Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

Το γκαράζ του Μπεμπελέκου


Χοντρές σταγόνες βροντοχτυπάνε άρρυθμα στη λαμαρίνα, ξεπλένουν τη σκισμένη λαστιχένια μπάλα,
 τις πέτρες, τους μπίκους κι ένα σκουριασμένο τέλι, γλιστράνε στ’ αυλάκια και πέφτουν από ψηλά στο
 σκληρό μαυρισμένο χώμα, ανακατεύονται με γράσα, λάδια και μπογιές κι απ’ το γκαράζ του
Μπεμπελέκου σχηματίζουν ρυάκι στην κατηφόρα της Αγνώστου Στρατιώτου, παρακάμπτουν μια
μυτερή κοτρώνα και τρέχουν παφλάζοντας στο ρείθρο κάτω απ’ το μπαλκόνι του, βγαίνουν στη
Φιλίππου και σκορπίζουν.

Πονάνε τα δέντρα ή δεν πονάνε όταν κρεμιέσαι απ’ τα κλωνάρια τους, όταν κλωτσάς με το πέταλο τον
 κορμό τους; Ο Αντώνης ο γυαλάκιας υποστηρίζει ότι πονάνε και πιο πολύ όταν είναι μικρά και
 αδύναμα, κατοχικά, το υγρό που τρέχει όταν ξεφλουδίζονται είναι τα δάκρυά τους.

Η Πλατεία Δικαστηρίων αναπαύεται μ’ απόλυτη εγκατάλειψη στο σπέρμα της βροχής, μια τεράστια
μήτρα που δέχεται ηδονικά το βάρος και τον σπασμό του ουρανού. Δυο χιλιάδες χρόνια τώρα κυοφορεί
 μια αρχαία αγορά κι ο καιρός της γέννας πλησιάζει. Μα για την ώρα, απλώνει την ανώμαλη επιφάνειά
 της κάτω από το θαμπό του τζάμι, απολαμβάνοντας την ερημιά, μιλώντας με τη δική της γλώσσα στα
 μελαγχολικά μέγαρα. Τα μέγαρα τριγύρω που λες και δεν κατοικούνται από ανθρώπους με σάρκα και
 οστά αλλά στοιχειά με λούκια για φλέβες και καρδιά μιαν υδραντλία.

Εδώ έκανε γυμνάσια πριν λίγα χρόνια ο γερμανικός στρατός, πυροβολώντας με άσφαιρα φυσίγγια προς
 την κατεύθυνση του εργατικού κέντρου. Εδώ τρέχουν τα παιδιά, πηδάνε, φωνάζουν, μαλώνουν,
παίζουν μπάλα και ματώνουν τα γόνατα και τα καλάμια τους. Εδώ φουντώνει ξαφνικά ο πετρο-πόλεμος
 με την Καρμπολά απέναντι μέχρι να βγει δήθεν αδιάφορος κανένας χωροφύλακας από το τέταρτο και
να εξαφανιστούν όλοι στα δίπορτα και τα υπόγεια.

Έτσι που βρέχει γλυτώνουν και οι γάτες που κυνηγάει με μανία ο Πάκης στην ταράτσα. Μέχρι τώρα δεν
 έχει πετάξει εννιά φορές την ίδια γάτα, γι’ αυτό κι όλες μόλις πέσουν στο χώμα, πετιούνται επάνω σαν
 ελατήριο και χάνονται στα ανοίγματα των υπογείων. Διαβάζει πολύ Γκαούρ-Ταρζάν αλλά είναι καλό
 παιδί κι ούτε θυμώνει άμα τον πειράζουν παρόλο το μπόι και τις χερούκλες του.

Κάποιος τρέχει στην πλατεία χωρίς αδιάβροχο και χωρίς ομπρέλα, κρατώντας τα σηκωμένα πέτα του.
 Ώσπου να φτάσει στο υπόστεγο της γωνιάς, θα έχει γίνει μουσκίδι μέχρι το σώβρακο. Έχει δρόμο
 ακόμη και τον παρακολουθεί με άνεση σαν υπερκολοσσό της Αίγλης, που βρίσκεται στην αρχή κι
 εκείνος ξερογλείφεται με την προοπτική των τριών πράξεων και δεκαπέντε επεισοδίων με
εφεδρικό χουνάκι σπόρια στην τσέπη και το αγιόκλημα να του χαϊδεύει απαλά τον ώμο. Αυτός που
 τρέχει ακάλυπτος μες στη βροχή του φέρνει στον νου ένα ποδοσφαιρικό αγώνα της γειτονιάς
που έχαναν με οχτώ-μηδέν και μέσα από σπρωξιές και κλωτσιές έβαλαν ένα γκολ απίθανο που άξιζε
 όσο όλα τ’ άλλα.

