Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Όταν έβγαινε η Κική ανάμεσα σε ρούχα και καυσόξυλα


Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχαν πολυκατοικίες. Υπήρχαν όμως μέγαρα.
Ή έτσι τουλάχιστον τα ονόμαζαν. Τριώροφα έως πενταώροφα κτίσματα, συνήθως γκρίζα και γυμνά, με
 ψηλοτάβανα διαμερίσματα που όχι σπάνια μοιράζονταν δύο πολυμελείς την εποχή εκείνη οικογένειες.
Με μαυροφορεμένη γιαγιά και ξαδέλφη απ’ το χωριό. Με σόμπα πήλινη ή σιδερένια και μπουριά στο
 σαλόνι, με φουφού, φανάρι και παγωνιέρα στην κουζίνα. Με την ταράτσα στην κορυφή της σκάλας για
 ν’ ανεβάζουν στρώματα τις καλοκαιρινές νύχτες μικροί και μεγάλοι. Και με στενόμακρα πίσω
μπαλκόνια με τη μπουγάδα και στοίβες τα καυσόξυλα για τον χειμώνα.

Κάτω από τον μισοκαμμένο και σε φάση ανακατασκευής Άη Δημήτρη, στην ανατολική πλευρά της
ωκεάνιας Πλατείας Δικαστηρίων που ποτέ δεν δικαίωσε το όνομά της, ανάμεσα στο μέγαρα της
Μητσαίων και τα μέγαρα της Φιλίππου, σχηματιζόταν μια αδιέξοδη πρασιά που, από τη μια μεριά,
 κατέληγε στα μέγαρα της Αμύντα κι, από την άλλη, σε κείνα της Αγνώστου Στρατιώτου. Τα νότια
λοιπόν μπαλκόνια της Μητσαίων αντίκριζαν τα βόρεια πίσω μπαλκόνια της Φιλίππου και το δικό τους
 πίσω μπαλκόνι από την Αγνώστου Στρατιώτου τα πλαγιοκοπούσε και τα δύο. Κάπως έτσι ήταν και
κάπως έτσι παραμένει η γεωγραφία του χώρου.

Το δικό τους πίσω μπαλκόνι ήταν για κείνον γυμναστήριο, με κυρίαρχο βέβαια το στοιχείο της
επίδειξης, ησυχαστήριο όπου κουβαλούσε και καταβρόχθιζε τα απαγορευμένα βιβλία και περιοδικά
 της εποχής για λίγο μακριά από το πατρικό βλέμμα, και παρατηρητήριο. Από το σημείο εκείνο δεν
 μπορούσε βέβαια να δει τη μέσα αυλή όπου η κυρία Μ. έκανε μπάνιο ολοτσίτσιδες τη Λούλα και την
 Πόπη αλλά μπορούσε να παρακολουθεί τις πεινασμένες γάτες με ακροβατικές ικανότητες, μπορούσε
 να περιεργάζεται τα τροφαντά κουνέλια της Αρμένισσας και τα ετερόκλητα μυστηριώδη αντικείμενα
που είχαν συσσωρεύσει στις γωνιές οι άλλοι ένοικοι της αυλής. Μπορούσε ακόμη κατά διαστήματα να
ερεθίζει αρκετά τους γείτονες. «Τα φάγατε τα σίδερα», έσκουζε με στιγμιαία παρουσία στο άσπρο
μέγαρο της γωνίας η γριά γκιόσα, όπως τη χαρακτήριζε άσπλαχνα ο πατέρας του πολύ πριν πάψει
αυτός να τη φοβάται, πολύ πριν μάθει η λέξη τι σημαίνει. Παρατηρητήριο και γιατί μπορούσε,
κοιτάζοντας προς τα πάνω, να περιμένει και να περιμένει μήπως κάποτε εμφανιστεί στο δικό της
μπαλκόνι η Κική.

Η Κική ήταν συμμαθήτριά του στο ταπεινό δημοτικό της γειτονιάς απέναντι από το φημισμένο
 Πειραματικό Σχολείο. Κάπου εξήντα παιδιά χρόνια ολόκληρα στην ίδια αίθουσα με τη φοβερή και
 τρομερή κυρία Μπέλλα στην έδρα, ογκώδη, κουτσή και γηραλέα, με σκαμμένο πρόσωπο πάνω από το
 μεγάλο της πηγούνι, και με τη βίτσα στο δεξί της χέρι. Τη δική τους κυρία Μπέλλα. Με την
τσακαλοπαρέα αγγελική στα πίσω πάντοτε θρανία και τη Κική να λάμπει μπροστά και πλάγια σε πλήρη
 θέα.

