Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Σάββατο 4 Μαΐου 2013

15 - Ηλιοβασίλεμα



Είχε δει την Αλκμήνη να βγαίνει απ’ το γραφείο και να κλείνει αθόρυβα την πόρτα πίσω
 της. Με άκρα προσοχή και ανάλαφρα βήματα όπως όταν αφήνουμε έναν εργαζόμενο
 να συγκεντρωθεί σε δύσκολο αντικείμενο ή έναν άρρωστο να αναπαυθεί για να
 αναλάβει δυνάμεις. Αυτή η μάλλον συνηθισμένη κίνηση τού είχε φανεί σαν κάτι
 παράδοξα οριστικό και τελεσίδικο. Σαν ένα «αντίο, για πάντα» που πρόφερε η μοίρα.
 Πριν προλάβει να κατασταλάξει μέσα του αυτή η οδυνηρή αίσθηση, είχαν ακολουθήσει
 οι εκρήξεις και η φωτιά, η εισβολή των άλλων στο γραφείο,  ο πανικός και οι 
σπασμωδικές αντιδράσεις τους, η δική του ψύχραιμη παρέμβαση, η λύτρωση τέλος από
 τους καταρράκτες της βροχής. Είχε γυρίσει ύστερα στο γραφείο του δικηγόρου κι ενώ
 έσβηνε σταδιακά η έξαψη, είχε και πάλι βυθιστεί αφηρημένα στη πολυθρόνα με το
 δέρμα να αφήνει εκείνο τον ανατριχιαστικό ήχο κάτω απ’ το βάρος του και την τριβή
 των ρούχων του.   

Άπλωσε τώρα κι ακούμπησε τα πόδια ψηλά στο φαρδύ διάζωμα του παραθύρου,
 έσφιξε το κάτω χείλος του με αντίχειρα και δείκτη, όπως το είχε συνήθειο από μικρός
 μπροστά σε εμφανή αδιέξοδα, μπροστά σε άλυτα προβλήματα. Αυτός ο Σαγκάλ με τους
 ερωτευμένους μέσα στα λουλούδια στο Παρίσι δεν άρμοζε καθόλου στην ατμόσφαιρα 
ενός σοβαρού δικηγορικού γραφείου, του ήρθε πάλι απρόσμενα η σκέψη. Μα ούτε και
  στην προσωπικότητα του φίλου του. Τι όμως απ’ όσα είχαν συμβεί το τελευταίο
 εικοσιτετράωρο (κι απ’ όσα έμελλε να συμβούν το επόμενο;) θα μπορούσε να θεωρηθεί
φυσιολογικό και αναμενόμενο;  
      
Σουρούπωνε ήδη. Μετά τον καταιονισμό, ανάρια άδεια σύννεφα εδώ κι εκεί 
σχημάτιζαν με τον άνεμο αλλόκοτα σχήματα πάνω απ’ το λιμάνι, έπαιρναν έντονα
 χρώματα από τον φλογισμένο δίσκο του ήλιου. Πάνω από την απουσία των πουλιών
 στον αέρα, στις φωλιές τους και τις δέστρες, πάνω από τους μαυρισμένους κορμούς
 των δέντρων με τα ελάχιστα φύλλα που τους είχαν απομείνει, πάνω από τα
 παραμορφωμένα σκέλεθρα των αυτοκινήτων, πάνω από τα βουβά κτίρια με τα 
σπασμένα παράθυρα, πάνω από κάποιες φωτεινές επιγραφές που ακόμη αναβόσβηναν 
μονότονα, παράλογα, πάνω από τον σκληρό φαλλό του κυματοθραύστη που εμβόλιζε
 ηδονικά το υγρό στοιχειό, πάνω από τα άλμπουρα και τις σκούρες σιλουέτες των 
πλοίων που ήταν αγκυροβολημένα στον κόλπο. Λίγο πριν πέσει η νύχτα, λυσσομανούσε
κι άφριζε η κόκκινη τρικυμία στον ουρανό και αντιφέγγιζε σε μια αδιάφορη, απόλυτα 
γαλήνια θάλασσα.
     
