Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Δωρεάν παιδεία


Τα φύλλα του κισσού, που κάλυπταν δω κι εκεί την πελεκημένη πέτρα, έπαιρναν το φθινόπωρο ένα κόκκινο χρώμα ψηλά ως τη στέγη. Κόκκινο βαθύ μεθυστικό όπως ο ήλιος όταν βασιλεύει στον Θερμαϊκό ή το εφηβικό αίμα. Κάτι σαν σήμα κινδύνου για τον επερχόμενο χειμώνα στεφάνωνε τα παράθυρα σε όλη την περίμετρο. Μ' αυτόν τον τρόπο, το κεντρικό κτίριο του σχολείου έκρυβε προσωρινά το απατηλό του γκρίζο, προστάτευε τους χυμούς του κι ετοιμαζόταν για την εποχή της παγωνιάς.

Ο μακρύς διάδρομος της ανατολικής πλευράς στο ισόγειο ήταν ένας χώρος οικείος και επίφοβος. Εκεί βρισκόταν το γραφείο του προέδρου, η διοίκηση και η γραμματεία κι εκεί, ακουμπισμένοι στον τοίχο σκυθρωποί ή εξωτερικά αδιάφοροι, περίμεναν με αγωνία οι παραβάτες να τους φωνάξουν για κάποια επίπληξη τουλάχιστον ή τιμωρία, ή, στη χειρότερη περίπτωση, αποβολή. Περίμεναν και προσπαθούσαν φυσικά να επινοήσουν πιθανές και συχνότερα απίθανες δικαιολογίες.

Ο κοντός μεσήλικας με το στρόγγυλο πρόσωπο και τ' αραιά μαλλιά πάνω σ' ένα γυαλιστερό κρανίο, χείλη λεπτά και στενά μάτια που ζύγιζαν αμείλικτα τα πάντα, ο διαχειριστής με τα κρεπ παπούτσια, το γκρι κοστούμι και το μάλλινο πουλοβεράκι,  καθόταν στο γραφείο του και  μελετούσε με εμβρίθεια αριθμούς και καταστάσεις. Κατά διαστήματα, έκανε προσθέσεις σε μια αριθμομηχανή με χαρτοταινία δεξιά του και τις καταχωρούσε στα κιτάπια του. Από αριστερά έμπαινε διστακτικά το φως και κάποια υποψία θορύβου.

Χτύπησε σιγανά η πόρτα. Εκείνος άκουσε αλλά δεν διέκοψε. Περίμενε τον καθυστερημένο δεύτερο χτύπο κια ύστερα απάντησε κοφτά και μονολεκτικά. Μπήκε με ολοφάνερη αμηχανία και στάθηκε κάπως μακριά του ένας από τους μικρότερους μαθητές. Ψηλός, μελαχρινός, μάλλον αδύνατος, αρκετά ασουλούπωτος μ' ένα παλιό σακάκι και παντελόνι. Τα πρώτα γένια και σπυράκια είχαν κάνει την εμφάνισή τους στα μάγουλα και το πηγούνι του.

Ο κοντόσωμος καραμανλής με την αγέλαστη γραβάτα συνέχισε να μελετάει με την ησυχία του τα χαρτιά του. Κανείς δεν ήξερε με βεβαιότητα, και δεν τολμούσε βέβαια να ρωτήσει, αν επισήμως είχε ή δεν είχε τα πειθαρχικά καθήκοντα που με μεγάλη απόλαυση ασκούσε. Όταν έκρινε ότι είχε φτάσει η ώρα, άφησε κάτω το στυλό και σήκωσε τα μάτια. Από το βλέμμα του σπάνια έλειπε μια σκιά αποδοκιμασίας προς κάθε κατεύθυνση. Περιεργάστηκε, μέσα από τους μυωπικούς φακούς, υπομονετικά τον μαθητή σαν να είχε κατορθώσει να τον βλέπει και πάλι για πρώτη φορά. Με λιγότερη περιφρόνηση και περισσότερη διάθεση αυστηρότητας και ίσως τιμωρίας, και σίγουρα εξαιρετικά αποδοτικός στην εργασία του, μπήκε χωρίς άλλη χρονοτριβή κατευθείαν στο θέμα.

Λοιπόν, τι γίνεται, το είπες στον πατέρα σου; Πότε επιτέλους θα πληρώσει; είπε με ένρινη φωνή ανοίγοντας ελάχιστα το στόμα. Τέλος Νοεμβρίου, πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, κι εσύ χρωστάς από το δεύτερο εξάμηνο πέρσι. Λέγε, τζάμπα θα σε σπουδάζουμε;

Ίσως η μεγαλύτερή του ικανότητα, που έμοιαζε με φυσικό ταλέντο, ήταν να επιλέγει εκείνες τις ερωτήσεις και να τις υποβάλει με τέτοιο τρόπο που ο άλλος, και ιδιαίτερα ένας μαθητής, να είναι αδύνατον να απαντήσει. Ο νεαρός είχε τώρα σκύψει κάπως το κεφάλι με πλήρη επίγνωση της ενοχής του. Τα χέρια του κρέμονταν αδέξια στο πλάι και στο μέτωπό του είχε χαραχτεί μια πρόωρη ρυτίδα. Με δυσκολία έκρυψε έναν μορφασμό και άνοιξε ελαφρά τα πόδια, λες και θα ισορροπούσε έτσι καλύτερα. Το πένθιμο ύφος του τονίστηκε από μια έκφραση απελπισίας.

Κύριε, είπε και σταμάτησε. Κύριε, επανέλαβε μετά, προσθέτοντας το όνομα του διαχειριστή με προσοχή για να μην το προφέρει λάθος. Μπορείτε να μου πείτε τι άλλο να κάνω; Την περασμένη εβδομάδα έδωσα στον πατέρα μου το μήνυμά σας και μου είπε ότι περιμένει σε δυο-τρεις μήνες να κλείσουν κάτι παλιές δουλειές και τότε να εξοφλήσει τα δίδακτρα.

Στην έκφραση του διαχειριστή, η αγανάκτηση και η περιφρόνηση είχαν ήδη κυριαρχήσει, εκτοπίζοντας την αυστηρότητα. Πώς είπες; έκανε σαν να να μην πίστευε στ' αυτιά του. Ο μαθητής έμεινε βουβός. Άκου, εδώ είναι ιδιωτικό σχολείο. Αν δεν είχατε παράδες, τότε να πήγαινες στο δημόσιο. Ξέρεις τι έξοδα πρέπει να καλύψουμε εμείς; Ένα σωρό μισθούς καθηγητών, προσωπικού, φως νερό, τηλέφωνο. Τι να στα λέω τώρα; Το σχολείο δεν βγαίνει. Πες μου, παιδί μου, αν δεν πληρώνεις εσύ, αν δεν πληρώνει ο ένας και ο άλλος, πώς θα λειτουργήσει το σχολείο;

 Τη στιγμή εκείνη χτύπησε το τηλέφωνο και ο διαχειριστής εγκατέλειψε πρσωρινά το θήραμά του. Το ύφος του προσέλαβε ακαριαία μια έκφραση κάπου στο μεταίχμιο της επιφανειακής εγκαρδιότητας και της αξιοπρεπούς υποταγής. Μίλησε αγγλικά με ευχέρεια και επάρκεια, και με το αναπόφευκτο κατάλοιπο στην προφορά από τα βάθη της ανατολής. Ο μαθητής πήρε μια βαθιά ανάσα. Παρόλο που με τρόμο είχε προβλέψει τι θα γινόταν όταν τον κάλεσαν στο μεγάλο διάλειμμα στο γραφείο, είχε φτάσει τώρα στα όρια της απόγνωσης. Γιατί ούτε και ο ίδιος πολυπίστευε ότι οι υποσχέσεις του πατέρα του θα είχαν κάποιο αντίκρισμα.

