Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

7 - Και πάλι το αθώο τετράποδο



Οι παγίδες είναι πολυποίκιλες και αριστοτεχνικά στημένες. Έστω και χωρίς πρόθεση, χωρίς
 σχεδιασμό, εντελώς τυχαία και συμπτωματικά. Γεγονός που για μια φορά ακόμη αποδεικνύει ότι η
αμέλεια είναι πιο επινοητική από την προμελέτη. Όχι όπως συμβαίνει στα οργανωμένα ναρκοπέδια με
 τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα, τις πινακίδες σε ευδιάκριτο σημείο με τις νεκροκεφαλές και τα
 κόκαλα χιαστί από κάτω, αυτά τα παγκόσμια σύμβολα που προειδοποιούν με θανάσιμη σαφήνεια για
 τον κίνδυνο τους παράνομους μετανάστες, τους ασιάτες, τους αφρικανούς, τους βαλκάνιους και
κάθε άλλον απόκληρο. Και όχι από τον στρατό, όχι στην παραμεθόριο και τις ερημιές, όχι στα βουνά
 και τα λαγκάδια, ασφαλώς όχι εκεί.

Αυτές οι παγίδες είναι τοποθετημένες από άλλες εξίσου επίσημες αρχές, από κρατικές εταιρίες και
δημοτικούς οργανισμούς, από εξ ορισμού κοινωφελείς επιχειρήσεις, είναι σκορπισμένες εδώ κι εκεί
από τους ίδιους τους κατοίκους στις αστικές, στις απόλυτα ειρηνικές περιοχές, όπως θα μπορούσε
κανείς να τις ονομάσει. Αυτοσχέδιες σε μια ποικιλία ανεξάντλητη, συνηθισμένες και πρωτότυπες,
συνδυασμένες και διαδοχικές και συνήθως παραπλανητικά ακίνδυνες σε πρώτη θέα για ένα θήραμα
 που επιμένει να αγνοεί την ιδιότητά του και που δεν φαίνεται να έχει διδαχθεί και πολλά από τα
παθήματά του.

Πλάκες που γλιστρούν στα χαμηλά κι άλλες πλάκες ανασηκωμένες, βαθουλωμένες, βγαλμένες ή
μισοσπασμένες που με το πάτημα εκτοξεύουν τα νερά της βροχής, χώμα χορταριασμένο γύρω απ’ τα
 δέντρα και τους στύλους της δημόσιας επιχείρησης ηλεκτρισμού, ένα πρόχειρο μακρόστενο
 τσιμεντένιο λούκι που εκτείνεται από την υδρορροή ως την άκρη του πεζοδρομίου. Μυτερά σαν
λόγχες, άκοπα, ξερά κλαδιά των δέντρων στα υψηλότερα, ακάλυπτα καθοδικά σκαλάκια παρακάτω
 προς το ημιυπόγειο κατάστημα ή ανοδικά προς την είσοδο της πολυκατοικίας.

Και. Ο αφημένος ανοιχτός μεταλλικός κάδος σκουπιδιών του δήμου που προεξέχει απ’ τον δρόμο, τα
 σκόρπια τραπεζάκια της καφετέριας ή του εστιατορίου, τα πλαστικά οικιακά σκεύη της αποθήκης ή
 άλλα εμπορεύματα, τα αυτοκίνητα και οι μηχανές στο πεζοδρόμιο. Στο πεζοδρόμιο είπατε; Μα, ναι.
 Φυσικά. Κλίσεις, επιστρώσεις, πρόχειρα μπαλώματα, λακκούβες και καπάκια παροχών. Τέλος, σε
 κείνο που δεν έχει τελειωμό, οι διάσπαρτες κουράδες από οικόσιτα και αδέσποτα, οι ίδιοι οι μακάρια
 και βαριεστημένα ξαπλωμένοι ψειριασμένοι σκύλοι.

Ό,τι χρειάζεται για να γλιστρήσεις, να σκοντάψεις, να παραπατήσεις, να τρυπηθείς, να χτυπήσεις, να
μωλωπιστείς, να, να και να. Το θήραμα είναι βέβαια ο πεζός. Υγιής ή ασθενής, αρτιμελής ή
ανάπηρος, παιδί, έφηβος ή γέροντας, εκούσια ή αναπόφευκτα πεζός. Ο ενοχλητικός και ο
 περιφρονημένος. Ακόμη και ο οδηγός που υποχρεώνεται κάποτε να καλύψει έστω και μια μικρή
 απόσταση με τα πόδια. Κι αν είναι μαμά ή παππούς και σπρώχνει καροτσάκι βρέφους, τότε ακόμη
 καλύτερα. Ίσως βέβαια τα μάτια του ή ένα σπασμένο πόδι να είναι κάπως φιλόδοξη τιμωρία, αλλά το
 πέσιμο, τα λερωμένα ρούχα, το χτύπημα στο χέρι και η εξάρθρωση ή το διάστρεμμα του αστραγάλου
είναι απόλυτα ρεαλιστικές προοπτικές, μια καθημερινή πραγματικότητα.