«Έχει συμβεί αυτό που φοβόμασταν» είχε πει εκείνη. Το λογικά αναπόφευκτο, που θα
 μπορούσε κάλλιστα να είχε συμβεί μήνες πριν. Και τώρα τι; Τώρα θα έμενε μόνος του,
 τι άλλο; Μόνος όπως στα παιδικά του χρόνια,μόνος του με τα παιδικά του χρόνια. 
Μόνος με την απώλεια και το κενό. Μιαν απώλεια συντριπτική όπως εκείνη της
αθωότητας όταν χώρισαν οι γονείς του. Τώρα τα μάτια του γέμιζε ένα γυναικείο
 πρόσωπο, οι δώδεκα μήνες που υπήρξαν η ζωή του. Και μια σιωπηλή διαδρομή μέσα
στον χρόνο, μια παλινδρόμηση γεμάτη απρόοπτα που ξεπηδάνε από τις πρόχειρα 
σκεπασμένες λακκούβες της μνήμης.
       
Θυμήθηκε μια εποχή μετά τον πόλεμο που όλα ήταν γκρίζα και φτωχικά, όλα ήταν 
χαμηλόφωνα στην πόλη. Εποχή χωνάκι παγωτό με ένα και μοναδικό ζευγάρι
 παπούτσια. Για το σχολείο, για τη λαστιχένια μπάλα στην αλάνα και για την επίσκεψη
 στους συγγενείς, με το γλυκό του κουταλιού στον δίσκο και τα γόνατα σεμνά κολλημένα
 έξω απ’ το κοντό παντελονάκι. Εποχή του μπόγια που μάζευε με την τσιμπίδα τους
αδέσποτους σκύλους ενώ παρακολουθούσε τριγύρω η τσακαλαρία, εποχή με
 χωματένιους δρόμους που ράντιζε η ποτιστήρα του δήμου και λάσπες στα γυμνά
 καλάμια των πιτσιρικάδων που έτρεχαν γελώντας από πίσω. Εποχή που η υπέρτατη 
ευτυχία ήταν μια πάστα, μια σοκολάτα ή το βράδυ με την παρέα στο θερινό της Αίγλης
 για δυο έργα κι ένα σακουλάκι σπόρια.          
        
Όλα είχαν διαψευστεί με τον πιο άγριο τρόπο, οι γυναίκες ήταν μαυροφορεμένες, κι
 όμως μέσα απ’ τον πόνο και τη στέρηση γεννιόταν μια καινούρια ελπίδα. Οι πόρτες
 ήταν ανοιχτές με καθαρό χαλάκι στο κατώφλι, οι λέξεις κάτι σήμαιναν ακόμη, οι
 φτωχοί ήταν πραγματικά φτωχοί, σπάνια το παραδέχονταν και σπανιότερα
 μεμψιμοιρούσαν. Δούλευαν σκληρά όλη την εβδομάδα,καλούσαν τους φίλους τους το
 σαββατόβραδο στο σπίτι για να γλεντήσουν με δυο αυγά βραστά, λίγες σαρδέλες και
 ελιές, με ένα καραφάκι ούζο, ζητούσαν την «ώρα της εκλογής των ακροατών» στο
ραδιόφωνο το «χιλιάδες όνειρα γιατί πήγαν χαμένα» και το «θα σε πάρω να φύγουμε σ’
 άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει».
       