Η εμπορική εταιρία του είχε πριν ένα χρόνο περίπου πτωχεύσει κι δεν χρωστούσαν βέβαια μόνο στο σχολείο. Αντιμετώπιζαν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες στο σπίτι, ακόμα και για το φαγητό, και το όνειρο του πατέρα του να μάθει ο γιος του αγγλικά για να τον βοηθήσει στις συναλλαγές του με το εξωτερικό, έμοιαζε τώρα με κακόγουστο ανέκδοτο. Πριν λίγες μέρες μάλιστα, καταπίνοντας τον εγωισμό του, τον είχε παροτρύνει να πάει να μείνει με τη μητέρα του που είχε ξαναπαντρευτεί. Από καιρό τώρα του δίνανε ακριβώς τα ναύλα του και μια φορά, που λιμπίστηκε ένα κουλούρι και δεν άντεξε στον πειρασμό, αναγκάστηκε τελικά να περπατήσει έξι χιλιόμετρα ως το σπίτι.

Εκείνο που δεν μπορούσε βέβαια να ξέρει ο μαθητής, το απίστευτο για τους τρίτους που αυθόρμητα ταύτιζαν το αμερικανικό κολλέγιο με τη χλιδή, ήταν ότι το σχολείο είχε έλλειμμα στον προϋπο-λογισμό του και, επιπλέον, είχε κληρονομήσει από την προηγούμενη διοίκηση ένα σοβαρό χρέος. Την παρακολούθηση των οικονομικών και την αποπληρωμή του χρέους είχε αναλάβει προσωπικά ο πρόεδρος και, βέβαια, ο διαχειριστής που ήταν και παλιός απόφοιτος.

Το τηλεφώνημα όμως είχε τελειώσει και ο διαχειριστής ακούμπησε το ακουστικό στη θέση του. Πού είχαμε μείνει; ρώτησε, μη περιμένοντας απάντηση. Λοιπόν, ακόμη κι εσύ καταλαβαίνεις ότι χωρίς λεφτά δεν μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία του ένα σχολείο. Ακολούθησαν στιγμές ταπεινωτικής αμηχανίας για τον μικρό και επαγγελματικής αδημονίας για τον μεγάλο .

Τότε να φύγω, ψέλλισε ο έφηβος. Πρόσωπο ανεπιθύμητο, αυτό είμαι, σκέφτηκε, όλοι φεύγουν από μένα ή θέλουν να με διώξουν. Να φύγω όμως από το σχολείο μου, να φύγω από τους φίλους μου, τώρα στον τρίτο χρόνο; Αισθάνθηκε να φουντώνει μέσα του απειλητικά μια πίκρα, μια απόγνωση, που έγινε αποφασιστικότητα μπροστά στο αναπότρεπτο. Θα πω στον πατέρα μου ότι θα φύγω, πρόσθεσε κατηγορηματικά και μεγαλόφωνα.

Ο διαχειριστής φάνηκε να μαλακώνει κάπως, χωρίς να υποχωρήσει. Θα πεις στον πατέρα σου να στείλει τα λεφτά, τόνισε, δεν σου είπα εγώ να φύγεις. Αν είναι εντάξει, δεν υπάρχει λόγος να φύγεις. Έπειτα, τι ιστορίες είναι αυτές, σε δυο-τρεις μήνες και οι δουλειές που θα τελειώσουν; Ξέρεις τι μου θυμίζει αυτό; Στα χείλη του έσκασε κάτι σαν χαμόγελο. Μου θυμίζει την ιστορία εκείνη με τον χότζα.

Ο υπόλογος έκανε μια βίαιη κίνηση οργής αλλά συγκρατήθηκε. Οργής για τους γονείς του, οργής για τον εαυτό του, και πολύ λιγότερο για τον διαχειριστή. Είχα χορτάσει με την τουρκική θυμοσοφία κι ελάχιστη διάθεση είχε για ανέκδοτα. Μ' αυτές τις ιστορίες απ' τον μικρασιάτη πατέρα σου είχε μεγαλώσει, αρκετές φορές τις είχε ακούσει αυτοπροσώπως από τον διαχειριστή και περισσότερες σε ελεύθερη απόδοση από τους μεγαλύτερους.

Αυτό που λες μου θυμίζει, συνέχισε ο διαχειριστής απτόητος, τον χότζα στην Τουρκία που χρω-στούσε πενήντα γρόσια και δεν πλήρωνε. Ο δανειστής τον πίεζε και μια μέρα τον στρίμωξε για τα καλά. Να σου πω τι θα κάνω για να σου επιστρέψω τα λεφτά σου, του είπε ο χότζας. Όπως ξέρεις, το χωράφι μου είναι στο πέρασμα από το λιβάδι προς τον κάμπο. Θα φυτέψω λοιπόν αγκάθια και όταν οι βοσκοί κατεβάσουν το φθινόπωρο τα πρόβατα για τα χειμαδιά, θα σκαλώσει το μαλλί του στ' αγκάθια. Ε, τότε εγώ θα το μαζέψω, θα το γνέσει η γυναίκα μου, θα το πουλήσω στο παζάρι και θα σε πληρώσω.

Πρός το τέλος της αφήγησης, το αρχικά λυμφατικό χαμόγελο απλώθηκε θριαμβευτικά στα χείλη του, όχι όμως και στα μάτια του. Αμέσως μετά φάνηκε να αγανακτεί με τα ίδια τα λόγια του. Τόσο κορόιδο τον περνούσε ο χότζας τον δανειστή. Ζήσε Μάη μου, να φας τριφύλλι. Αυτό μου λες κι εσύ τώρα.

Δεν σας λέω αυτό, είπε ο μαθητής με τόλμη μέσα στην απελπισία του. Κάπου έξω λυτρωτικά χτύπησε το πρώτο κουδούνι για το μάθημα. Ακούστηκαν φωνές και το ποδοβολητό των παιδιών στις σκάλες. Δεν τελειώσαμε ακόμη, τόνισε ο διαχειριστής. Να πεις στον καθηγητή σου ότι ήσουν σ' εμένα.