Κατεβάζει το τάβλι απ’ το πορτμαντό και φτιάχνει τους σχηματισμούς του στις δίπλες της κουβέρτας
 στο μεγάλο κρεβάτι. Αυτός τα κίτρινα, ο εχθρός τα μαύρα πούλια. Ενέδρες, πεζικό, ιππικό, τύφλα να
 ‘χει ο Ζορρό και η Χάλκινη Μάσκα. Βρέχει κι ο Αχιλλάκος ο σπάγκος στο χωριό, ο Λαζαράκης
ο φουστάνας διακοπές στη θεία του, ο Αναστάσης ο πόντικας στα μπακάλικο του πατέρα του, ο
 Σωτήρης ο μπουκτζόνες κι ο Τάκης ο ψηλέας εξαφανίστηκαν. Ο Γιάννης πού είναι; Ούτε μια
 δεκαεξάρα δεν μπορείς να παίξεις, βαρέθηκε το τάβλι σαν κάστρο και τις μπίλιες στο χαλί, που όλο
 κατρακυλάνε κάτω απ’ τον μπουφέ. Όλα τα βαρέθηκε μόνος του.

Πάει πίσω στο δωμάτιο του αδερφού του και ρίχνει μια ματιά στην αυλή της κυρίας Χρυσάνθης, μα τα
 κουνέλια της αρμένισσας είναι χωμένα στο ξύλινο σπιτάκι κι οι γάτες έγιναν καπνός. Όλο
χάνουν τα σταχτοδοχεία και είναι φυσικό αφού τα πετάει ο πατέρας του στις γάτες στη στέγη της
 διπλανής αποθήκης που δεν αφήνουν ούτε ναρκωμένο να κοιμηθεί τα μεσημέρια.

Γυρίζει στο παράθυρο του σαλονιού. Τίποτα δεν παθαίνει κανείς απ’ τα μικρόβια. Εδώ τα παιδιά στο
 απέναντι μπαλκόνι τρίβουν το ψωμί στα πλακάκια και το τρώνε με μαυρισμένα νύχια και κανένα
δεν αρρώστησε. Κανένα από το οχτώ που έχει ο διπλανός, το ρεκόρ της γειτονιάς, ίσως και της πόλης.
 Λείπουν και τα κορίτσια στην εσωτερική αυλή. Όταν τα πλένει η μάνα τους στη σκάφη, φωνάζει καμιά
 φορά ο πατέρας τους «προσέξτε, βρε, μην πέσουν τα τσουνιά σας μέσα» και γελάει από τα
κοκκινισμένα μάτια του ως το πηγούνι. Γελάει μέχρι να ξανακαθίσουν το μεσημέρι στο πεζούλι του
 παραθύρου του για να παίξουν τριάρα και να τους προγκίσει άγρια.

Διάβασε όλα τα περιοδικά από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα, ακόμη και τα αισθηματικά
 διηγήματα, ο πόνος της καρδιάς, και τις παλιές συνέχειες του Τσακιτζή στον Ελληνικό Βορρά που
 στοιβάζουν στο μπάνιο. Διάβασε κι ένα πονηρό βιβλίο, που ο μεγάλος και δεν ξέρει ότι ο μικρός ξέρει
 πού το κρύβει.

