Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Όπως η γάτα με το ποντίκι

Καθόμουν με το μπράτσο ακουμπισμένο στο σιδερένιο τραπεζάκι της αυλής και κουβέντιαζα
με τη Σοφία και τους άλλους, όταν άκουσα δίπλα μου ένα νιαούρισμα, ταυτόχρονα
παραπονιάρικο και απαιτητικό. Γύρισα κι είδα τον Μεζέ με ανασηκωμένο το κεφάλι κάτω απ’
την πάνινη πολυθρόνα. Τι θέλεις, ρε, του είπα, νομίζω ότι έχεις φάει και μάλιστα καλά. Το
νιαούρισμα όμως συνεχίστηκε εξίσου επίμονο. Αναστέναξα, άπλωσα το δεξί μου χέρι, το
πέρασα κάτω απ’ την άσπρη κοιλιά του, τον ανέβασα και τον απίθωσα στην αγκαλιά μου.
Αυτό ήθελε. Μόλις βρέθηκε σε επιφάνεια ζεστή και προστατευμένη, απλώθηκε απολαυστικά,
άρχισε να γουργουρίζει με τα χάδια και σε λίγη ώρα αποκοιμήθηκε.

Ένα γκριζόασπρο αρσενικό απολειφάδι. Τον είχε περιμαζέψει πριν λίγες μέρες η Μυρτώ, η
κόρη του Αλέξη και της Άρτεμης στο διπλανό μας σπίτι, προστάτιδα κάθε αδέσποτου και
εγκαταλελειμμένου. Που είχε μια βαθιά τσάντα γεμάτη με όλα τα θαύματα του φαρμακείου
για ν’ ανασταίνει τα ετοιμοθάνατα. Ενέσεις, εμβόλια και ορούς, χάπια και δυναμωτικά,
αντισηπτικά, αλοιφές, γάζες και τσιρότα. Έτσι έγινε και με τον Μεζέ. Με τη φροντίδα, το
γάλα με το μπιμπερό, με την καλή στερεά τροφή αργότερα, συνήλθε και ζωντάνεψε και
άρχισε να χοροπηδάει τριγύρω.

- Τώρα πρέπει να τον βαφτίσουμε, δεν πρέπει; είχε ρωτήσει ο Αλέξης, κρατώντας τον στην
παλάμη του κάτω απ’ την ελιά και χαμογελώντας σκανταλιάρικα. Προτείναμε λοιπόν
διάφορα συμβατικά ή πρωτότυπα ονόματα στην ολομέλεια των δύο οικογενειών και τελικά ο
Αλέξης είπε, μια σταλιά δεν είναι, μια μπουκιά; Θα τον φωνάζουμε Μεζέ. Αυτό και κόλλησε.

Λίγο καιρό πριν τον Μεζέ, η Μυρτώ είχε υιοθετήσει ένα μεγάλο θηλυκό σκυλί σε εξίσου
αξιοθρήνητη κατάσταση. Λεπτό, με μακρύ ξανθό τρίχωμα και φουντωτή ουρά, με μαύρη
μούρη και αυτιά, πολύ ήμερο και αγαπησιάρικο. Μπουμπού, το είχε βαφτίσει εκείνη, ένα
όνομα που είχα επαναλάβει με γκριμάτσα κι ερωτηματικό αλλά σύντομα άρχισα να το
προφέρω με ευχαρίστηση έτσι όπως μου γέμιζε το στόμα.

Στα δύο άσπρα κολλητά απομονωμένα σπίτια, λίγο έξω απ’ την Άφυτο, στο μπουγάζι του
παλιού κοινοτικού δρόμου προς τη Νέα Φώκαια, ανάμεσα στο υδραγωγείο του χωριού και το
κοιμητήριο, τα δύο πρώην αδέσποτα μάς κέρδισαν το καλοκαίρι. Βεβαίως, εκείνος που
αλώνιζε, μέσα και έξω απ’ τα σπίτια, στο τσιμέντο, στα πλακάκια, στο χώμα και το χόρτο, σε
πεζούλια, περβάζια, πάγκους, καρέκλες, τραπεζάκια, σε χέρια και σε αγκαλιές, ήταν ο
πανέξυπνος, θρασύτατος κι αχόρταγος Μεζές. Αχόρταγος για φαγητό, για χάδια, για παιχνίδι
και για πονηριές.