Αυτό που θέλω να σας πω είναι να περιμένετε λιγάκι, συνέχισε ο μαθητής, ρίχνοντας άθελά του λάδι στη φωτιά. Να περιμένω, τι να περιμένω δηλαδή, να μαζέψεις το μαλλί ή να το γνέσεις; Φούντωσε ακόμη περισσότερο. Ακόμη και το λεωφορείο από το Χαριλάου για το Κολλέγιο σου πληρώνουμε. Και το λεωφορείο, επανέλαβε, τονίζοντας μια μια τις συλλαβές της λέξης. Κι εσύ μου λες να περιμένω. Τέλος πάντων, έχουμε και δουλειά εδώ, το ξέρεις; Λοιπόν, είπε σαν ν' ανακεφαλαίωνε. Θα περιμένω απάντηση από τον πατέρα σου. Συγκεκριμένη απάντηση και γρήγορα. Όχι την άνοιξη, όχι μετά τ' αλώνια. Θα περιμένω να φέρεις τα λεφτά. Εντάξει;

Εντάξει, είπε ο μαθητής, σαν να κατέθετε τα όπλα που ποτέ δεν είχε. Να πάω στο μάθημά μου τώρα; Ο διαχειριστής έγνεψε καταφατικά, κάνοντας και μια κίνηση του χεριού προς τα έξω, κι εκείνος οπισθοχώρησε και χτύπησε τον ώμο του στην κάσα της πόρτας. Ο διαχειριστής κούνησε το κεφάλι του κι έμεινε για λίγο να κοιτάζει, μην ξέροντας πια τι άλλο να ελεεινολογήσει. Ύστερα βυθίστηκε πάλι στα χαρτιά του.

Ο έφηβος ανέβηκε τις σκάλες με σκυμμένο τώρα το κεφάλι του σαν να μετρούσε προσεκτικά τα βήματά του. Πριν φτάσει στην τάξη του, πέρασε από μια άδεια αίθουσα, κοντοστάθηκε και, υπακούοντας σε τυφλή παρόρμηση, μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα. Πήρε φόρα και σημάδεψε με το πόδι ένα θρανίο αλλά ύστερα σταμάτησε, στηρίχτηκε με ανοιχτά τα χέρια ψηλά στον πίνακα και άρχισε να κλωταει τον τοίχο. Κλωτσούσε μα ολοένα αυξανόμενη δύναμη χωρίς να βγάλει αναστε-ναγμό, ούτε λέξη, δαγκώνοντας τα χείλη του και με κλειστά τα μάτια. Κλωτσούσε έως ότου σχηματίστηκε μια ακανόνιστη μουτζούρα στην επιφάνεια.

Κάποτε συνήλθε εξουθενωμένος πια και κάπως ήρεμος, κοίταξε τριγύρω του, περιεργάστηκε τον εάυτό του .Στο βάθος, έξω από το παράθυρο, είδε κατάφυτες τις απαλές καμπύλες των λόφων ως τον ορεινό όγκο του Χορτιάτη. Σαν κάτι να αποφάσισε, σήκωσε το κεφάλι του, βγήκε και χτύπησε την πόρτα της τάξης του. Με φώναξαν στο γραφείο, κύριε, είπε στον καθηγητή, για να μου δώσουν ένα μήνυμα για τον πατέρα μου Όχι, δεν έχει τίποτα το πόδι μου. Ναι, είμαι βέβαιος. Κουτσαίνω γιατί το χτύπησα λιγάκι παίζοντας μπάλα, θα περάσει. 

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Άλυτα προβλήματα


Όπως μπορεί να πιστοποιήσει και ο Αγάπης, πρώην διαπρεπής ανεβαδόρος στο βόλει και τώρα μαθηματικός ανάλογης εμβέλειας, υπάρχουν εύκολα προβλήματα και δύσκολα προβλήματα. Υπάρχουν και προβληματα που είναι εύκολα για μερικούς και δύσκολα για άλλους. Για τους οποίους άλλους, μπορεί να είναι εύκολα τα προβλήματα που για τους πρώτους είναι δύσκολα. Υπάρχουν προβλήματα που διδάσκεται κανείς πώς να τα λύνει. Υπάρχουν όμως και άλυτα προβλήματα. Άλυτα από τη φύση τους και για τον ευφυέστερο ακόμη.

Όταν λοιπόν βρεθεί κανείς αντιμέτωπος μ' αυτή την τελευταία κατηγορία προβλημάτων, είναι πολύ φρόνιμο να αναγνωρίσει απ' την αρχή ότι τα προβληματα δεν λύνονται. Και ότι η μοναδική διέξοδος είναι να βρει μια λύση που δεν είναι λύση. Έτσι, παρόλο που η λύση δεν θα είναι λύση, θα έχει οδηγηθεί τουλάχιστον σε κάποια λύση.

Ο νεότερος καθηγητής των μαθημτικών, βεβαίως και του Αγάπη, ήταν άριστος επιστήμων, όπως θα έλεγε και η γιαγιά του. Και ήξερε να λύνει τα εύκολα προβλήματα, ήξερε να λύνει και τα δύσκολα. Ήξερε ασφαλώς και απείρως περισσότερα. Και έτρεφε ταυτόχρονα την ψευδαίσθηση ότι για κείνον δεν υπήρχε άλυτο πρόβλημα. Αυτό συμβαίνει όταν έχει κανείς μεγάλου βαθμού υπεροψία, συνήθως αδικαιολόγητη.Και όταν έχει χώσει υπερβολικά τη μούρη του μέσα στα βιβλία και τις ασκήσεις επί χάρτου και δεν έχει επαφή με το πεδίον της μάχης. Έτσι, δεν αντιλαμβάνεται τι σημαίνει υπέρτερες δυνάμεις και τι σημαίνει αστάθμητος παράγοντας.

Ο νεότερος καθηγητής των μαθηματικών πίστευε στην επιβολή, πίστευε και στην τιμωρία. Ιδίως για τους μικρούς και τους αδύναμους που δεν μπορούσαν να αντιδράσουν. Πιθανότατα γιατί την είχε και ο ίδιος υποστεί στα παιδικά του χρόνια και ένιωθε μεγάλη ανασφάλεια κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Οι αναλύσεις όμως είναι περιττές, όπως και οι λεπτομέρειες. Το γεγονός παρέμενε ότι, αν και ταπεινής καταγωγής, βασάνιζε την τάξη από την προκαταρκτική ως την τρίτη γυμνασίου τώρα, με την απόλαυση και την ψυχρή μεθοδικότητα τεύτονα ιππότη. Και η τάξη τον έτρεμε. Τον έτρεμε και τον έβριζε πατόκορφα. Από πίσω του βεβαίως ή από μέσα της. Τον έτρεμε και για να τον εκδικηθεί του έβγαζε διάφορα παρατσούκλια.

