παιδίσκην, μαζέψαμε το λιγοστά συμπράγκαλα και οδηγήσαμε κουμπάρους και
προσκεκλημένους σε παρακείμενο κυπριακό εστιατόριο, όπου τους κεράσαμε σουτζουκάκια με
ρωσική σαλάτα και τζατζίκι, ήπιαμε ρετσίνα στην υγειά μας και φάγαμε ένα μερακλίδικο
κανταϊφι.

Ο πρώτος γάμος μας ήταν με εκπρόσωπο του κράτους και ο δεύτερος με εκπρόσωπο της
εκκλησίας. Κάτω από τη διακριτική παρακολούθηση στρατού και αστυνομίας. Όμως εμείς
είχαμε τελέσει το μυστήριο πολύ νωρίτερα, σε κάποια ελληνική ακροθαλασσιά κι εκεί είχαμε
ανταλλάξει τους όρκους και τις υποσχέσεις μας. Με τη φυσική ενδυμασία μας και μόνοι με τη
γη, τη θάλασσα και τον ουρανό, τους γνήσιους εκπροσώπους του μεγάλου πνεύματος.

Πίσω στο κοιμισμένο Ντάνστεμπολ, εντείναμε τις προετοιμασίες για την οριστική αναχώρηση.
Καταχωρίσαμε δύο αγγελίες στη τοπική εφημερίδα, την πρώτη για να βρούμε νέο ενοικιαστή
και να μεταβιβάσουμε το ετήσιο συμβόλαιο που δεν είχε εκπνεύσει, και τη δεύτερη για να
εκποιήσουμε έπιπλα και σκεύη. Ταυτόχρονα, ειδοποιήσαμε τους δημόσιους οργανισμούς για
ηλεκτρικό και τηλέφωνο. Πήγα μια μέρα και στο αστυνομικό τμήμα του Λούτον για να
δηλώσω ότι φεύγουμε, λίγο πριν κλείσουμε τέσσερα χρόνια στην Αγγλία και πάρουμε την
κάποτε πολυπόθητη άδεια μόνιμης εγκατάστασης.

Στην Ελλάδα γυρίζετε; ρώτησε τυπικά ο ανοιχτόχρωμος αστυνομικός με κάπως βαριά
προφορά, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στην ταυτότητά μου. Ωραία χώρα, πρόσθεσε
ευγενικά, παρά τη δικτατορία. Κι ύστερα με αιφνιδίασε. Ξέρετε, κι εγώ αλλοδαπός είμαι.
Αλήθεια; έκανα, κοιτάζοντάς τον με εύλογη δυσπιστία. Ναι, είμαι από τη Σκωτία, επιβεβαίωσε
κατηγορηματικά κι εγώ κούνησα το κεφάλι μου με κατανόηση.

Αποχαιρετίσαμε τον Παύλο και τη Μόλυ, τον Μύρωνα κα τη Ντίνα και τους υπόλοιπους
φίλους μας. Οι συνάδελφοί μου στο γραφείο ήταν ιδιαίτερα ευγενικοί και πολλοί με μακάριζαν
που γύριζα σε μια από τις χώρες των ονείρων τους. Ο Χάρι, ο Μπάρι, ο Μάικ και οι υπόλοιποι,
αλλά και ο Πόλντι, που ανέβηκε από το Λονδίνο, με τα θλιμμένα μάτια του και την
αυστριακή αρχοντιά κάτω απ’ το παλιό αδιάβροχο, και τα είπαμε πίνοντας τον τελευταίο
καφέ κάπου στην εξοχή. Ώστε αυτό ήταν, Τόλη. Αυτό ήταν, φίλε μου, τελείωσε. Ευτυχώς που
υπήρχες κι εσύ.

Ο κύριος Ντονέλ μού έγραψε μια συστατική επιστολή που στην αρχή νόμισα ότι αναφερόταν
σε κάποιο άγνωστό μου άτομο, σχεδόν ιδανικό. Και προσφέρθηκε να με συστήσει στον
Αμερικανό πρόξενο, στον Τομ Πάπας και σε άλλα σημαίνονται πρόσωπα στη Θεσσαλονίκη.
Ντράπηκα γιατί αυτοί ήταν απ’ τους στυλοβάτες της δικτατορίας. Δεν το έδειξα όμως, απλώς
τον ευχαρίστησα για όλα, του έσφιξα το χέρι και του είπα ότι δεν χρειαζόταν, η επιστολή του
έφτανε και με το παραπάνω. Την κράτησα από τότε στο παλιό πράσινο μπαούλο, ως ένα από
τα ενθύμια της ζωής μου στην Αγγλία, και δεν τη χρησιμοποίησα ποτέ.

Οι αγγελίες μας καρποφόρησαν αμέσως. Το διαμερισματάκι μας ήταν νόστιμο και το ενοίκιό
του λογικό, τα έπιπλα μας σχεδόν καινούρια και εμείς απόλυτα διατεθειμένοι να τα δώσουμε
όσο-όσο και να ξεμπερδεύουμε. Έτσι, ο χώρος άρχισε σταδιακά να απογυμνώνεται, όπως είχε
γίνει παλιότερα στην Αθήνα. Την τελευταία βραδιά πριν το ταξίδι της επιστροφής, δεν είχαμε
ούτε καν κρεβάτι και το μακρόστενο παράθυρο ήταν γυμνό αφού είχαμε ήδη διπλώσει τις
κουρτίνες.