Αχ, πόσο λαχταρούσε να περπατούσαν μαζί αργά στην παραλία, από το Μέγαρο
 Μουσικής ως το λιμάνι. Απ’ τις ομπρέλες ως τον Λευκό Πύργο, ως στην παλιά
 παραλία, στην Πλατεία Ελευθερίας και πίσω πάλι. Να είχε το χέρι του περασμένο στον
 ώμο της, να την έσφιγγε και να την άφηνε, να της χάιδευε τα μαλλιά και να 
χαμογελούσαν και οι δύο. Με κείνο το εκστατικό χαμόγελο. Χωρίς να ντρέπονται, χωρίς
 να φοβούνται, χωρίς να σφίγγεται το στομάχι τους από το ποιος και τι. Na 
σταματούσαν τους άλλους διαβάτες στο πλακόστρωτο και να τους έλεγαν, «θέλετε να
 μας δείτε, δείτε μας,θέλετε να το μάθετε, μάθετέ το, θέλετε να το πείτε, πείτε το, αυτή 
είναι η γυναίκα που αγαπώ, αυτός είναι ο δικός μου άντρας, είμαστε το προαιώνιο 
ζευγάρι, που ζει μαζί και πεθαίνει μαζί». 
       
Κάποια στιγμή όμως θάμπωναν τα μάτια του, το πρόσωπό της εξαφανιζόταν απ’ το
 οπτικό του πεδίο και στη θέση του διαγράφονταν αχνά τα πρόσωπα δυο παιδιών.
 Βουβά, παραπονεμένα, δακρυσμένα. Δυο παιδιά που άξιζαν τα πάντα και που αύριο
 μπορεί να τα σφράγιζε ισόβια η θλίψη, όπως εκείνον πριν τόσα χρόνια. Πώς να ξεφύγει
 κανείς από αυτό που είναι,από τα ανοιχτά  τραύματα της μνήμης, από τις αιώνιες
αντιφάσεις, από το «θέλω» απέναντι στο «πρέπει» και το «δεν  μπορώ»; Πώς να
 ξεφύγει από το βλέμμα των αθώων κι από τη λέξη «καταδίκη» που ήταν καρφωμένη
στο μυαλό του;
        
«Ρε, Γιάννη, πες μου, εσύ τι θα έκανες;», γύρισε και ρώτησε εκείνο το ψηλό, μελαχρινό 
παιδί που, δίπλα του παλιά στην τράπεζα, ολημέρα χώριζε χαρτιά, τα σφράγιζε και τα 
καταχωρούσε σε κατάστιχα χωρίς ποτέ του να γκρινιάξει. Μπορούσε ήδη να διακρίνει
να του γνέφει με το παιχνιδιάρικο χαμόγελό του. «Ξέρω τι θα μου πεις. Παράτησέ τα 
όλα, άρπαξε την και φύγετε μακριά, να γυρίσετε όλη τη γη και να καταλήξετε σε ένα 
έρημο νησί στην άκρη του κόσμου. Να δείτε εξωτικά πουλιά, να μελετήσετε άγρια φυτά,
 να ακούσετε πώς σκάζει η θάλασσα στα βράχια».
        
«Κι εσύ, ρε Μπάκο, παλιέ συμμαθητή, εσύ τι θα μου έλεγες; Είσαι πολύ τυχερός,
απίστευτα τυχερός για την ευκαιρία που σου έδωσε η ζωή; Ώστε για σένα στον κόσμο
 δεν υπάρχει άλλη; Μη λογαριάσεις τίποτα λοιπόν,χώρισέ την αμέσως και παντρέψου
 την, κάντε ένα παιδί, ζήστε γεμάτα ως το τέλος αυτό το σύντομο ανέκδοτο που
ονομάζεται ζωή; Αυτό θα μου έλεγες, ρε φιλαράκι, με κείνο το συνωμοτικό χαμόγελο,
 μισοσηκώνοντας το κεφάλι απ’ το διπλανό θρανίο;»
     