Ο νεότερος καθηγητής λοιπόν ήταν εμφανώς τσαγκός. Όπως υποδήλωνε και το μαύρο μουστάκι που κάλυπτε αφειδώς το πάνω χείλος του και είχε συχνά ως διακόσμηση μια κρούστα σάλιου. Τσαγκός ήταν και ο μαθητής αυτής της ιστορίας αλλά αφανώς ακόμη. Τσαγκός μα και πρωτότυπος αφού προτιμούσε να τα βάζει με τους ισχυρούς. Κάποτε συνεπώς ήταν αναπόφευκτο να συγκρουστεί ο εμφανώς τσαγκός και ισχυρός καθηγητής με τον αφανώς τσαγκό και ανίσχυρο μαθητή. Και βέβαια να νικήσει ο τσαγκός καθηγητής. Αρκεί να μην εμπλέκονταν στην όλη διαδικασία κάποιοι αστάθμητοι παράγοντες και κάποια άλυτα προβλήματα. Που ο τσαγκός καθηγητής δεν αναγνώριζε και ήθελε, σώνει και καλά, να λύσει, ενώ ο τσαγκός μαθητής ήξερε από ένστικτο τη φύση τους.

Ο μαθητής μπορούσε να διαβάζει το φθινόπωρο με τη δροσούλα, μπορούσε να διαβάζει τον χειμώνα με το κρύο, το έβρισκε αδύνατον όμως να ανοίξει βιβλίο την άνοιξη. Αυτό ήταν το πρώτο άλυτο πρόβλημα. Άλυτο το έκανε η φύση που οργίαζε γύρω απ' τα δεκαπέντε χρόνια. του. Μπροστά λοιπόν στις υπέρτερες δυνάμεις, η κάποια λύση, που δεν ήταν λύση, ήταν ο μαθητής να βγάζει πριν την άνοιξη, δηλαδή, το πρώτο εξάμηνο και το πρώτο δίμηνο του δευτέρου εξαμήνου, τόσο υψηλούς βαθμούς ώστε να περνάει την τάξη ακόμη και με άσσο στο δεύτερο δίμηνο του δευτέρου εξαμήνου και στις εξετάσεις του Ιουνίου.

Έχοντας πάρει,για παράδειγμα, δεκαέξι το πρώτο εξάμηνο και δεκαπέντε το πρώτο δίμηνο του δευτέρου εξαμήνου, του αρκούσε ο άσσος το δεύτερο δίμηνο για να βγάλει οκτώ στα προφορικά, και ο άσσος στις εξετάσεις για να βγάλει τέσσερα συνολικά το δεύτερο εξάμηνο, και έτσι να περάσει με ένα δέκα ως μέσο όρο της βαθμολογίας.

Τις περισσότερες φορές αυτή η έσχατη λύση, με τους περίπλοκους υπολογισμούς, παρέμενε στη θεωρία. Γιατί, παρόλο που δεν διάβαζε καθόλου την άνοιξη, κατάφερνε να αποσπάσει κάποιο λογικό βαθμό. Στην τρίτη γυμνασίου όμως, η προνοητικότητά του αποδείχτηκε σωτήρια. Πρώτο εξάμηνο είχαν άλγεβρα, μάθημα που του άρεσε και το διάβαζε. Αποτέλεσμα ένα δεκαεφτά στον έλεγχο. Δεύτερο εξάμηνο είχαν γεωμετρία, μάθημα που δεν χώνευε και ήταν αδύνατον να το διαβάσει. Με τη φήμη όμως του καλού μαθητή και κάποια πασαλείμματα, πήρε ένα δεκαπέντε στα προφορικά.

Έτσι στις εξετάσεις κατέβηκε σφυρίζοντας ανέμελα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο μαθητής γνώριζε καλά από παλιά με ποιον είχε να κάνει και σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να τον προκαλέσει. Έγραψε λοιπόν τα τρία ζητήματα, όπως τα είχαν εκφωνήσει, έκανε με τον χάρακα τα σχήματα ωραία, ωραία, και έπιασε να λύσει τις ασκήσεις. Μα τι να λύσει, αφού καλά καλά δεν καταλάβαινε τις ερωτήσεις. Και, επιπλέον, μαζί με τις φωνές των φίλων του απέξω, τον τρέλαιναν και τα τζιτζίκια. Του είχε κολλήσει και ένα τραγουδάκι της εποχής και το μυαλό του δήλωνε αποχή από κάθε επίπονη δραστηριότητα.

Διαπίστωσε λοιπόν τη ματαιότητα κάθε προσπάθειας αλλά δεν βιάστηκε να φύγει για να μην γίνει στόχος.Έκανε μια πλήρη ανασκόπηση του προγράμματος των διακοπών, περιεργάστηκε τους συμμαθητές του τριγύρω, που ήταν βυθισμένοι στους ρόμβους και τα τρίγωνα, έξυσε απολαυστικά τη μύτη του .Και ύστερα σηκώθηκε αθόρυβα και παρέδωσε την κόλλα με τα σχήματα. Και κατευθύνθηκε στην αίθουσα των τεχνικών, όπου για τελυταία χρονιά έδιναν εξετάσεις στον όσιο Παραλή.

Τα τεχνικά ήταν ένα ακόμη άλυτο πρόβλημα. Παρόλο που αγαπούσε τη ζωγραφική και κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες ήταν σαν να κρατούσε το μολύβι με αόρατα γάντια πυγμαχίας. Όταν άφηνε ελεύθερο να εκδηλωθεί το φυσικό ταλέντο του, έπαιρνε δώδεκα. Και όταν έβαζε τα δυνατά του για να πετύχει οπωσδήποτε κάτι καλύτερο, έπαιρνε δέκα.

Εκεί λοιπόν που κατά κάποιο τρόπο ζωγράφιζε ένα βάζο, που άλλοτε του έβγαινε περίπου σαν αυγό και άλλοτε σαν τον κεκλιμένο πύργο της Πίζας, να 'σου και αφικνείται ο μαθηματικός με μια στοίβα κόλλες και κάθεται αναψοκοκκινισμένος δίπλα στον Παραλή.Ο πράος και μειλίχιος καλλιτέχνης ήταν αδύνατον να συμπαθεί τον ταύρο που εισέβαλε στο ιδιωτικό υαλοπωλείο του, αλλά και τι να κάνει. Μετά το αρχικό ψου-ψου και μου-μου, ο μαθητής ακούει να προφέρεται μεγαλόφωνα το όνομά του ενώ ο Βύρων από πλάι του ψιθυρίζει, έχει επάνω επάνω τη δική σου κόλλα μ' ένα τεράσιο άσσο.

