Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Τα παιδιά της γειτονιάς

 «Τα κάλαντα» του Νικηφόρου Λύτρα

Για εκείνον δεν υπήρχε άλλη γιορτή. Οι αργίες ήταν βέβαια πολλές και ευπρόσδεκτες, την άνοιξη με
 το Πάσχα, το καλοκαίρι με τις διακοπές στη θάλασσα, το φθινόπωρο με τα βαθιά ηδονικά του
 χρώματα, τις εθνικές επετείους με λόγους, στρατιωτικές μπάντες και παρελάσεις. Όλα ωραία στον
 δικό τους χρόνο, ανάσα ζωτική απ’ το μαγγανοπήγαδο, εκδρομές, συγγενείς και φίλοι, πανηγύρια,
 εκλεκτά εδέσματα, τα πάντα. Όμως πραγματική γιορτή υπήρξε πάντα μόνο μία.

Απ’ τον Νοέμβρη άρχιζε να αχνοφέγγει η προσμονή. Κι όσο πλησίαζαν οι μέρες, όσο το κρύο
ξυπνούσε το αίμα και τα χιόνια έστηναν τον γνώριμο λευκό διάκοσμο, τόσο πιο έντονα άστραφταν
μέσα του οι αναμνήσεις, αναβίωνε ο χαμένος παράδεισος της γειτονιάς. Δεύτερος όροφος Αγνώστου
Στρατιώτου με Μητσαίων γωνία, μπροστά του η απέραντη και κακοτράχαλη τότε Πλατεία
 Δικαστηρίων, στη μέση ένα λυμφατικό παρκάκι τριγυρισμένο με συρματοπλέγματα, στο βάθος η
ονειρική Παναγία Χαλκέων, από το χώμα να αναδύεται στο φως, λίγο πιο κάτω τα λουτρά
Παράδεισος, λίγο πιο πάνω το Εργατικό Κέντρο και ο Άη Δημήτρης.

Και πάνω απ’ όλα άρχοντας ο χειμωνιάτικος βαρδάρης, θηρίο παγερό και ασυγκράτητο, να κατεβαίνει
 απ’ την κοιλάδα του Αξιού, να αφήνει τις προφυλακές του να ξεχυθούν στην Αριστοτέλους ως τη
 θάλασσα και τα ψαροχώρια στην απέναντι ακτή, με μια πνοή να καταλαμβάνει γη κι ουρανό. Να
 σκορπίζει τα σύννεφα, να στροβιλίζει χαρτιά και σκόνη, να κάνει τους διαβάτες να σκύβουν το κεφάλι
 βαθιά μέσα στα πέτα. Να αναμετρά τα σκοτεινά μέγαρα και να μπαίνει ουρλιάζοντας στις πίσω αυλές,
 να πετάει κάτω γλάστρες και να αναποδογυρίζει καρέκλες, τεντζερέδες, ετερόκλητα αντικείμενα, να
 βροντάει τις πόρτες, τα ανασφάλιστα παντζούρια, να μπαίνει από κάθε άνοιγμα και χαραμάδα.

Εκείνος να τα ακούει όλα, όλα να τα βλέπει από το παρατηρητήριό του, θαμπώνοντας το τζάμι με το
 χνώτο του κι αφήνοντας τα ίχνη απ’ την παλάμη και τα δάχτυλα, να κρύβει στην καρδιά του μια
 προσμονή μεθυστική σαν μπίλιες ολοκαίνουριες, σαν τζιτζιλόνια στις τσέπες του κοντού
 πανταλονιού. Να ανασαίνει το άρωμα, να αισθάνεται στα χείλη του τη γεύση, να τον τυλίγει σαν κύμα
 η θαλπωρή.

Αποβραδίς να ζητάει απ’ τον πατέρα του να τον ξυπνήσει οπωσδήποτε το πρωί της παραμονής, να
 ντύνεται τουρτουρίζοντας πριν ακόμα εκείνος φέρει τα ξύλα για τη φωτιά, ακόμη νυσταγμένος να
 βγαίνει χαράματα στη γειτονιά με τα άλλα πιτσιρίκια. Σε σκάλες που ανεβοκατέβαιναν, σε πόρτες που
 χτυπούσαν και σπάνια δεν τους άνοιγαν, σε πρόσωπα προσφυγικά, σκαμμένα, σε μαυροφορεμένες
 χαμογελαστές γιαγιάδες πλάι στη σόμπα. Για κάλαντα παράφωνα με το τρίγωνο και μ’ όλη τους την
 καρδιά, για ευχές, σταφίδες, κουλουράκια, κανένα μανταρίνι, για πενταροδεκάρες. Και για να
 νοικιάσει μετά ποδήλατο απ’ τον κυρ-Βασίλη, να κάνει και να ξανακάνει τη γύρα των δύο
 τετραγώνων, απ’ τη Φιλίππου στην Αγνώστου Στρατιώτου, στην Ολύμπου, στην Αμύντα κι τέλος στη
 Μητσαίων με τα κουδούνια και στα δυο χερούλια να ηχούν θριαμβευτικά.

