Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Πολιτιστική αναγέννηση

Γλυκό, φθινοπωριάτικο, σαλονικιώτικο απόγευμα προς σούρουπο, κι η είδηση έπεσε στην
πυρίκαυστο σαν κεραυνός. Κι αστραπιαία κυκλοφόρησε απ’ το Βαρδάρι ως τον Λευκό Πύργο,
σε αντίστροφη κατεύθυνση από την Παύλου Μελά ως τη Φράγκων ή τη Δωδεκανήσου, και
κάθετα απ’ το Διοικητήριο ως την Αριστοτέλους, την Τσιμισκή και τη θάλασσα. Σε δρόμους
και σε πλατείες, σε καφετέριες, καφενεία, ουζερί και εστιατόρια, σε γραφεία, σε εταιρίες και
μαγαζιά κάθε είδους, στα διάφορα αμφιθέατρα του πανεπιστημίου, ακόμη και στα παγκάκια
των πάρκων ή στους λιγοστούς την ώρα εκείνη περιπατητές της παλιάς και τη νέας
παραλίας.

Διέκοψε τους Ρηγάδες, τον Σπίνο, τον Χαρβάλα και τον Παπάρα, διέκοψε το Αρκουδάκι, τον
Σάκη και τον Τρύφωνα, διέκοψε την κουβέντα, την εργασία, τα μαθήματα και τη μελέτη, το
φαγητό, το ούζο με μεζέδες, το τάβλι, την πόκα, την πρέφα και το κουμκάν με φιρφιρίκι ή
χωρίς. Διέκοψε το παιχνίδι και τον χαβαλέ, τα πολιτικά και τα κοινωνικά, ακόμη και τα
ερωτικά, τα διέκοψε όλα. «Τρέξτε, οι δογματικοί κατέβηκαν για να πάρουν τη Λέσχη».

Προστρέξαμε λοιπόν ολοταχώς εμείς της ανανέωσης (ή της αναθεώρησης), αφήνοντάς τα
πάντα στη μέση, οι νεαροί και οι μεγαλύτεροι, οι μηχανικοί και οι αρχιτέκτονες, οι ιατροί και
οι οδοντίατροι, οι δικηγόροι και οι ασκούμενοι, οι φοιτητές, οι ζωγράφοι, οι μουσικοί, οι
ποιητές και οι πεζογράφοι. Χωρίς βεβαίως να σημαίνει αυτό ότι δεν είχαμε κι εμείς τον Φόρη
μας, τον βραχνό γεροδεμένο οικοδόμο και ποιητή και, σε ολομέλεια, έναν-δύο τουλάχιστον
ακόμη εργάτες που επιδεικνύαμε με περηφάνια. Όταν φτάσαμε στην προέκταση της Τσιμισκή
και στην είσοδο της πολυκατοικίας, διαπιστώσαμε ότι ήταν σχεδόν αδύνατον να ανεβούμε
επάνω καθώς η πρωτοπόρος εργατική τάξη είχε ήδη πλημμυρίζει το στενόχωρο εντευκτήριο
και τις σκάλες ως έξω στο πεζοδρόμιο.

Καθώς σκαρφαλώναμε με επιδέξιες διεισδύσεις, έντεχνες πλαγιοκοπήσεις και όχι και τόσο
ευγενικά σπρωξίματα μέσα στον συνωστισμό, και κάποτε εισχωρήσαμε με κόπο στον κυρίως
χώρο του πολιτιστικού φορέα, είδαμε πολλά άγνωστα συνοικιακά πρόσωπα κι ανάμεσά τους
διάφορες κοπέλες να κρατάνε στα χέρια ένα χαρτάκι με ονόματα και να επαναλαμβάνουν
παράτονα μια περίεργη ξενική λέξη που θύμιζε τη μητρόπολη του σοσιαλισμού. Και να
κάνουν νόημα καταφατικό με το κεφάλι. Την επανέλαβα κι εγώ με απορία και ξαφνικά
μου έφεξε ότι ήταν πολύ γνωστό επίθετο ανδρικό και η επίσημη γραμμή για την επικείμενη
ψηφοφορία, γραμμή που σύντομα κι εμείς θα παίρναμε με άλλα ονόματα ασφαλώς.