Η ενδόμυχη ελπίδα να διορθώσει ο καθηγητής τα γραπτά στο σπίτι είχε διαψευστεί. Σηκώνει λοιπόν το χέρι του κι ο μαθηματικός επιτιμητικά του λέει,  τι είναι αυτά, λευκή κόλλα μου έδωσες; Εκείνος δεν θέλει να οξύνει την κατάσταση και απαντάει απολογητικά ότι ναι μεν προσπάθησε, όπως δείχνουν και τα σχήματα, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσε να λύσει τις ασκήσεις. Ο μαθηματικός τον χαβά του. Μα είναι δυνατόν να μην μου γράψεις εσύ, εδώ μου έγραψαν ο τάδε και ο τάδε. Λες και οι δύο τάδε ήταν ηλίθιου με πιστοποιητικό.

Μάταιες κουβέντες και το καταλαβαίνει και ο ίδιος. Όσο μιλάει όμως, τόσο θυμώνει περισσότερο και πλέον κανένας γύρω τους δεν ζωγραφίζει. Σου έβαλα άσσο, λέει απειλητικά, ενώ το πηχτό σάλιο αρχίζει να εμφανίζεται στις άκρες των χειλιών του. Τώρα αισθάνεται και ο ένοχος τις φλέβες να χτυπάνε στους κροτάφους του. Του έρχεται η παρόρμηση να απαντήσει, καλά έκανες και μη μας τα ζαλίζεις, αλλα επαναλαμβάνει μοιρολατρικά, μάλιστα, άσσο. Βλέπει τον μαθηματικό να κάνει απεγνωσμένα πράξεις στο χαρτί και να ζητάει τη γνώμη του Παραλή, λες και δεν ήταν βέβαιος ούτε για τα στοιχειώδη. Και πάλι το άλυτο πρόβλημα, που λέγαμε. Πώς με άσσο να βγάλει μέσο όρο κάτω από δέκα. Με άσσο βγάζεις δεκατρία, ομολογεί και έχει το ύφος του ισπανού ναυάρχου όταν αντικρίζει την καταστροφή της μεγάλης αρμάδας. Το ξέρω, λέει ο μαθητής, κοιτάζοντάς τον ίσια στα μάτια.

Και τότε το γινάτι του τον κάνει να λάβει τη γενναία απόφαση. Θα σου βάλω μείον πέντε, δηλώνει στον μαθητή, για να μείνει μετεξεταστέος. Η τάξη παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα ενώ τα βάζα κινδυνεύουν και στο χαρτί να σπάσουν και ο Παραλής αισθάνεται πολύ δυσάρεστα. Ο μαθητής όμως έχει γίνει μπαρούτι. Περνάω και με μείον εννέα, πετάει το γάντι στον καθηγητή, βάλτε μου μείον δέκα για να μείνω. Α, και μόλις τώρα επινοήσατε ένα νέο σύστημα βαθμολόγησης.

Ο Βύρων δεν μπορεί να συγκρατήσει έναν καγχασμό και, επιτέλους, ο μαθηματικός αντιλαμβάνεται ότι έχει ήδη υπερβεί τα όρια της ξεφτίλας. Ρίχνει λοιπόν μια δηλητηριώδη ματιά στον Βύρωνα, παραβλέπει μέσα στην παραζάλη τον σαρκασμό του ενόχου, και καταλήγει. Εντάξει, μονάδα. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να το πάθω και του χρόνου. Θα είμαστε μαζί του χρόνου; ρωτάει τραβώντας το σκοινί ο αυθάδης, ενόψει ενός ατέλειωτου καλοκαιριού, καθώς ο άλλος φεύγει σαν βρεγμένη γάτα.

Μόνοι τους πλέον με τον Παραλή, άλλοι γελάνε ανοιχτά και άλλοι κρύβονται πίσω απ' τις τσάντες, και ο ζωγράφος σηκώνεται και σκύβει πάνω απ' τον μαθητή. Αφού απολαμβάνει στιγμιαία το ανεικονικό αριστούργημα που κυοφορείται στην κόλλα των τεχνικών, του λέει με αναδρομική παράκληση. Μα, δεν του έγραφες κι εσύ κάτι, βρε παιδί μου. Δεν μπόρεσα, κύριε Παραλή, απαντάει εκείνος, τονίζοντας την κάθε συλλαβή και προσπαθώντας να  του μεταδώσει τη συμπάθειά του. Αν θέλει εκείνος να το εκλάβει ως πρόκληση, είναι δική του επιλογή.

Βεβαίως, ο μαθηματικός δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Αφού δεν μπόρεσε να αφήσει μετεξεταστέο τον παραβάτη, έπρεπε κάποιον άλλο να τιμωρήσει. Κατά προτίμηση τον άλλο αυθάδη, εκείνον που είχε το θράσος να καγχάσει. Αντί του τρία λοιπόν που χρειαζόταν ο Βύρων για να περάσει, του έγαλε ένα σαδιστικό δύο για να χάσει το καλοκαίρι του διαβάζοντας. Ταυτόχρονα, ενημέρωσε τους άλλους μαθηματικούς για να αποκλείσει κάθε οδό διαφυγής του ενόχου.

Πέρασαν οι τρεις μήνες των διακοπών και στην αρχή της επόμενης χρονιάς έμπαιναν πάλι ένας ένας οι καθηγητές στις τάξεις. Ο αυθάδης μαθητής, που είχε το βλέμμα του με αγωνία καρφωμένο στην πόρτα, διαπίστωσε ότι ο μαθηματικός ήταν ένας από τους δύο αρχαιότερους καθηγητές. Μετά την ανακούφιση, αποφάσισε να διαβάσει πολύ σοβαρά για να μη δώσει άλλη αφορμή. Το φθινόπωρο
βεβαίως και τον χειμώνα. Κι έβγαλε έναν από τους μεγαλύτερους βαθμούς στην τάξη. Εκείνο που θα μάθαινε αργότερα ήταν ότι ο νέος τους καθηγητής αντιπαθούσε έντονα τον προηγούμενο και είχε ιδιαίτερα διασκεδάσει με το πάθημά του. Ταυτόχρονα, είχε συμπαθήσει ακαριαία τον αυθάδη. Είπαμε, άλυτα προβλήματα και αστάθμητοι παράγοντες.

Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Άγχος στο Δυτικό Λονδίνο


ένα σιδερένια καράβι
στην πλατεία μας περιμένει
καρφωμένο
με λεπτούς ναύτες χωρίς μάτια
αμίλητοι θα ταξιδέψουμε
η ζωή μας θα γλιστράει δίπλα
αφήνοντας την ψευδαίσθηση της κίνησης
                              (Οι άταφοι, 1966)


          Ένα μαυροπούλι με κίτρινο ράμφος κρέμεται στο κλαδί του δέντρου. Απ' το σπασμένο τζάμι περιεργάζομαι τον έξω κόσμο, καθισμένος αναπαυτικά στη λεκάνη. Το γκρίζο διάγραμμα των σπιτιών και πίσω απ' τις σοφίτες το πάρκο όπου το καλοκαίρι παίζι κάθε Κυριακή η ορχήστρα του δήμου. Μια λυγερή αφρικάνα απλώνει πολύχρωμα εσώρρουχα. Η έβδομη στέγη στη σειρά είναι κατάφορτη γλάστρες κόκκινες, πορτοκαλιές και πράσινες. Η βροχή άρχισε να ξαναπέφτει σε ριπές. Τα ρούχα κυματίζουν. Κάποιος πίνει καφέ απέναντι. Βράδιασε ήδη.        
          Φυλάω την επιστροφή στα βάθη του νου σαν φιλάργυρος που ξέρει ότι ο θησαυρός του αυξάνει σ' αξία αλλά ταυτόχρονα φοβάται μήπως, ανοίγοντας μια μέρα το σεντούκι, ανακαλύψει ένα σωρό ξερά φύλλα. Ώρες ατέλειωτες της ξενητιάς, ώρες ατέλειωτες των χαμένων ψευδαισθήσεων. Γεύση σπατάλης που παραμονεύει αδίστακτα όσους ανόητα μετρούν τον χρόνο.