Το βράδυ της παραμονής να ακούγεται ξαφνικά το ποδοβολητό στις σκάλες και τα μουσικά
 προμηνύματα από τη χορωδία των φίλων του μεγάλου του αδελφού. Να χτυπάει ύστερα το κουδούνι,
 «καλησπέρα σας, κύριε Νίκο», και «να τα πούμε;». Να ψάλλουν δυνατά τα κάλαντα με ακορντεόν
και φυσαρμόνικα και μ’ ένα καραβάκι στα χέρια του μεσαίου, ενώ από το βάθος του σπιτιού τους
φώτιζαν αχνά τα κεράκια του δέντρου κι εκείνος έτρεχε να κρυφτεί πίσω απ’ την πλάτη του πατέρα
 του. «Και του χρόνου, και του χρόνου, παιδιά».

Του χρόνου που δεν ξανάρθε ποτέ από τότε. Όπως ποτέ δεν ένιωσε ξανά κείνο το τρέμουλο, δεν
 αναδύθηκε υγρό κείνο το θάμπωμα στα μάτια. Κι ας πέρασαν πολλά Χριστούγεννα, όλη του η ζωή
 σχεδόν. Κι ας έψαξε μες στην ψυχή και μ’ όλη την ψυχή του να τα ξαναβρεί. Στην πόλη του και σε
 ταξίδια, σε μέρη μικρά και μεγαλύτερα, στα ξένα. Σε τεράστια έλατα στολισμένα, σε πλούσια σπίτια,
σε λεωφόρους με χίλια χρώματα, σε καταστήματα κατάφωτα που ξεχείλιζαν από ακριβά τρόφιμα,
ρούχα, παιχνίδια, χίλια δυο αγαθά. Σε εκκλησίες και λειτουργίες κάθε δόγματος, σε χρυσάφια κι
ασήμια, σε καταπληκτικές ορχήστρες και σε ουράνιες παιδικές χορωδίες.

Η αλήθεια ήταν ότι, ναι, συχνά ένιωθε ικανοποίηση, ακόμη και χαρά. Τη λειψή όμως, συγκρατημένη
 χαρά του μεγάλου, που όλα τα έχει διαβάσει, όλα τα έχει δει κι όλα τα έχει ζήσει. Εκείνου που,
 ανεπαίσθητα, έχει πετρώσει μέσα του ένας κόμπος, που κάτι απροσδιόριστο του σφίγγει από παλιά το
 στήθος, τον εμποδίζει και τον σταματά.

Αυτά σκεφτόταν και πάλι φέτος καθώς πλησίαζαν οι μέρες, αυτά που είχε κουραστεί να σκέφτεται και
 μάταια να περιμένει. Τώρα που είχε μείνει πια μόνος και τα χιόνια απ’ το καμπαναριό είχαν σκεπάσει
 το κεφάλι του. Με αυτά λοιπόν τα μακρινά, μια πίτσα κι ένα μπουκάλι κρασί, με την πλαστική ευτυχία
 στο πρόγραμμα της τηλεόρασης τον πήρε εκείνο το βράδυ, γερμένο στον καναπέ, ένας βαθύς και
 άβολος ύπνος χωρίς όνειρα. Και δεν ήταν καθόλου παράξενο ότι ξύπνησε το πρωί της παραμονής απ’
 το κουδούνι της εξώπορτας, σκεβρωμένος και άδειος.

Έφτιαξε βιαστικά τα ρούχα του, έψαξε για ψιλά, και άνοιξε την πόρτα. Κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
 «Να τα πούμε, κύριε;» ακούστηκε το τιτίβισμα απ’ έξω. Είδε σκούφους, μπουφάν, κασκόλ, είδε
 μυτούλες κόκκινες και σκανταλιάρικα χαμόγελα, μάτια να λάμπουν. Και είδε να φορούν τις μαγικές
 τους μπότες. Ταυτόχρονα, του φάνηκε πως είδε τον Τάκη τον ψηλέα απ’ την παλιά του γειτονιά,
πλάι του τον Αχιλλάκο τον αδύνατο με τα σημάδια από τη μπάλα στα καλάμια, κι από την άλλη τον
Γιάννη και τον Τάσο να του νεύουν συνωμοτικά. «Ε, όχι, δα», συνήλθε, «θα είμαι ζαλισμένος ακόμη
 από τον ύπνο, αυτά είναι τα αλβανάκια από απέναντι, αγόρι και κορίτσι, κι οι άλλοι δύο μπόμπιρες, τα
 ελληνόπουλα της κυρά Μαρίας από πάνω».

Αμφέβαλλε ακόμη κι όταν λύθηκε ο κόμπος, όταν έσπασαν τα φράγματα, όταν τον τύλιξε η χαρά και
το μεθυστικό άρωμα από τότε. Αμφέβαλλε έως ότου τους αναγνώρισε όλους οριστικά μέσα στον
χρόνο, έως ότου παραδέχτηκε «ναι, είναι ο Τάκης, ο Αχιλλέας και οι άλλοι», έως ότου άνοιξε
αυθόρμητα μια τεράστια αγκαλιά και τύλιξε όλα τα παιδιά, έως ότου, κλαίγοντας και γελώντας
κι εκείνος σαν παιδί, τους είπε, «να τα πείτε, να τα πείτε».

Χριστούγεννα.