Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Ο πρώτος μίσχος της άνοιξης


Επιφανειακά ήταν ήρεμος. Τίποτα στις εκδηλώσεις ή στις ενέργειές του δεν πρόδιδε την παραμικρή ταραχή. Ένας ώριμος άντρας που την κρίσιμη στιγμή φέρεται όπως πρέπει να φερθεί. Με λογική, με μυαλό ξεκάθαρο, με λίγα λόγια κι εύστοχα.

Επιφανειακά ήταν ήρεμος. Ίσως μόνο τα τσιγάρα που άναβε διαδοχικά με αργές κινήσεις, ίσως μια σκιά στο βάθος των ματιών του που κοιτούσαν έξω απ' το παράθυρο, ίσως αυτή η ίδια η ψυχραιμία του, θα μπορούσαν να υποδηλώσουν τον άγριο πανικό που κυκλοφορούσε στις φλέβες του και μούδιαζε το μυαλό του.

Καθόταν τώρα μόνος στη βαθιά πολυθρόνα με μια διπλωμένη εφημερίδα στο χέρι. Γύρω του ένας κόσμος πολύχρωμος πήγαινε και ερχόταν, αγόραζε λουλούδια και δώρα, αντάλλασσε ευχές. Μια μικρή μόνο ανησυχία στα πρόσωπα των ανθρώπων γρήγορα ξεκαθάριζε σε πλατύ χαμόγελο.

Η εγχείριση έπρεπε να γίνει. Τρεις ειδικοί γιατροί είχαν αποφανθεί κατηγορηματικά ότι κάθε καθυστέρηση θα μεγάλωνε τον κίνδυνο. Δεν ήταν βέβαια ζήτημα ζωής ή θανάτου αλλά μια αφαίρεση οργάνων μπορεί πάντοτε να παρουσιάσει επιπλοκές. Όταν δεν υπήρχε πια αμφιβολία για τη διάγνωση, εκείνη το αποφάσισε αμέσως. Να τελειώνουμε μ' αυτή την ιστορία, είπε. Και τον πείραξε για το αξιολύπητο βλέμμα του.

Καθόταν τώρα μόνος στη βαθιά πολυθρόνα. Όλα είχαν προετοιμαστεί στην εντέλεια. Η φυσική και ψυχολογική κατάστασή της ήταν εξαιρετική, ο χειρούργος πεπειραμένος, η κλινική από τις πιο σύγχρονες. Σ' αυτό υπήρξε εκείνος κατηγορηματικός. Ήθελε τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για την εγχείρισή της. Θα έκαναν οικονομία κάπου αλλού.

Χαράματα περπάτησε στους έρημους δρόμους, ενώ μέσα του πάφλαζε ένα σκοτεινό ποτάμι. Έφτασε νωρίς, ζήτησε άδεια και ανέβηκε στο δωμάτιό της, την είδε πριν από το χειρουργείο. Της έσφιξε το χέρι, της χάιδεψε τα μαλλιά, τη φίλησε στο μέτωπο. Θα ήταν εκεί, κοντά της, μια τεράστια φιάλη αίμα, αν χρειαζόταν,ένας ζωντανός ηλεκτρονικός εγκέφαλος για να δώσει οποιαδήποτε λύση, μια πηγή ζεστασιάς μέσα στον άγριο Δεκέμβρη.

Καθόταν τώρα μόνος στη βαθιά πολυθρόνα. Το προηγούμενο βράδυ είχε ξυπνήσει τέσσερις φορές από τον ταραγμένο ύπνο του, ήταν σκοτάδι και δεν έβλεπε την ώρα και περίμενε να ξημερώσει, περίμενα σαν μελλοθάνατος μέσα στους εφιάλτες του.

Καθόταν και αναλογιζόταν την αδυναμία του να κάνει οτιδήποτε, καθόταν και αναμετρούσε την περασμένη τους ζωή. Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, ελάχιστες νύχτες είχαν μείνει χωριστά. Σαν δυο φωτεινά στίγματα σε μια οθόνη, που διέγραψαν την τροχιά τους κι έγιναν βαθμιαία ένα, εκεί που ενεδρεύει το κενό.