          Έίμαι στη άκρη του σκοινιού, αφέθηκα να γλιστρήσω χρόνια τώρα, κι έχω ανάγκη ενός θαύματος, οι μικρές αποφάσεις είναι πια ανώφελες, καθυστερούν μόνο την ηχηρή πτώση. Όσο πιο απεγνωσμένα ζητάω αυτή τη λύση, τόσο πιο απίθανη φαίνεται και η λογική μου λέει πως είναι αδύνατη.  Κάποτε με μάγευε να περπατάω άσκοπα στους δρόμους του Λονδίνου, ν' αφήνομαι στη γοητεία των χρωμάτων, ανάμεσα σε ανθρώπους άγνωστους κι αδιάφορους. Σέρνοντας τα πόδια σε σωρούς ξερά φύλλα κι αναμετρώντας τη σιγή ομοιόμορφων σπιτιών. Μ' άπληστα μάτια καλωσόριζα τις καταπράσινες πεδιάδες της Αγγλίας, τις πολιτείες που ανταπέδιδαν οπτικά σήματα στο βουητό του τραίνου.

           Πρωί και στον υπόγειο διαβάζω τρεις φορές τις διαφημίσεις, διαπιστώνω λύνοντας το σχετικό τέστ ότι θα μπορούσα να γίνω προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών, μετράω τ' αποτσίγαρα στο δάπεδο. Χρονομετρώ προσεκτικά το διάστημα απ' τον ένα σταθμό στον άλλο, αφαιρώ εκείνους που μπαίνουν από το δεξιά πόρτα από εκείνους πυυ βγαίνουν από την αριστερή και καταλήγω σε αρνητικό αριθμό.
          Στην έξοδο ξαφνικά συνέρχομαι. Και τώρα; Να πάω στο γραφείο, επιμένει μια κουτή φωνή. Φύγε, μια άλλη με παρακινεί με αιώνια ανεπιτυχή  αφροσύνη. Αποτέλεσμα η μόνιμη καθυστέρηση. Και οι ζαλάδες. Οι πόνοι στο στήθος. Τα χαπάκια. Μπορεί βέβαια να οφείλονται και στον καιρό.
          Θάρρος, λέω μέσα μου στο ασανσέρ.Κάνε κάτι, σκέφτομαι ανοίγοντας τα συρτάρια. Χτυπάει το τηλέφωνο και παραλίγο να απαντήσω ελληνικά. Στηρίζω το αριστερό μου πόδι στο κάτω συρτάρι κι αναβάλλοντας τους ηρωισμούς επανέρχομαι στην πραγματικότητα. Μια μέρα ακόμη μείον.

           Το μεσημέρι τρώμε σάντουιτς στο Χάιντ Παρκ. Έστω κι αν βρέχει. Έχω αποκτήσει την ικανότητα να επισημαίνω αμέσως τα στεγνά κομμάτια κάτω από τους κορμούς της προτιμήσεώς μου.  Σήμερα κάνει μια απολαυστική λιακάδα και για άπειρη φορά παρακολουθώ τις χήνες να γλιστράνε στο νερό και να καταδύονται. Κάποιος έχει προσελκύσει καμιά εικοσαριά μοιράζοντας κομματάκια ψωμί. Οι θόρυβοι της τεράστιας πολιτείας φτάνουν σαν πυροβολισμοί σε μαξιλάρι κι οι μυρωδιές ευνουχισμένες. Χρειάζεται μεσογειακό, βαρβαρικό σπέρμα να ηλεκτρίσει τον υποτονικό ρυθμό, να διαρρήξει τις ραφές και τις παρυφές της γαλήνης.
            Γυρίζουμε στο γραφείο. Αρχίζω να σκαλίζω τους φακέλους και πάλι λες και ψάχνω κάτι ενδιαφέρον. Κατά διαστήματα πάω στην αίθουσα του βάθους και πιάνω συζητήσεις πάνω σε άσχετα θέματα με τον αυστριακό συνάδελφο κι ένα μεσήλικα αμερικανό.

            Τους τελευταίους μήνες είμαστε χωρίς τηλεόραση.Είχε παραπαλιώσει. Τώρα μας λείπει η καθημερινή μας δόση. Η τηλεόραση και το τσιγάρο συνεργάζονται αρμονικά κι ευνουχίζουν το άτομο. Παγώνουν το σπέρμα, σε μετατρέπουν σε παθητικό, εξαρτημένο ελατήριο.
            Μπροστά μας ένας μακρύς χειμώνας. Πρέπει να τον περάσουμε μ' εγκαρτέρηση, σαν φαγητό ανούσιο που καταπίνεις για να σε δυναμώσει ή για να μετρήσεις τη διάρκεια της ανοχής και της αντοχής σου. Ελπίζοντας σε κάποια ανταμοιβή.

             Συμβιβαστήκαμε με την ιδέα ότι θα μείνουμε άλλους έξι μήνες στη σοφίτα. Κολλήσαμε αποκόμματα εφημερίδων και φωτογραφίες στους τοίχους. Αγοράσαμε δυο-τρεις δίσκους. Βουλώσαμε τις χαραμάδες με κουρελόπανα. Δημιουργήσαμε ένα μικρό απόθεμα νομίσματα για τον μετρητή του γκαζιού.
             Χτες βράδυ ξυπνήσαμε αλαφιασμένοι από ένα μπλε φως που αναβόσβηνε στο κιτρινισμένο από την πολυκαιρία χαρτί του τοίχου. Σκαρφαλώσαμε στο παράθυρο. Δυο πυροσβεστικές αντλίες κι άνθρωποι με πολύχρωμες στολές. Λες κι είχαν ξεπηδήσει από παιδική φαντασία. Άσκηση ετοιμότητας. Φωτιές δεν καίνε στη γειτονιά μας ούτε για τους πυροσβέστες.