Ήταν η πρώτη περίοδος μετά την κατάρρευση της δικτατορίας και η αντιπαράθεση των
δογματικών με τους ανανεωτικούς στον χώρο της αριστεράς βρισκόταν στο απόγειό της σε
όλα τα μέτωπα. Το σωματείο που έφερε τον τίτλο, Λέσχη Γραμμάτων και Τεχνών Βορείου
Ελλάδος, είχε διαλυθεί από τη δικτατορία και είχε συσταθεί ξανά μετά την κατάρρευσή της.
Και οι δημοκρατικές διαδικασίες είχαν αρχίσει να λειτουργούν και πάλι με τον καθιερωμένο
στη χώρα μας τρόπο. Το παλιό διοικητικό συμβούλιο, σίγουρα αριστεροί και μάλλον
ανένταχτοι, αγωνιζόταν να βάλει μια τάξη στο χάος για να διεξαχθούν οι αρχαιρεσίες με
βάση το καταστατικό του συλλόγου. Το οποίο όμως προέβλεπε ότι δύο ή τρία μέλη της Λέσχης
μπορούσαν να προτείνουν επιτόπου αναρίθμητα άλλα για να εγγραφούν και να ψηφίσουν με
την καταβολή μιας συμβολικής μάλλον συνδρομής.

Μπροστά στο θορυβώδες αδιέξοδο, ένας δικηγόρος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου,
συνεννοήθηκε με τους άλλους, ύψωσε το μικρό ανάστημά του, κατόρθωσε να επιβάλει την
τάξη και ανακοίνωσε στην ομήγυρη ότι οι αρχαιρεσίες θα αναβάλλονταν έως ότου
πρυτανεύσει η λογική και, ενδεχομένως, τροποποιηθεί το καταστατικό του συλλόγου. Έτσι, το
πλήθος διαλύθηκε ειρηνικά και όλοι επανήλθαμε ταχύτατα στις σίγουρα πιο συναρπαστικές
συνηθισμένες ασχολίες μας.

Και πράγματι πρυτάνευσε η λογική που επιβάλει η ανάγκη. Με κάποιου είδους συζητήσεις,
διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις, επιτεύχθηκε τελικά μια αναλογική εκπροσώπηση στο
νέο εννιαμελές διοικητικό συμβούλιο. Αφού, επιπλέον, υποτίθεται ότι όλοι μας παρόμοιους
σκοπούς επιδιώκαμε. Η ψηφοφορία που ακολούθησε, επικύρωσε με εκπληκτική αριθμητική
συνέπεια τη συμφωνία. Δύο εκπρόσωποι των ορθοδόξων, άλλοι δύο των αναθεωρητών, τρεις
ανένταχτοι αριστεροί και δύο προοδευτικοί κεντρώοι.

Ή κάπως έτσι. Για ξυρισμένο σβέρκο με γραβάτα, για δεξιό, συντηρητικό ή ουδέτερο, ούτε
σκέψη βέβαια, ούτε λόγος, ούτε καν ανέκδοτο. Με πρόεδρο κοινής αποδοχής τον Στέργιο (κι
αργότερα τον Ανέστη), άνθρωπο γλυκό, παλιό μπαρουτοκαπνισμένο αριστερό και
συγγραφέα με ιδιότυπο χιούμορ και αυτοσαρκασμό. «Οι φίλοι μου οι πεζογράφοι», έλεγε,
«υποστηρίζουν ότι είμαι ποιητής, ενώ οι ποιητές ότι είμαι πεζογράφος».

Όσο κι αν μου φαίνεται απίστευτο τριάντα τόσα χρόνια αργότερα, η απάντηση όλων μας
στην παλιά πατρική εμπειρία και πικρή ειρωνεία, «εσύ, βρε, θα αλλάξεις το ρωμέικο;», ήταν
ένα αδιαπραγμάτευτο και κατηγορηματικό «ναι, εγώ και μερικοί ακόμη». Ήταν μια τρέλα,
μια πράγματι ρομαντική εποχή. Τα πρώτα διοικητικά συμβούλια ξεχείλιζαν από νιάτα,
φλόγα και πάθος, επιθυμία για προσφορά, από ταλέντο και ικανότητες. Ταλέντο κυρίως
λογοτεχνικό και εικαστικό, ικανότητα οργανωτική και εκτελεστική, και, το πιο δύσκολο,
διάθεση συνεργασίας παρά τις, άλλοτε μεγάλες και άλλοτε ανυπέρβλητες, πολιτικές μας
διαφορές. Ο Ανέστης, ο Γιάννης, ο Ξενοφών, η Μαρία και η Μαρίνα, ο Λουκάς,
ο Τάκης, η Ντόρα, ο ένας Τόλης κι ο άλλος Τόλης. Κι άλλοι πολλοί στα πέριξ κι άλλοι πολλοί
αργότερα.