Σαν παιδί μπορούσε να επισημάνει ακαριαία το ουσιώδες και το ουσιώδες ήταν ότι η Κική είχε
ιδιοποιηθεί με απόλυτη φυσικότητα την ασάφεια του ονείρου. Ίσως να έφταιγε εκείνη η διάφανη
ομίχλη που την τύλιγε και που κανένας άλλος δεν διέκρινε. Ίσως και να θάμπωναν τα μάτια του από το
 φως που εξέπεμπε μόνο για κείνον, ίσως όλα αυτά να ήταν απλώς γέννημα της παιδικής του
φαντασίας. Το βέβαιο ήταν πως δεν έβλεπε ένα ψηλό λεπτό κορίτσι εντεκάχρονο με αρμονικά
χαρακτηριστικά αλλά μια ουσία ρευστή και φλογισμένη που δεν τολμούσε να πλησιάσει, που το
 περίγραμμά της είχε ήδη γεμίσει τα μάτια του. Έτσι, άλλο εννοούσε η δασκάλα όταν έλεγε Κική, άλλο
 η γιαγιά της, άλλο οι συμμαθητές και οι φίλες της και άλλο εκείνος, σίγουρα άλλο εκείνος.

Οι έξι ώρες στο σχολείο δεν έφταναν με τα κορίτσια έτοιμα για το ψου-ψου και το πνιχτό γελάκι. Οι
βουτιές που έκανε στο χώμα, παίζοντας μπάλα μπροστά στον Άγιο Νικόλαο και κάτω από το
 μπροστινό της μπαλκόνι, δεν έφταναν. Δεν έφταναν τα γκολ που κάποτε και με ηρωικές προσπάθειες
πετύχαινε. Έπρεπε να τη βλέπει με την άνεσή του στο πίσω το μπαλκόνι, το δικό της του τελευταίου
ορόφου, το δικό του μόνο του δεύτερου. Ίσως και γιατί εκεί είχε την αίσθηση ότι δεν τη μοιραζόταν με
 ξένους και άσχετους, ότι τελείως αδιάφορος πίσω από τις αστυνομικές σελίδες της Μάσκας, μπορούσε
να την απολαμβάνει ακίνδυνα.

Έβγαινε λοιπόν η μεγάλη αδελφή της και η ξαδέλφη της, έβγαινε και έμπαινε η γιαγιά της, μια
ασπρομάλλα αρχοντογυναίκα που ξεφυσούσε σε κάθε κίνηση, έβγαινε και ο ξάδελφος της και φίλος
του, ο Βασιλάκης. Ε, κάποτε έβγαινε και η Κική. Έβγαινε η Κική ανάμεσα σε κρεμασμένη ρούχα και
 καυσόξυλα και ακουμπούσε νωχελικά τα ολόλευκα μπράτσα της στα κάγκελα χωρίς να βλέπει
πουθενά. Ύστερα γύριζε λίγο το κεφάλι δεξιά, κοιτούσε ώρα πολύ ίσια μπροστά και, σαν να είχε
θυμηθεί κάτι απροσδιόριστο, έστρεφε κάποια αιώνια στιγμή και προς το μέρος του. Στον ελάχιστο
χρόνο που έκανε το βλέμμα της να ευθυγραμμιστεί με το δικό του, αυτός είχε ταμπουρωθεί πίσω από
τις σελίδες και συλλάβιζε τις λέξεις που με τρόπο μαγικό θα τον έκαναν ιπτάμενο ήρωα της εποχής για
 να εκτοξευτεί στον μίζερο ουρανό και να τη συγκλονίσει με την ακαταμάχητη παρουσία του. Όταν
τολμούσε τελικά να ξεμυτίσει, η Κική είχε αποχωρήσει στα ενδότερα.