Γεννημένος σ’ ένα σπιτάκι του Κουλέ Καφέ κάτω απ’ την πορτάρα και τα κάστρα, με μεταγραφή
 λόγω γάμου από έρωτα στη Μαλακοπή πίσω απ’ το λύκειο, ο κυρ-Θανάσης, συνταξιούχος
 υδραυλικός που είχε αποφοιτήσει με λίαν καλώς από την τεχνική σχολή και με άριστα από τις
 ανώτατες σπουδές της ζωής, είχε γίνει με την ηλικία ένας πράος και φιλήσυχος άνθρωπος. Και
 φιλοσοφημένος. Όταν μάλιστα δεν κατέβαινε στην παραλία για τη βόλτα του, για να χαζέψει τα
 μεγάλα πλοία και τους γλάρους και να εισπνεύσει εκείνο το αψύ, το μεθυστικό άρωμα της νιότης
 του, τότε που λαχταρούσε να μπαρκάρει για τα πέρατα του κόσμου, όταν παρατούσε τον καναπέ και
 την τηλεόραση, το τάβλι και την πρέφα στο καφενείο, την εφημερίδα, ακόμη και κανένα καλό
βιβλίο («όλα χρειάζονται», έλεγε, «όλα μας διδάσκουν»), και έβγαζε τη δίχρονη εγγονή του βόλτα στη
 γειτονιά, γινόταν σκέτη ζάχαρη και κόντευε να λιώσει.

Της είχε μεγάλη αδυναμία της κατουρλούς, τον μάγευε με τις γκριμάτσες, με τα λογάκια της και τα
ναζάκια, με τα μάτια της που έλαμπαν κι ήταν βέβαια ίδια τα δικά του. Του θύμιζε και το μοναδικό
 χαμόγελο της Μαρίας, της γυναίκας του που είχε χάσει πρόσφατα, μετά σαράντα χρόνια κοινής ζωής
 χωρίς ούτε μια πικρή κουβέντα. Και, φυσικά, πάντοτε κάτι της αγόραζε, παρά τις αυστηρές οδηγίες
 της κόρης του, και πάντοτε ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός.

Ψηλός, ξερακιανός, νευρώδης και ευκίνητος ακόμη και τώρα, ο κυρ-Θανάσης ξηγιόταν ντόμπρα.
 Ποτέ του δεν είχε χωνέψει εκείνους τους φλώρους που θεωρούν μαγκιά την πουστιά και την κάθε
ατιμία. Από παλιότερα που αλώνιζε την περιοχή για να εγκαταστήσει θερμοσίφωνες, να επισκευάσει
 σωλήνες, να ξεβουλώσει νεροχύτες, πλυντήρια κι αποχετεύσεις, το χέρι του έπιανε και το μάτι του
 έκοβε. Μπορούσε να διακρίνει από μακριά τον κίνδυνο σαν ερυθρόδερμος ανιχνευτής και να τον
οσφρανθεί σαν κυνηγόσκυλο, να επισημάνει και να παρακάμψει τις λούμπες και τις κακοτοπιές σαν
ακροβάτης.

Αυτός ποτέ δεν θα κατέβαζε το παιδί στο κατάστρωμα του δρόμου, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι
άλλοι, που βάδιζαν με το καροτσάκι παράλληλα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και μερικές φορές
μάλιστα ούτε καν αντίθετα προς το ρεύμα κυκλοφορίας. Δεν θα το κατέβαζε γιατί τότε το κεφαλάκι
του θα βρισκόταν στο ίδιο περίπου ύψος με τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων και θα εισέπνεε
 απευθείας τα δηλητήρια. Δεν θα το κατέβαζε και γιατί, με την καλοκάγαθη αφέλεια του δίκαιου,
 ακόμη πίστευε ότι το πεζοδρόμιο του ανήκει.

Αυτός δεν θα ήταν ποτέ αφηρημένος. Γιατί το κακό δεν θέλει πολύ για να γίνει. Θα την πήγαινε
 πάντοτε από μέρος ασφαλές, θα έβρισκε πάντοτε δίοδο και διέξοδο, και δεν θα τον απασχολούσαν οι
 χαιρετούρες και οι κουβέντες με τους γείτονες και παλιούς πελάτες του παρά μόνον με το χερούλι
 γραπωμένο και το καροτσάκι της μικρής κάτω από την άγρυπνη άμεση επίβλεψη και εποπτεία του.