Όταν καθόμασταν στο μεγάλο μπαλκόνι που έβλεπε προς τον κατακόρυφο γκρεμό, τη
θάλασσα από κάτω και το δεύτερο πόδι απέναντι, ακούγαμε συχνά ένα χαρακτηριστικό
νιαούρισμα να αναγγέλλει την άφιξή του. Σε λίγο, το κεφαλάκι του προέβαλε ανάμεσα στα
κάγκελα στην κορυφή της εξωτερικής σκάλας και το μικρό αιλουροειδές εισχωρούσε στο
πλακόστρωτο, με το χαριτωμένο νωχελικό περπάτημά του.

Στην αρχή είχα υποθέσει ότι θα ήταν χορτάτος αφού τον τάιζε τακτικά η Μυρτώ. Ο Μεζές
όμως έτρωγε στους πλαϊνούς, ερχόταν να διεκδικήσει το μερίδιό του απ’ τα ψαράκια στο
πιάτο μου, κυνηγούσε κι ανάμεσα στα χόρτα. Έστω και για προπόνηση. Εξακολουθούσε να
έχει αδυναμία στην αγκαλιά μου, όταν όμως αποφάσιζε να προσγειωθεί, γινόταν ένα με το
δάπεδο, φέρμαρε τις μύγες και κάθε άλλο πετούμενο, εκτινασσόταν και χτυπούσε με
εκπληκτική ταχύτητα και ακρίβεια. Καμιά φορά, όταν άφηνα το χέρι μου κρεμασμένο στο
πλάι, αισθανόμουν ξαφνικά τα νύχια του να το γραπώνουν, έτσι ώστε να τα αισθανθώ καλά
αλλά χωρίς να με πληγώσουν.

Στην εφηβεία του ο Νίκος, είχε αιφνιδίως αποκτήσει τον σκύλο που τόσο επιθυμούσε αλλά
ήταν αδύνατον να βάλουμε μέσα στο διαμέρισμα της πόλης. Ξάπλωνε δίπλα στη Μπουμπού
στο γκρο μπετόν, την χάιδευε και έπαιζε μαζί της, την έβγαζε φωτογραφίες, την έπαιρνε και
έτρεχαν στους δρόμους του χωριού ως τον κυκλικό κατήφορο, το παραθαλάσσιο καφενεδάκι
και τη αμμουδιά.

Κοινά και φυσιολογικά πράγματα ως εδώ, θα έλεγε κανείς. Έχει όμως και παρακάτω. Όπως η
Μυρτώ είχε υιοθετήσει τη Μπουμπού, έτσι κι εκείνη με τη σειρά της υιοθέτησε τον Μεζέ.
Καθόταν η μεγάλη σκύλα στο υπόστεγο με απλωμένα τα μπροστινά της πόδια κι ανάμεσα
τους άραζε το απολειφάδι, μικρότερο απ’ το κεφάλι της, γαλήνιο και απρόσβλητο από κάθε
κίνδυνο.

Η Μπουμπού τον προστάτευε, μοιραζόταν μαζί του το φαγητό της, τον έγλειφε από τα μυτερά
αυτιά ως την άκρη της ουράς του. Καμιά φορά εκείνος χωνόταν μες στο στόμα της, κι απέξω
έμενε μόνον το κεφαλάκι του. Και, μάλιστα, όχι ολόκληρο. Εμείς παρακολουθούσαμε με δέος
και λέγαμε, πάει, αυτή θα το φάει κάποια μέρα το γατί. Ύστερα ο Μεζές επέστρεφε σώος και
αβλαβής και διαπιστώναμε ότι ήταν λουσμένος με τα σάλια της.

Γεροί και δυνατοί πλέον οι δυο τους, περνούσαν τις μέρες του καλοκαιριού με ατέλειωτο
παιχνίδι. Στο κυνηγητό γύρω απ’ τα σπίτια, όταν ο γάτος αισθανόταν ότι η σκύλα θα τον
έφτανε, χωνόταν ξαφνικά σ’ ένα σημείο με ψηλά χόρτα, κι εκείνη, αφού μάταια έψαχνε
λιγάκι, απέμενε να κοιτάει τριγύρω με μια απορημένη έκφραση. Έως ότου ο γάτος
αποφασίσει να εμφανιστεί στην άλλη μεριά και να αρχίσει πάλι το παιχνίδι.

Κι όταν καμιά φορά τον έπιανε; Τότε τον σήκωνε ψηλά, θριαμβευτικά σαν λάφυρο ανάμεσα
στα δόντια, κατορθώνοντας να τον κρατάει τόσο σφιχτά ώστε να μην πέσει και τόσο απαλά
ώστε να μην τον τραυματίσει. Τον απέθετε κάτω απ’ το υπόστεγο, όπου για ένα διάστημα τα
πράγματα ηρεμούσαν, ώσπου οι δυο τους να ξαναρχίσουν πρώτα τα χάδια κι ύστερα τα
πειράγματα.