Στρώσαμε στο πάτωμα κουβέρτες για να κοιμηθούμε χωρίς να προσέξουμε ότι ο ουρανός ήταν
από νωρίς φορτωμένος μαύρα σύννεφα. Κατά τα μεσάνυχτα, άρχισε ξαφνικά το πανηγύρι. Οι
αστραπές έλαμπαν σαν να εκτοξεύονταν πυροτεχνήματα σ’ ολόκληρο το διάστημα κι
ακολουθούσαν εκκωφαντικές ομοβροντίες κεραυνών. Πάνω απ’ το γκρίζο της πόλης και το
πιο γκρίζο της βροχής, το κόκκινο βαθύ διέγραφε απειλητικά σχήματα με αλλεπάλληλες
εκρήξεις σε δεκάδες σημεία τ’ ουρανού.

Μπροστά στο φαντασμαγορικό αλλά και τρομακτικό αυτό θέαμα, δεν βρήκαμε λέξη να
αρθρώσουμε και κάποια στιγμή πηδήξαμε ενστικτωδώς στον προθάλαμο για να
προφυλαχτούμε. Ίσως ήταν το σπάνιο καιρικό φαινόμενο που ονομάζεται καταιγίδα
κεραυνών, ίσως ο ουρανός να είχε εξοργιστεί που έχανε το θήραμά του, ίσως η χώρα να μας
έδιωχνε για ακόμη μια φορά. Μπορεί όμως και να ήταν μια γιορτή. Μια γιορτή
αποχαιρετισμού με αναμμένους όλους τους πολυελαίους για κάποιους ξένους που η χώρα
θεωρούσε πια δικούς της.

Στο φέριμποουτ από το Φόλκστοουν για το Καλαί και με ήρεμα νερά, κοίταζα το μεγάλο νησί
με τους ανθρώπους του, που εγκαταλείπαμε για πάντα, κι ένιωθα ένα πόνο ανεξήγητο.
Είχαμε γνωρίσει και είχαμε μοιραστεί την καθημερινή ζωή τους, τη χαρά και τη θλίψη, την
περηφάνια και τη μικρότητα, τη μοναξιά τους και τον θάνατο. Και πίσω μας αφήναμε
κομμάτια από τη γούνα μας κι ένα μικρό κομμάτι απ’ την ψυχή μας.

Κοίταζα και σκεφτόμουν τη φορά εκείνη που, γυρίζοντας απ’ την Ισπανία με Βρετανούς
συνταξιδιώτες, διασχίζαμε αντιστρόφως την μεγαλύτερη απόσταση απ’ την Οστάνδη ως το
Ντόβερ. Στη μέση της διαδρομής είχε ξεσπάσει μεγάλη θαλασσοταραχή. Το πλοίο ήταν μικρό
και τα τεράστια κύματα το χτυπούσαν αλύπητα και το έκαναν να σηκώνεται και να
βυθίζεται και κάποτε να στρέφεται απότομα αφήνοντας ανατριχιαστικούς ήχους. Τα ποτήρια
και τα πιάτα του μπαρ έπεφταν και γίνονταν θρύψαλα στο πάτωμα κι εγώ, που δύσκολα με
πιάνει η θάλασσα, είχα αγκαλιάσει τη Σοφία με ανοιχτά τα πόδια και της έλεγα στο αυτί να
κρατηθεί γιατί ο εμετός από ναυτία δεν ωφελεί σε τίποτα.

Όταν κοιτάξαμε τριγύρω, είδαμε ότι δεν είχε μείνει σχεδόν κανένας στο σαλόνι. Είπαμε τότε
να βγούμε για λίγο στο κατάστρωμα και να πάρουμε μια βαθιά ανάσα. Εκεί αντικρίσαμε
καμιά πενηνταριά Εγγλέζους να κάθονται άνετα στις πάνινες πολυθρόνες, αμίλητοι και με
σφιγμένα χείλη, και με τα μάτια καρφωμένα στο χαλκοπράσινο του ουρανού, ακριβώς στο
σημείο όπου λυσσομανούσε η καταιγίδα. Εύθραυστους γέρους και γριές με μια δαντελένια
ισπανική μαντίλα στον λαιμό, μεσήλικες αλλά και νέους και παιδάκια του δημοτικού
σχολείου. Κι όταν μου ξέφυγαν δυο λέξεις για τον χαλασμό, μερικοί με έβρισαν μέσα από τα
δόντια.

Τότε στενοχωρήθηκα και απόρησα, αργότερα κατάλαβα. Κατάλαβα αυτή τη χώρα καλύτερα
απ’ ό, τι αν διάβαζα όλα τα βιβλία της ιστορίας. Πέρα από τη δική μας πίκρα ή αγάπη,
κατάλαβα γιατί οι άντρες έβαφαν κατακόκκινες της εξώπορτες και σφύριζαν χαρούμενα μέσα
στη σκοτεινιά, γιατί οι γυναίκες φορούσαν καπέλα με πολύχρωμα λουλούδια. Χωρίς φωνές
και θρήνους, χωρίς μάταιες επικλήσεις, γιατί κρατούσαν όρθιο το κεφάλι και κοίταζαν
κατάματα την καταιγίδα.