              Στη χαύνωση μεταξύ ύπνου και ξύπνου, κοντά οχτώ η ώρα το πρωί, έφτασαν δυνατές φωνές από το κεφαλόσκαλο. Αρνήθηκα στην αρχή να αντιδράσω αλλά τελικά άνοιξα τα μάτια.
               - Όχι εσένα, τον άντρα, τον άντρα, ακούστηκε η στριγγή φωνή της ιρλανδέζας.
               - Τι στο διάολο της ήρθε πρωί πρωί;
               Τίναξα τα σκεπάσματα κι έψαξα τις παντόφλες. Με δυσκολία μπήκαμε στο δωμάτιο του πατέρα της.
                Ο ταλαίπωρος ο γεράκος είχε πέσει τη νύχτα απ' το κρεβάτι κι έφραζε την πόρτα. Τον θυμάμαι ακόμη τόσο έντονα. Στο πρόσωπό του μια έκφραση δέους κι απορίας. Παγεράδα στα μάτια ποι κοιτούσαν χωρίς να βλέπουν. Το στόμα του έχασκε ορθάνοιχτο μ' ένα μοναδικό δόντι σαν φύλακα σ' έρημο δεσμωτήριο.
               - Σήκωσέ τον να τον βάλουμε στο κρεβάτι, πρόσταξε η νοικοκυρά.
               ¨Πήρα μηχανικά το λιπόσαρκο σώμα στην αγκαλιά και το απέθεσα στα σεντόνια. Είχε κιόλας ξυλιάσει. Όταν προσπαθούσαμε να ισιώσουμε τα πόδια και πατούσαμε τα γόνατα, σηκώνονταν από τη μέση κι επάνω. Κείνη ακριβώς τη στιγμή της υπέρτατης αμηχανίας, εισόρμησε η γριά.
               - Τι συμβαίνει; τσίριξε.
               - Της εξήγησε με μισόλογα.
               - Θα του δώσω το φιλί της ζωής ... φέρε λίγο κονιάκ .. τώρα θα συνέλθει ...
               - Μαμά, έσκουξε με προσποιητή οδύνη η ιρλανδέζα, νομίζω ότι ... πέθανε.
               - Σώπα, μη λες τέτοια πράγματα, την έκοψε η γρια σαν να είχε ειπωθεί κάτι ανήκουστο.
               Ακολούθησαν στιγμές απερίγραπτες. Η γριά πάσχιζε να του δώσει πνοή με το σουρωμένο στόμα της, του έτριβε το στήθος και τα πόδια, τον μάλωνε.
                - Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό, δεν θα μ' αφήσεις μόνη. Γιατί δεν με φώναξες να σε βοηθήσω;
                Κρυφά, διστακτικά, σαν παρείσακτος, βγήκα από το δωμάτιο κι ανέβηκα επάνω. Ύστερα από ένα τέταρτο, άκουσα τη βαριά,επίσημη φωνή του γιατρού  Το περασμένο βράδυ από τη λαϊκή γειτονιά μας είχε περάσει ο άγγελος του θανάτου./

               Η δεξιά βρύση στάζει με ρυθμό δέκα σταγόνες το λεπτό, η αριστερή μόνον επτά. Κάθε τόσο συντονίζονται και μπερδεύονται με τους χτύπους του ρολογιού. Στο τραπέζι είναι αφημένο ένα σκουριασμένο ανοιχτήρι κονσέρβας.
               Η τελευταία μύγα του καλοκαιριού βγήκε από το παράθυρο. Αθόρυβα που πεθαίνουν οι μύγες. Ανακουφιστικά. Χάνονται μια στιγμή, παύουν να υπάρχουν.
               Σε λίγο θα ακούσουμε για το εμπορικό ισοζύγιο, τις παρελάσεις των καθολικών από τις συνοικίες των διαμαρτυρομένων ή των διαμρτυρομένων από τις συνοκίες των καθολικών και την άνοδο ή πτώση της στερλίνας. Θα μας δοθούν ακριβείς στατιστικές για τα θύματα του πολέμου και της αβιταμίνωσης. Θα μάθουμε πόσοι τραυματίστηκαν στις πορείες διαμαρτυρίας, πόσοι επισκέφτηκαν το νεογέννητο αρκουδάκι στον ζωολογικό κήπο.
               Πρέπει να κατεβάσω τις σακκούλες με τα σκουπίδια. Σήμερα έληξε η απεργία. Χτες ήταν οι δάσκαλοι, αύριο οι ανθρωκωρύχοι. Πολύ τις συνηθίσαμε τις απεργίες.
                Ώρα να λύσω το σταυρόλεξο της βραδινής εφημερίδας. Θα αρχίσω δεκαπέντε δευτερό-λεπτα πριν για να καλύψω τον χρόνο που χάνω καπνίζοντας και πίνοντας καφέ. Απόλυτη τιμιότητα στη λύση των σταυρολέξων. Το ρεκόρ στέκει στα οκτώ λεπτά και τριάντα δεύτερα. Τις τελευταίες δέκα μέρες μετατοπίσαμε τέσσερις φορές το ετοιμόρροπο κρεβάτι μας, τις ντουλάπες και το κομο-δίνο με το καταθλιπτικό καφέ χρώμα. Κάποια αλλαγή.

                Θυμάμαι τον Πλατεία Δικαστηρίων βουτηγμένη στη βροχή, τη θαμπή πινακίδα  του αστυνομικού τμήματος.Ακουμπούσα το μέτωπο στο τζάμι και ώρα πολλή με υπνώτιζε η ερημιά του τοπίου. Τα μελαγχολικά μέγαρα που λες και δεν κατοικούνταν από ανθρώπους με σάρκα και οστά αλλά από στοιχειά με λούκια γιά φλέβες και καρδιά μιαν υδραντλία. Η βροχή κατέβαζε πέτρες και λάσπη απ' την πάνω πόλη και τ' απίθωνε στα πόδια μας, να φτιάξουμε χαβούζες, να τσαλα-βουτήσουμε με απόλαυση. Σ' ολόκληρη την κατοπινή ζωή μου δεν ένιωσα τόση ευτυχία. Ονόματα θολά, μορφές τυφλές, σβησμένες στον πηγαιμό του χρόνου.

                Σήμερα έχουν απεργία οι οδηγοί του υπογείου και φάλαγγα κατ' άτομο η ουρά σε κάθε στάση λεωφορείου. Το δελτίο ειδήσεων της προηγουμένης μας είχε προειδοποιήσει και, μια και υπήρχε ατράνταχτη δικαιολογία, σηκωθήκαμε λίγο αργότερα. Παίρνουμε τον δρόμο με τα πόδια, μετά κουρασμένοι πηδάμε σε περαστικό λεωφορείο. Κατεβαίνουμε ένα χιλιόμετρο πριν το γραφείο και μ'αργό βήμα φτάνουμε την ώρα του καφέ.
                Επιστρέφοντας το βράδυ, μια είδηση στην εφημερίδα τραβάει την προσοχή μου. Διάσημος καθηγητής τίθεται επικεφαλής της ομάδας που είναι υπεύθυνη για τον χειρισμό τεράστιου υπό κατασκευή τηλεσκοπίου, προορισμένου να συλλάβει μηνύματα που εκπέμφθηκαν από τα άκρα του σύμπαντος πριν οκτώ δισεκατομμύρια χρόνια και ταξιδεύουν προς τη Γη με την ταχύτητα του φωτός. Δεδομένού ότι η Γη δημιουργήθηκε πριν μόλις τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια, τα μηνύματα προηγούνται κατά πολύ της υπάρξεώς της.
                Η ιδέα με συναρπάζει. Πρέπει να εξετάσω το θέμα εξαντλητικά, να επισημάνω τις δυνατότητες και να προχωρήσω αμέσως. Παραμερίζω τους φυσικούς περιορισμούς και παραβλέπω τις ανθρώπινες αδυναμίες. Λεπτομέρειες ασήμαντες όταν υπάρχει η καύσιμη ύλη.