Ένα ζεστό μεσημέρι, η Μπουμπού μισοκοιμόταν ξαπλωμένη στη σκιά ακριβώς κάτω απ’ το
μπαλκόνι μας. Όμως ο Μεζές είχε όρεξη για παιχνίδι. Πήγαινε και πρώτα πείραζε την ουρά
της, μετά τα πίσω πόδια και το σώμα της αλλά χαμπάρι εκείνη. Στο τέλος, ο γάτος πήδηξε με
τα μπροστινά από τις δύο μεριές του κεφαλιού της και, με τα νύχια μαζεμένα, τις έδωσε
μερικές που ήταν αδύνατον να την αφήσουν ασυγκίνητη. Σάλταρε λοιπόν επάνω και άρχισε
και πάλι να τον κυνηγάει.

Με χαρές και με παιχνίδια πέρασε κάποτε το πρώτο καλοκαίρι. Είχαμε βέβαια όλοι τις
επαγγελματικές υποχρεώσεις μας και έπρεπε, ως την αρχή του φθινοπώρου, να επιστρέψουμε
οριστικά στη Θεσσαλονίκη. Τέθηκε αναπόφευκτα το ερώτημα κι οι φίλοι μας αποφάσισαν, με
μισή καρδιά, ότι ήταν αδύνατον να πάρουν μαζί τους τα δύο πλέον οικόσιτα. Κατασκεύασαν
με μουσαμά και ξύλα ένα πρόχειρο κατάλυμα πλάι στον τοίχο για να τα προστατεύσουν από
το κρύο και τη βροχή, τους άφησαν κάποια τροφή, και τα φρόντιζαν καλύτερα όταν
πήγαιναν στην Άφυτο το Σαββατοκύριακο.

Η σκύλα και ο γάτος επιβίωσαν. Φαντάζομαι με τα ολίγα, με το όποιο κυνήγι, το ένα με το
χνώτο του άλλου. Όταν ξαναπήγαμε κι εμείς στο χωριό το Πάσχα, τα βρήκαμε λίγο
αδυνατισμένα αλλά πιο δυνατά και σκληροτράχηλα. Να μην εκδηλώνουν ούτε ίχνος μνησι-
κακίας. Η αλλαγή ήταν βέβαια πολύ πιο αισθητή στον Μεζέ. Που είχε περάσει απ’ την παιδική
ηλικία στην εφηβική και είχε πια γίνει γάτος σωστός.

Μάλιστα, μια φορά που καθόμουν δίπλα του στο γρασίδι και τον πασπάτευα αφηρημένα,
ένιωσα να μπήγονται τα νύχια του στο χέρι μου, γύρισα και το τράβηξα, βγάζοντας μια
κραυγή διαμαρτυρίας. Ο γάτος είχε πέσει ανάσκελα, απολάμβανε βέβαια τα χάδια μου αλλά
είχε κι όλα τα νύχια έξω, ανοιχτό το στόμα με τα μυτερά δόντια, και μια σχεδόν σατανική
λάμψη στα μάτια του. Που σήμαινε, πρόσεξε, είμαι μεγάλος πια και επίφοβος. Οι αγκαλιές
είχαν τελειώσει. Εξακολουθούσε όμως να έρχεται όταν τον καλούσα, να απλώνει και το πόδι
του, να δείχνει ότι δεν ήμουν κάποιος άγνωστος, ότι με κάποιον τρόπο αναγνώριζε την
ιδιαίτερή μας σχέση.

Ήταν κι ατρόμητος ο γάτος. Μια μέρα που όλοι έλειπαν, έλειπε κι ο Νίκος με τη Μπουμπού,
εισέβαλε στην αυλή ένα τεράστιος μούργος, ενώ ο ιδιοκτήτης του μάλλον καμάρωνε απ’ τον
δρόμο. Του όρμησε, έχωσε τη μούρη στη γαβάθα του και σκούπισε τα υπολείμματα του
φαγητού. Ο γάτος όμως δεν το έβαλε στα πόδια. Έδωσε ένα σάλτο και στάθηκε στα χόρτα
ακριβώς πίσω απ’ το τοιχίο και, απ’ τα τριάντα εκατοστά, κοίταζε ίσια στα μάτια, ψύχραιμα
και προκλητικά, τον προαιώνιο εχθρό του που είχε ακουμπήσει εκεί τα μπροστινά του
πέλματα και γρύλιζε απειλητικά. Έως ότου επέμβω εγώ, που έβαφα κάτι παντζούρια
παρακάτω, και ο κρετίνος τον ανακαλέσει.