Εκείνη είχε βέβαια καταλάβει την αγωνία του. Και τον παρηγορούσε, λες και ήταν εκείνος να χειρουργηθεί. Κι όσο βρισκόταν κοντά της, το άγχος καταλάγιαζε, αποτραβιόταν,κάπως ηρεμούσε. Από τη στιγμή όμως που την συνόδευσε στην κλινική κι έμεινε μόνος, μπήκε πάλι ορμητικός ο πανικός στο αίμα του.Είχε ακούσει τόσες και τόσες ιστορίες για μοιραία λάθη, για απροσεξίες, για σπάνια ατυχήματα. Και δεν άντεχε την προοπτική και της πιο απειροελάχιστης πιθανότητας.

Το προηγούμενο βράδυ της είχε γράψει ένα μακρύ κατάλογο με όλα όσα θα έκανε για κείνη αν γινόταν απόλυτα καλά, δεκάδες υποσχέσεις που μεταφράζονταν σε μία και μόνη ουσιαστικά, περισσότερη αγάπη. Αν ήταν δυνατόν.

Αυτό κάπως τον ανακούφισε. Προσωρινά. Σαν να είχε εξιλεωθεί σε κάποιο παράδοξο θεό που δεν ζητούσε θυσίες αλλά ευτυχία στα μάτια των ανθρώπων. Ύστερα γύρισαν πάλι οι μαύρες σκέψεις μαζί με τη νύχτα που οδηγούσε στο κρίσιμο πρωινό.

Ήταν μόνος τώρα. Μόνος με τη μητέρα της, μόνος μέσα στο πλήθος. Δεν άντεχε να βγει σ' αυτό τον κόσμο μόνος, να περπατήσει στους μεγάλους δρόμους μόνος, ν' αγωνιστεί μόνος, νάρχεται η άνοιξη και νάναι μόνος, να γελάει μόνος, να κλαίει μόνος. Δεν άντεχε να σέρνει το πληγωμένο του πόδι σαν έρημο σκυλί που δεν βρίσκει γωνιά να κουρνιάσει. ΅Εξ άλλου της είχε εμπιστευτεί την ίδια την ψυχή και πώς μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος χωρίς ψυχή. Μαζί σου είμαι πολύ γενναίος, της είχε πει. Χωρίς εσένα, είμαι ο πιο δειλός μέσα σε όλους τους δειλούς. Χωρίς εσένα με τυλίγει το πιο πηχτό σκοτάδι. Αυτό το σκοτάδι έπεφτε τώρα από παντού, εισχωρούσε στο σώμα του από αόρατες χαραμάδες και δεν μπορούσε να ανασάνει. Δεν μπορούσε να δει. Δεν μπορούσε να μιλήσει ή να σκεφτεί.

Τη στιγμή εκείνη άκουσε το όνομά του στο μεγάφωνο. Σηκώθηκε και περπάτησε ανάλαφρα σαν να μην άγγιζε το πάτωμα, σαν  να έπλεε σε κάποια άγνωστη θάλασσα. Έφτασε στην κλειστή πόρτα του χειρουργείου και βγήκε σε λίγο ο γιατρός και του είπε πως όλα πήγαν καλά. Μα δεν τον άκουσε. Συνέχισε να αιωρείται, πέρασε πλάι του κι έγειρε πάνω από το κρεβάτι της.

Εκείνη άνοιξε τα μάτια, με στραγγισμένο το αίμα από το πρόσωπό της, με κατάστεγνα χείλη, ίσως να μην τον έβλεπε καν, ίσως να ήταν βυθισμένη στη δική της ταλαιπωρία. Όμως γι' αυτόν, τα μάτια εκείνα, ζωντανά μέσα στον πόνο που καθρεφτίζανε, ήταν ίδιος ο πρώτος μίσχος της άνοιξης. Άπλωσε δειλά το χέρι του και άγγιξε τα δάχτυλά της. Για πρώτη φορά τις τελευταίες μέρες, πρόσεξε μια αχτίδα του ήλιου που γλιστρούσε από την άκρη της κουρτίνας. Ο κόσμος ολόκληρος με μιαν ασύγκριτη ευφροσύνη, με μουσικές και φωνές παιδιών, εισόρμησε στην καρδιά του.