Και τι δεν κάναμε τα χρόνια εκείνα της μεθυστικής ελευθερίας μετά την επτάχρονη
καταπίεση, τι σχέδια και τι όνειρα δεν είχαμε. Με τις πενιχρές συνδρομές, με κάποιες κατά
περίπτωση επιχορηγήσεις του δήμου, με ρεφενέ. Αναρίθμητες εκδηλώσεις, λογοτεχνικές,
κοινωνικές, μουσικές, θεατρικές, εκθέσεις ζωγραφικής, διαλέξεις, ομιλίες, συζητήσεις. Στο
νοικιασμένο εντευκτήριο της Λέσχης, σε βιβλιοθήκες, σε αίθουσες του δήμου ή των συνοικιών,
σε υπαίθριους χώρους. Ακόμη κι ένα μικρό βιβλιοπωλείο είχαμε στήσει έξω απ' το γραφείο και
τόπο των συνεδριάσεών μας.

Και τι δεν κάναμε, και ποιους δεν παρουσιάσαμε, ήδη διάσημους ή απλώς γνωστούς, και
πολλούς νέους και φερέλπιδες δημιουργούς ή επιστήμονες που αργότερα καταξιώθηκαν με το
έργο τους στο πανελλήνιο. Είδαμε, ακούσαμε και διαβάσαμε, ρωτήσαμε, συζητήσαμε και
διαφωνήσαμε, μαλώσαμε και αγαπηθήκαμε. Ερωτευτήκαμε. Γιατί η περιρρέουσα ατμόσφαιρα
και η κινητήρια δύναμη ήταν βέβαια πολιτική αλλά και έντονα ερωτική.
Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να είχαν γίνει όλα αυτά;

Χαρακτηριστική περίπτωση ακτιβιστή ήταν ο Γιάννης, σημαντικός ποιητής ο ίδιος και
αργότερα κριτικός, που είχε αναλάβει τα κοινωνικοπολιτικά και, μετά την όλη προεργασία,
έκανε τηλεφωνικές επαφές και επισκέψεις και κατέφθανε πανέτοιμος στις συνεδριάσεις με
ένα μακρύ κατάλογο. Σεμνός και σοβαρός, με το φυσικότερο ύφος του κόσμου, άρχιζε να
αραδιάζει προς έγκριση δεκάδες θέματα και πιθανούς ομιλητές, κυρίως απ’ τα πανεπιστήμια,
τους οποίους παρουσίαζε μετά ο ίδιος στις εκδηλώσεις.

Η κυριότερη εκδήλωση σε ευρεία κλίμακα ήταν η ετήσια Πανελλήνια Ποιητική Συνάντηση,
ιδέα του Ανέστη, που οργανώθηκε τις περισσότερες φορές στο θέατρο του κήπου, με
επιχορήγηση του Δήμου και σε συνεργασία με το Παράρτημα Θεσσαλονίκης της Πανελλήνιας
Πολιτιστικής Κίνησης. Εκεί παρουσιάστηκαν διαδοχικά οι τρεις μεταπολεμικές ποιητικές
γενιές και οι ποιητές της Κύπρου σε ένα ακροατήριο πεντακοσίων περίπου ατόμων, αριθμό
εξωπραγματικό για εκδηλώσεις αυτού του είδους. Με συγκινητικές στιγμές, όπως τότε που
ένα δεκάχρονο κοριτσάκι έσκυψε και χάιδεψε τον Βασίλη μόλις κάθισε στη θέση του μετά την
ανάγνωση των ποιημάτων του. Με διαφωνίες και καυγάδες στη συζήτηση που ακολουθούσε,
συχνά για τη στρατευμένη ποίηση.