Την ώρα εκείνη, περίπου έντεκα το πρωί, κι ενώ γερμένος πάνω απ’ τη μικρή προσπαθούσε να
 διαπιστώσει ποιο παραμυθάκι, ποια ιστορία θα προτιμούσε να της διηγηθεί, σαν να μπουμπούνισε,
 σαν να συννέφιασε ξαφνικά και να σκοτείνιασε η μέρα. Σήκωσε απορημένος το κεφάλι του και είδε
 να ορθώνεται μπροστά του ένα κατάμαυρο γυαλιστερό όχημα μεγάλων διαστάσεων με σκούρα
τζάμια και χοντρές ρόδες. Να έχει καβαλήσει το πεζοδρόμιο και τη μισή ράμπα και να μην του αφήνει
πλέον κανένα περιθώριο να περάσει. Σήκωσε τα ματάκια της και η μικρή κάτω απ’ το ροζ καπελάκι
της, είπε, «πω, πω, παππού», κι έμειναν και οι δύο να κοιτάζουν με μισάνοιχτο το στόμα.

Σύντομα αφίππευσε με μικρό άλμα και μπροστά το πηγούνι ο κομψοντυμένος νεαρός οδηγός,
βρόντηξε πίσω του την πόρτα, έφτιαξε τη γραβάτα του, μίλησε αρκετή ώρα μεγαλόφωνα στο κινητό
 του και άρχισε μετά να επισκοπεί τον περίγυρο.

«Τι ψάχνεις, ρε παλικάρι; », ρώτησε ο κυρ-Θανάσης. «Εδώ βρήκες να παρκάρεις; Δεν μπορούμε ούτε
να περάσουμε».
«Και που θέλεις να παρκάρω, ρε μάστορα;», αποκρίθηκε ο άλλος με μια λοξή ματιά, ενοχλημένος
 από την παρέμβαση. «Ο δρόμος έχει πήξει στο αυτοκίνητο, βλέπεις εσύ κανένα άλλο μέρος;»
« Δεν είναι δική μου δουλειά να βρίσκω μέρος για να παρκάρεις εσύ. Όμως δυο δρόμους παρακάτω
 στο στενό, νομίζω ότι έχει άνετο χώρο, ακόμη και για το θηρίο σου», πρότεινε δείχνοντας του με το
χέρι ο κυρ-Θανάσης.
«Τα δέκα λεπτά που θα μείνω εδώ σε πείραξαν;», δικαιολογήθηκε ο νεαρός. Ύστερα, σα να
 μετάνιωσε για την διαλλακτικότητά του, συνέχισε σε πιο αψύ τόνο. «Δεν πας εσύ δυο δρόμους
παρακάτω να περάσεις, εμένα η δουλειά μου είναι ακριβώς εδώ. Και ξέρεις τι λέω, ρε γέρο;
Καλύτερα να κοιτάζεις τη δική σου τη δουλειά».

Ο παλιός υδραυλικός έκανε ν’ αφήσει το χερούλι αλλά ύστερα το ξανάπιασε. «Βγάζεις και γλώσσα
 από πάνω, τσόγλανε», λίγο έλειψε να πει και να συνεχίσει με τα πιο χοντρά της συνοικίας αλλά τον
 σταμάτησε η σκέψη της μικρής στο καροτσάκι. «Ας μην είχα το μωρό μαζί μου και θα σου έδειχνα
 εγώ δυο-τρία πραγματάκια. Για γέρους και για νέους και για το ποιος θα πάει παρακάτω».

Προτίμησε να μην αρθρώσει κουβέντα, έριξε μια τελευταία δολοφονική ματιά στον οδηγό που
απομακρυνόταν, έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών με το καροτσάκι και κατευθύνθηκε προς τον
 παρακάτω δρόμο για το πάρκο της γειτονιάς.

«Ας το αφήσουμε αυτό το γαϊδούρι, μωρό μου», έσκυψε και είπε στη μικρή.
«Το γαδούλι, το γαδούλι, επανέλαβε εκείνη τραγουδιστά, χτυπώντας τα χεράκια της.
«Τον γάιδαρο, τον γαϊδουρογάιδαρο», πλειοδότησε ο κυρ-Θανάσης.
«Ου, ου, γαδουλογάδαλο».

Ο κυρ- Θανάσης χαμογέλασε πλατιά. «Άσε τον αυτόν, αγάπη μου. Εμείς θα βρούμε πώς
να φτάσουμε στο πάρκο που σε περιμένουν ο Κωστάκης και ο Γιαννάκης. Πρώτα όμως λέω να
 πεταχτούμε ως εκείνο το περίπτερο που έχει τις ωραίες σοκολάτες. Μετά θα φτιάξεις πύργους με το
 κουβαδάκι σου στην άμμο, θα σε ανεβάσω στην τραμπάλα, θα πιούμε νερό απ’ τη βρυσούλα, θα
 πούμε παραμύθια. Θα περάσουμε μια χαρά οι δυο μας. Ας τον αυτόν. Νομίζει ότι θα τον
προστατεύσει ο όγκος του. Αυτός, έτσι που καβαλάει τα πεζοδρόμια, θα το φάει κάποια μέρα το
κεφάλι του. Κάπου θα τρακάρει και θα γκρεμοτσακιστεί, ε; Μπουμ».

«Μπουμ», έκανε η μικρή.