«Κι εσείς ρε Άκη, Κώστα, Τάσο, Φώτη, φίλοι που μου χάρισε η ζωή, εσείς τι συμβουλή
 θα μου δίνατε; Mε μια φωνή θα λέγατε, ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο; Μη διστάζεις
καθόλου και μη βασανίζεσαι γιατί θα μετανιώσεις πικρά; Ζήσε;»
       \
Τρόμαξε ξαφνικά και έμεινε στη θέση του μαρμαρωμένος. Χωρίς να το συναισθανθεί,
 είχε επικαλεστεί τους φίλους της νιότης του που είχαν χαθεί για πάντα. Ο Γιάννης
στα είκοσι επτά του, ο Μπάκος νωρίτερα, οι άλλοι αργότερα, όλοι πρόωρα και άδικα.
 Και το γραφείο είχε γεμίσει ίσκιους. Ίσκιους και ψιθύρους από μια άλλη νύχτα,
οριστική και ατέλειωτη. «Ζήσε», του έλεγαν οι νεκροί. «Ζήσε με ένταση, ζήσε στο 
ακέραιο εκείνο που δεν προλάβαμε εμείς ή ζήσαμε στο ελάχιστο. Ζήσε, καρντάσι, ζήσε
και για μας». 
      
«Θα σε πάρω να φύγουμε». Να άρχιζε στ’ αλήθεια τη ζωή του απ’ την αρχή; Μαζί της.
 Να μην ήταν τώρα ηλιοβασίλεμα, μα χάραμα. Χάραμα, αυγή, ξημέρωμα, ανατολή. 
Χωρίς τραύματα και πόνο, χωρίς μνήμη.  
        
Na ήταν η αρχή κι όχι το τέλος. Έψαξε ένα μολύβι στο γραφείο κι άρχισε να γράφει και 
να προφέρει ταυτόχρονα τις λέξεις με χαμηλή φωνή. Τις λέξεις που αναπηδούσαν κι 
έπεφταν στη θέση τους εύκολα κι απλά, όσο πικρές και τελεσίδικες κι αν ήταν.

Εκείνο το ατίθασο κόκκινο τ’ ουρανού

βουβαίνονται στην παραλία οι φανοστάτες
που άλλοτε ψιθύριζαν εκστατικά το όνομά της
μια βάρκα μόνη αργά λικνίζεται
σε σκοτεινά νερά
εκείνο το ατίθασο κόκκινο τ’ ουρανού
τώρα δειλά αποσύρεται στο βάθος

το πρόσωπο της πολιτείας χλομιάζει
γέρνουν τα φύλλα
τα χρώματα διαλύονται που θάμπωναν τα μάτια
μάτια που τώρα βλέπουν καθαρά
κάθε επιφάνεια και κάθε σχήμα
το αύριο ή το τίποτα

άτυχη αγάπη
που κάποια μέρα χάνεται
όπως ο δρόμος, η πλατεία, οι μουσικές
όπως το άγγιγμα ή το  φως
και πια απομένει μια λάμψη αχνή
ή κάτι από ψυχή
πάνω στα κάστρα

μια λάμψη αχνή
μια θύμηση
μια γεύση από χαρτί και δάκρυ

 «Μια γεύση από χαρτί και δάκρυ». Ένιωσε ξαφνικά μια παγωνιά να τον τυλίγει από το
 μέτωπο και τα χείλη ως τα δάχτυλα των ποδιών. Το βλέμμα του απλώθηκε και πάλι 
έξω, στο τελευταίο λυμφατικό φως της μέρας. Τα γυμνά κτίρια τριγύρω, τα κατάρτια,
 τα ικριώματα και οι λυγισμένοι βραχίονες των γερανών στο λιμάνι, του φάνηκαν τώρα
 σαν γίγαντες δονκιχωτικοί, που απεύθυναν μια μάταιη επίκληση σε έναν ουρανό χωρίς
 έλεος, έναν ουρανό τώρα γεμάτο σαρκοβόρα, προϊστορικά τέρατα σε τελική εφόρμηση, 
ημιτελή και ακρωτηριασμένα.