Αυτή η ιεροτελεστία συνεχίστηκε επί δύο ή τρία χρόνια, από την τετάρτη ως την έκτη δημοτικού.
 Εκείνη σίγουρα όλα τα καταλάβαινε με το αλάνθαστο έστω και πρώιμο θηλυκό της ένστικτο σαν τις
αρπακτικές γάτες της γειτονιάς που οσμίζονταν το φαγητό απ’ τα πενήντα μέτρα, άσχετα αν καμιά
φορά όταν πλησίαζαν δεν το έβρισκαν της αρεσκείας τους. Και βέβαια θα πρέπει να την κολάκευε η
άνευ όρων παράδοσή του παρά τις απελπισμένες προσπάθειές του να επιδείξει ψυχραιμία. Την
κολάκευε ως το σημείο που δεν την ενοχλούσε και ο απόηχος από τα μάλλον ειρωνικά της σχόλια είχε
 φτάσει σ’ αυτόν μετά περίπλοκη διαδρομή από τον Λαζαράκη , τον Φουστάνα με το παρατσούκλι,
 έναν από τους πιο στενούς του φίλους.

Αυτός τα αγνοούσε όλα και συνέχιζε απτόητος. Συνέχιζε, τι; Αυτά τα ελάχιστα και μια-δυο φορές με
φίλους από τη γειτονιά να τραγουδάνε το βράδυ ερωτικά σουξέ της εποχής, περνώντας τάχα τυχαία
κάτω από το σπίτι της. Συνέχιζε να παραδέρνει ανάμεσα σε μια διαρκή υποψία γελοιοποίησης και μιαν
αβάσιμη ελπίδα. Συνέχιζε ώσπου ήρθε μια μέρα η γιαγιά της στο σχολείο και κεραυνοβολήθηκε αυτός
όταν την είδε, έχοντας πλήρη επίγνωση της ενοχής του. Ήρθε να διαμαρτυρηθεί με ορεσίβια προφορά
του ονόματός του, που μάλλον αδικούσε την επιβλητική εμφάνισή της. Γιατί ο μικρός τους ενοχλούσε
με τις καντάδες, τις φιγούρες του και τ’ άλλα.

Η κυρία Μπέλλα την άκουσε προσεκτικά, αποστρέφοντας χαρακτηριστικά τους οφθαλμούς, και τη
 διαβεβαίωσε ότι θα επιλαμβανόταν του θέματος. Όταν έφυγε, του τράβηξε μια γερή κατσάδα μέσα
στην τάξη αλλά δεν τον έδειρε με τη χερούκλα της όπως είχε κάνει σε αναλόγου μεγέθους
παραπτώματά του στο παρελθόν. Ακούστηκε μάλιστα να μονολογεί με μια γκριμάτσα αηδίας, «έφερε
κι αυτή τη γιαγιά της στο σχολείο».

Σύντομα ακολούθησε, ως πρωτοτυπία, και δεύτερη χαριστική βολή. Του ψιθύρισαν ότι η Κική δεν
 έβγαινε στο πίσω μπαλκόνι για να δει εκείνον, ούτε καν τυχαία, αλλά για να ανταλλάξει οπτικά
σινιάλα με τον Ιάσονα απέναντι, που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος, είχε το μοναδικό ποδήλατο της
γειτονιάς και ήταν ομολογουμένως πιο ωραίος ή ωραίος σκέτα.

Έχουν περάσει από τότε πάνω από σαράντα πέντε χρόνια. Με όλα όσα αυτά σημαίνουν. Την Κική δεν
την ξαναείδε ποτέ. Ούτε καν σαν υποψία σε κάποιο δρόμο. Κι ας έμεναν στα ίδια σπίτια και στην ίδια
πόλη το μεγαλύτερο διάστημα. Λες και είχε προσβληθεί θανάσιμα ο θεός των ανέλπιδα ερωτευμένων,
ο θεός των μικρών και των ηττημένων, και απομάκρυνε τα βήματά του από την παρουσία της, με τον
 ίδιο τρόπο που πριν εκεί τα οδηγούσε. Μια-δυο φορές μονάχα άκουσε να αναφέρεται το όνομά της
 χωρίς να ρωτήσει, χωρίς την παραμικρή αντίδραση. Όμως κάπου βαθιά μέσσ του η Κική υπάρχει.
Ακέραια και εκθαμβωτική όπως τότε. Ίσως να του θυμίζει με τρόπο τελειωτικό αυτά που στη ζωή μας
 δεν θα μας δόθηκαν. Αυτά που ξέρουμε καλά πως είναι αδύνατο να μας δοθούν.