Κατεβαίνει τσουλήθρα απ’ τον δεύτερο όροφο στην εξώπορτα και τοίχο-τοίχο βγαίνει στη γωνιά της
 Μητσαίων. Στου Μπεμπελέκου ψυχή ζώσα κι απ’ έξω, με τις πίσω ρόδες στο χαμηλό ανάχωμα,
μπροστά στο γυμνό ντουβάρι όπου παίζουν μπίκο κι αγιούτο, ένα πράσινο τζιπ. Το περιεργάζεται με
 έκπληξη και το αναμετρά. Είναι σαν να δραπέτευσε από τα σκοτεινά και μυστηριώδη, από τα επίφοβα
και απρόσιτα έγκατα του γκαράζ. Ή δεν του πάει η συντροφιά με τα μεγάλα φορτηγά, η συντροφιά με
 τα σαράβαλα και οι λαδιές, οι λεκέδες και οι μουντζούρες;

Πλησιάζει διστακτικά, παίρνει θάρρος από την ερημιά, ανεβαίνει και κάθεται στη θέση του οδηγού,
 απορώντας και ο ίδιος με την τόλμη του. Ρίχνει μερικές ματιές τριγύρω, κάνει να πιάσει το τιμόνι, να
το αγγίξει ντε, και την ίδια στιγμή, χωρίς να έχει ακουμπήσει τον λεβιέ, θες από το βάρος του σώματός
 του, θες από την ατυχία του, το τζίπ αρχίζει να κινείται. Παίρνει μόνο του τη στροφή και την κατηφόρα
 κι αυτός, υπακούοντας στον τυφλό του πανικό, πηδάει κάτω εν κινήσει και χώνεται στην πόρτα του
 σπιτιού του, μην τολμώντας να κοιτάξει πίσω. Τρία-τρία τα σκαλοπάτια, άμα πηδήξεις τέσσερα με το
 δεξί, μπορείς μόνο ένα ή δύο με το αριστερό, βάζει βιαστικά τις πιτζάμες και κουκουλώνεται στο
 κρεβάτι. Όταν έρθει η Κούλα, να πει οπωσδήποτε ότι κοιμόταν, ήταν και λίγο άρρωστος, δεν βγήκε
 καθόλου από το σπίτι.

Να το πει στον πατέρα του δεν γίνεται. Γενικά δεν λέμε τίποτα στον πατέρα μας, ούτε στον μεγάλο μας
 αδερφό, τα βγάζουμε πέρα μόνοι μας. Αν έτρωγες ξύλο στη γειτονιά και το έλεγες , γινόσουν
 αυτόματα μιαρός, απόβλητος, κουβαλούσες το στίγμα για πάντα: «Το είπε στον μπαμπά του!» Τι κι αν
 έφερες πλάκα τα παράσημα, γυμνό σημάδι από πέτρα στο τριχωτό της κεφαλής, αναρίθμητες ουλές
 στα γόνατα και τα καλάμια και δυο σκισίματα στα χείλη από μπουνιές και νυχιές. Ήταν προσωπική
 σου ευθύνη να μην βρίσκεται ο πατέρας σου στο μπαλκόνι όταν μάλωνες, μην τύχει και επέμβει, γιατί
τότε καμία εξήγηση δεν έφτανε, ήσουν οριστικά ατιμασμένος.

Μεγάλο πρόβλημα τώρα αυτό, τι να έγινε το τζιπ. Τράκαρε στα δέντρα της Φιλίππου παρακάτω ή
συνέχισε ως την Εγνατία; Δεν είναι δα Αγνώστου Στρατιώτου να την πηδήξεις με άλμα τριπλούν
χωρίς παραμάζωμα. Δεν είναι σκαλωσιές του Άη Δημήτρη για άλμα εις βάθος πάνω στην άμμο, ούτε
 δίπορτο του Μουντζουρίδη, άμα σε στριμώχνουν στη Μητσαίων, να βγαίνεις στη Φιλίππου και να
γυρίζεις από την Αμύντα για αιφνιδιασμό. Εδώ τα πράγματα είναι σκούρα. Κάτι σαν το μεγάλο νύχι του
 ποδιού, ζορίζεσαι να κόψεις την άκρη που χώνεται στο κρέας.

Ούφ, βαρέθηκε πια να είναι μικρός. Μπαϊλντισε. Τρία χρόνια ακόμη για το γυμνάσιο. Παραπέρα
 δύσκολα φτάνει η φαντασία του αλλά κάποτε βέβαια θα γίνει κι αυτός μεγάλος, με όλη τη ευτυχία
που σημαίνει αυτό. Δεν μπορεί, κάποτε θα φτιάξουν τα πράγματα, δεν θα είναι ανάποδα όπως τώρα.