Η Λέσχη ήταν στον σημαδιακό αριθμό 114 της Τσιμισκή, που θύμιζε το ακροτελεύτιο άρθρο
του συντάγματος για τον πατριωτισμό των ελλήνων, η Κίνηση στο 115, στη συμβολή με τη
Γούναρη, διαγωνίως απέναντι λίγο παρακάτω. Με γραμματέα και συντονίστρια τη Στέλλα,
με ζωγράφους, ψηφιδογράφους, ποιητές, φιλόλογους και κριτικούς, με τον Φώνη, τον
Αριστείδη, τον Βασίλη, τον Γιώργο, τον Πάνο, τον Βαγγέλη, τη Μαρία, την Άννα και τη
Λιάνα, την Αφροδίτη, την Παυλίνα και πολλούς άλλους. Και με το ίδιο πάθος.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η Λέσχη ήταν πιο ανεξάρτητη και πολυσυλλεκτική ενώ η
Κίνηση πιο κεντρικά ελεγχόμενη, επαγγελματική και πρακτική. Πάντως, δεν βρισκόμασταν
εκεί για να λύσουμε τα προβλήματα του κόμματος (που ήταν ένα, δύο ή περισσότερα), της
εργατικής τάξης ή του παγκόσμιου κινήματος, και οι ιδεολογικές διαφορές απλώς υπέβοσκαν
και ενοχλούσαν μόνο τους φανατικούς. Εκείνο στο οποίο διέφερε ουσιαστικά η Κίνηση από τη
Λέσχη δεν ήταν η πολιτιστική πράξη αλλά τα ονόματα και όχι όλα μάλιστα καθώς,
παρά τις αναπόφευκτες αντιρρήσεις, οι δύο πολιτιστικοί φορείς λειτουργούσαν και ως
συγκοινωνούντα δοχεία.

Στο φόντο βέβαια πάντοτε υπήρχαν τα γραφεία των κομμάτων, το μάλλον αδιάφορο για τα
πολιτιστικά με τον πράσινο ήλιο, και τα δύο με το σφυροδρέπανο, των άλλων στην Εγνατία,
το δικό μας στη Μακένζι Κινγκ και αργότερα στη Μητροπόλεως. Με αυτοτελείς κομματικές
οργανώσεις καλλιτεχνών. Άλλες συνεδριάσεις εκεί, άλλοι προγραμματισμοί, άλλα
προβλήματα. Με τον Λουκά, τον Τάκη, τον Κώστα και τη Λιάνα, τον Πρόδρομο, τον Φούλη
και τη Δέσποινα, τον άλλο Γιάννη. Η δυσκαμψία του κόμματος είχε οδηγήσει τον Μανόλη
στην οργάνωση των υγειονομικών, παρά τις προφορικές και έγγραφες διαμαρτυρίες μας. Στις
ολομέλειες όμως ποτέ δεν παρέλειπε να μιλήσει για μιαν άλλη σίγουρα αλλά μάλλον ασαφή
αντίληψη και πρακτική στον τομέα του πολιτισμού, που σίγουρα δεν είχε σχέση με την
Κίνηση, αυτό επέμενε κάθε φορά να το τονίζει.

Εμείς τον ακούγαμε χωρίς αντίλογο, με σεβασμό (λέξη που καθόλου δεν του άρεσε) και με
αγάπη, δεν είχαμε όμως τη δική του πείρα ενώ και τα τραύματά μας ήταν διαφορετικά. Τα
παιδιά της άλλης πλευράς μάς φαίνονταν θαυμάσια και τις περισσότερες φορές, όταν μας
δινόταν η ευκαιρία, συνεργαζόμασταν αρμονικά. Όχι ασφαλώς σε κομματικό επίπεδο αλλά
μέσα στους πολιτιστικούς φορείς.

Στο φόντο υπήρχαν τα κόμματα. Που διοργάνωναν ετήσια πανηγυρικά φεστιβάλ νεολαίας, το
ένα στο πάρκο της Νέας Ελβετίας και το άλλο στο πάρκο της Νέας Παραλίας, και τα δύο και
με πολιτιστικό περιεχόμενο. Παράλληλα υπήρχαν οι άλλοι πολιτιστικοί και επαγγελματικοί
φορείς (συνήθως χωρίς επαγγελματίες), που κι εκείνοι είχαν αξιόλογη παρουσία, όπως η
Τέχνη στη Στρατηγού Καλάρη και η Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης στη Δημοσθένους,
δίπλα στην Πλατεία Αριστοτέλους. Και, επιπλέον, οι σύλλογοι των περιφερειακών δήμων και
των συνοικιών. Θα ήταν ένα αλλιώτικο πανόραμα να είχε σημειώσει κανείς με πολύχρωμες
πινέζες σε έναν χάρτη της πόλης όλους αυτούς τους φορείς και τους χώρους όπου γίνονταν οι
εκδηλώσεις.