Το ίδιο καλοκαίρι, η Μπουμπού άρχισε να σέρνει. Συνέλαβαν λοιπόν την αδιάψευστη
μυρωδιά όλα τα αρσενικά της περιοχής και δεχτήκαμε επισκέψεις από πολλούς επίδοξους
γαμπρούς, ως και μία επαίσχυντη από έναν κάτασπρο και φουντωτό του καναπέ. Τους
περισσότερους τους διώχναμε αλλά ήταν αδύνατον να βρισκόμαστε σε διαρκή επιφυλακή. Το
διάστημα εκείνο, ο Μεζές είχε προνοητικά αποσυρθεί και κυριαρχούσαν οι μνηστήρες. Ιδίως
ένα υπέροχο μαλλιαρό κατάμαυρο σκυλί που ξημεροβραδιαζόταν στο κατώφλι της. Όταν
ξυπνούσαμε και βγαίναμε στην αυλή για καφέ και για κουβέντα, το βλέπαμε σε μια γωνιά,
ξενυχτισμένο και βαλαντωμένο να την περιμένει.

Ίσως το πιο χαρακτηριστικό περιστατικό της ενηλικίωσης του Μεζέ να ήταν όταν, χώνοντας
τη μουσούδα του στη βλάστηση, συνέλαβε ένα ποντικάκι. Πάνω από μία ώρα απ’ το
μπαλκόνι, βλέπαμε την επίδειξή του και καταλάβαμε πραγματικά τι σημαίνει να παίζει η
γάτα με το ποντίκι. Το πετούσε στον αέρα και το άφηνε να προσγειωθεί στα νύχια του, το
έφερνε στο στόμα του, το ψιλοδάγκωνε και ύστερα το άφηνε, έκανε τον αδιάφορο ή τον
μισοκοιμισμένο κι όταν εκείνο πήγαινε να δραπετεύσει, με ένα άλμα το γράπωνε δυο βήματα
παρακάτω.

Θαυμάσαμε, απορήσαμε, γελάσαμε. Ύστερα εγώ θυμήθηκα τον ίδιο τον Μεζέ μικρό κι
ανυπεράσπιστο και μελαγχόλησα. Κατεβήκαμε στη θάλασσα αλλά η περιέργεια δεν μ’ άφηνε.
Όταν γυρίσαμε, κατέβηκα κάτω και έψαξα τριγύρω στην έρημη αυλή. Ο γάτος είχε παίξει το
γνωστό παιχνίδι του αλλά δεν είχε φάει το ποντικάκι. Το βρήκα σε μια ρίζα δέντρου εκεί
κοντά, σκοτωμένο με μια νυχιά πέρα ως πέρα στην κοιλιά.

Το τέλος του καλοκαιριού είναι πάντοτε δύσκολο. Αυτό το τέλος όμως ήταν δυσκολότερο. Η
Μυρτώ αποφάσισε να δώσει τον Μεζέ σε ένα σπίτι του χωριού για να μην μένει έξω νηστικός.
Η Μπουμπού θα την έβγαζε λίγο πολύ με το ίδιο καθεστώς. Το αποτέλεσμα; Νομίζω τον
επόμενο Φεβρουάριο, μάθαμε ότι είχαν βρει τη σκύλα πεταμένη κοντά στο γήπεδο. Την είχαν
σκοτώσει κάπου αλλού, της είχαν δέσει τα πόδια με σύρμα, και την είχαν σύρει με τρακτέρ ως
τον σκουπιδότοπο.

Χρειάστηκαν μήνες για να βρούμε το θάρρος να πούμε στον Νίκο την αλήθεια. Και τότε χωρίς
λεπτομέρειες. Τουλάχιστον βολεύτηκε ο Μεζές, παρηγορηθήκαμε. Είναι πιο σκληρός αυτός,
δεν έχει ανάγκη. Τον είχε μάλιστα δει η Άρτεμη σε κάποια αυλή και τον φώναξε, και ένα
κοριτσάκι από μέσα είπε, μαμά, είναι μια κυρία εδώ και χαϊδεύει τη γάτα μας. Τουλάχιστον
βολεύτηκε ο Μεζές. Έως ότου μας ενημερώσει λίγο αργότερα κάποια ντόπια γειτόνισσα.
Σκυλιά και γάτες; Τίποτα δεν υπάρχει στο χωριό. Τα φαρμάκωσαν όλα.