Για δώδεκα έως δεκαπέντε χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, παρουσιάστηκε στο
παραδοσιακά γκρίζο τοπίο της πόλης μια πρωτοφανής άνθιση, κάτι αλλιώτικο, αληθινά
ανθρώπινο και ωραίο. Μια ελπίδα. Παρ' όλες τις συγκρούσεις, όπως τότε του η Κίνηση
διοργάνωσε μια εξαιρετικά πετυχημένη εκδήλωση για τη Βαλκανική Ποίηση στην Εταιρεία
Μακεδονικών Σπουδών, με συμμετοχή του Βρεττάκου, της Καρέλλη και του Ρίτσου, και
ποιητών από πολλές γειτονικές χώρες, και ακολούθησε ένας φοβερός καυγάς στις εφημερίδες
για το αν έπρεπε ή δεν έπρεπε, αντί για τους πρεσβύτες, να είχαν συμμετάσχει νεότεροι
ποιητές.

Ύστερα, στην αρχή ανεπαίσθητα, αργότερα πιο φανερά, όλα άρχισαν να φθίνουν. Μόνο εκ
των υστέρων καταλάβαμε πόσο αναπόφευκτο ήταν αυτό. Πρώτα- πρώτα, οι άνθρωποι που
δούλευαν πραγματικά, που κινούσαν τα νήματα σε όλους τους φορείς δεν ήταν και πολλοί.
Πόσο μπορεί να αντέξει εκείνος που, για παράδειγμα, αφού χτυπήσει στη γραφομηχανή του
γραφείου του πρακτικά, απολογισμούς και εισηγήσεις, διακόπτοντας της επαγγελματικές του
ασχολίες, τρέχει στην Εταιρία Λογοτεχνών κι από κει στην κομματική συνεδρίαση, για να
ακολουθήσει ένα πέρασμα από τη Λέσχη ή η Κίνηση και μία τουλάχιστον εκδήλωση
μετά; Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, που τα έδιναν όλα, είχαν και ελαττώματα, έκαναν και λάθη.
Ταυτόχρονα, ωρίμασαν, κουράστηκαν, απογοητεύτηκαν. Όπως ήταν φυσικό.

Κάποια στιγμή, λοιπόν, έγινε αφόρητη η μεμψιμοιρία, οι επικρίσεις, και αργότερα οι επιθέσεις,
απ' τα παλιά κεφάλια, που πάντα έβρισκαν κάτι που δεν τους άρεσε καθόλου σε όσα οι άλλοι
έκαναν. Ύστερα, σαν ιστορική νομοτέλεια, ήρθε η ώρα των τρωκτικών, το πολλαπλά
βρώμικο “89 και η κατάρρευση του υπαρκτού ένα χρόνο αργότερα, τι να απομείνει;

Έτσι αποχώρησαν οι πρωτεργάτες και πέρασαν στη θέση τους οι διεκπεραιωτές. Κι όταν
εξαντλήθηκαν οι μηχανικές κινήσεις, οι φορείς έπαψαν και τυπικά να πάρχουν. Ανεγέρθηκαν
όμως στην πόλη μεγαλοπρεπή κτίρια πολιτισμού, κρατικά και δημοτικά, εκφωνήθηκαν λόγοι
από τους αρμοδίους, δόθηκαν δεξιώσεις, έγιναν και αγιασμοί κατά τα εγκαίνια τους από τον
μητροπολίτη. Α, ναι, βεβαίως, οπωσδήποτε.

Περίπου τότε διάβασα μια συνέντευξη του Μανόλη σε εφημερίδα της Αθήνας, στην οποία
εκείνο που έλεγε ουσιαστικά ήταν ότι δεν είχε πια τίποτα να πει. Κάποτε υπήρχε αντίπαλος
με ιδεολογία και δράση, που ενέπνεε τουλάχιστον κάποιο σεβασμό, κάποτε υπήρχε έρωτας
και πάθος και άρωμα, τώρα τι υπήρχε;

Η φλόγα που δεν σβήνει και κάποιοι γραφικοί που επέμεναν παράλογα να κάνουν το δικό
τους ενώ οι νέοι απουσίαζαν; Τα πάντα που έγιναν εμπόρευμα, οι πολυτέλειες ως βασικές
ανάγκες και η φρενίτιδα της κατανάλωσης; Ένας πολίτης καταχρεωμένος για να αποκτήσει
τα τρία αυτοκίνητα στο πεζοδρόμιο κι ένα σωρό άλλα ενώ ταυτόχρονα διαμαρτύρεται ότι
είναι φτωχός και αδικημένος; Κι ενώ οι πραγματικοί απόκληροι δεν έχουν φωνή κι ελπίδα. Το
καρότο και το μαστίγιο και ο κυρίαρχος φόβος για το καθετί που διαβρώνει και υποδουλώνει;

Α, ναι, το εντευκτήριο της Κίνησης έγινε γραφείο ταξιδίων και της Λέσχης κομμωτήριο. Ή κάτι
ανάλογο.