               Το επόμενο πρωί, η διαδικασία ξυρίσματος, πλυσίματος, ντυσίματος και δουλειάς μου φαίνεται ακόμα πιο ανιαρή. Είναι ευτυχώς Παρασκευή. Το Σάββατο παίρνω τη μεγάλη απόφαση. Μεσάνυχτα παρά πέντε βγαίνω στη στέγη από το παράθυρο της κουζίνας. Χαμηλός κάθιδρος ουρανός με βαθύχρωμες ανταύγειες.Ούτε ένα άστρο. Από μακριά ακούγονται φωνές και τραγούδια. Βαθιά εισπνοή. Το μέτωπό μου καίει. Είμαι ωστόσο ήρεμος. Το βάρος και ο πόνος στο στήθος έχουν εξαφανιστεί. Η τροχιά της ζωής μου παίρνει απροσδόκητη κλίση. Είναι έτος πρώτο, μήνες πρώτος, μέρα και ώρα πρώτη. Πρώτο λεπτό και δευτερόλεπτο χωρίς παρελθόν ή μέλλον.
              Κατέχομαι στην αρχή από κείνη την ανατριχιαστική αίσθηση της πτώσης και της προσμονή της αναπόφευκτης πρόσκρουσης, που αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο πολλών ονείρων. Μα αυτή είναι εκπλήρωση ονείρου. Διασχίζω το διάστημε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και βλέπω τη γη να απομακρύνεται στο χάος. Με προσμένουν άγνωστοι κόσμοι, άστρα μυριάδες. Πλανήτες και διάττοντες. Άφωνα, λαμπερά ουράνια σώματα. Ηλιακά συστήματα και γαλαξίες. Νεφελοειδείς απροσμέτρητοι. Θα κινηθώ ελεύθερα πάνω από ζωή και θάνατο. Το σώμα μου βέλος που εκτο-ξεύτηκε στο διάστημα, αφήνοντας το ανθρώπινο πάθος στον γνωστό τόπο και χρόνο. Θα δεχτώ τη μουσική του απείρου και θα συμμετάσχω συνειδητά στη λειτουργία του.  Θα αγγίσω αόρατος μέχρι τώρα διαστάσεις.

               Όταν φτάσει στο τέρμα του ανθρώπινου δρόμου, το αποκορύφωμα του παραλόγου, και συνεχίσεις να κινείσαι, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Έσπασα με μια τελειωτική κίνηση τον φλοιό της ζωής με την απόφαση που η καρδιά μου διψούσε χρόνια ατέλειωτα. Πήδηξα στο κενό μια σπάνια στιγμή που ατόνησαν οι φυσικοί νόμοι, πραματοποίησα ένα τεράστιο άλμα στην αγκαλιά του απεριόριστου.Ταξιδεύω με ταχύτητα μεγαλύτερη από το φως γιατί εκείνο πυρετό δεν έχει. Κάποτε θα συναντήσω το μήνυμα που ταξιδεύει απο τα μύχια του σύμπαντος και όταν το αποκρυπτογραφήω, θα εξαφανιστώ οριστικά, ηδονικά, αδιάφορα στο χάος.

                                       Το φως των ματιών σου πίσω στη Γη
                                       Πώς θα διασχίσω το άπειρο
                                       Για τ' όραμα του πυρετού μου
                                       Χωρίς τις άκρες των δαχτύλων σου;

              Περνάω σφυρίζοντας τη σελήνη με τ' ανθρώπινα απορρίματα. Μάταια κατασκευάσματα με το ανάλογο μέτρο φαντασίας. Πώς μπορείς να πραγματοποιήσεις το ατέρμονο ταξίδι με υλικά πεπερασμένα, με διασπασμένη την εσωτερική ενότητα και κατατμημένο το τραγούδι του ακατα-μέτρητου; Το τραγούδι από μυριάδες χορδές που ενώνουν άστρο με άστρο.
               Πρώτος σταθμός ο ζωοδότης ήλιος. Θα αναβαπτισθώ στη φλεγόμενη μάζα του και, από ήλιο σε ήλιο, θα καλύψω το άπειρο. Τόσα χρόνια δεχόμουνα ελάχιστο μέρος της ακτινοβολίας του, τώρα θα πληρωθούν τα σωθικά μου/Φως και φωιά, θερμοκρασία τριανταπέντε εκατομμυρίων βαθμών θα με υπερφορτίσει μέσα στη μήτρα της ενέργειας. Πλέω στη φωτόσφαιρα ηδονικά. Περνάω μέσα σπό τη χρωμόσφαιρα και αναπνέω αέρια ζωογόνα. Χάνομαι.  Αναλύομαι στα συστατικά μου στοιχεία. Φλέγομαι, πυρώνομαι, ρευστοποιούμαι. Μετατρέπομαι κι ανασχηματίζομαι πιοτερο ακέραιος παρά ποτέ. Αποθηκεύω ενέργεια. Η καρδιά μου διαστέλλεται, γίνεται πηγή και κινητήρια δύναμη. Τα μπράτσα μου χαλυβδώνονται, αρπάγες του ανέγγιχτου. Ο εγκέφαλος φορτίζεται, φλογίζεται, πάλλεται σαν χορδή έτοιμη να δεχτεί άγγιγμα και να δώσει μουσική. Ξαναγεννιέμαι. 
                

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

γόνατα στο σανίδι



Το πρόβλημα της στέγης, για κείνους που δεν διαθέτουν οικονομική άνεση, χρειάζεται
επινοητικότητα και πρωτότυπες λύσεις. Στέγη αποτελούσε κάποτε ο έναστρος ή έστω
και ο συννεφιασμένος ουρανός. Οι νεότεροι θα αγνοούν σίγουρα ότι η μεγάλη και
λαμπρή παραλιακή λεωφόρος, οι πολυκατοικίες, τα πάρκα, οι παιδικές χαρές και τα
γήπεδα αθλοπαιδιών είναι κυριολεκτικά χτισμένα πάνω σε προφυλακτικά. Το μικρό,
οικονομικό και ακίνδυνο - αλλά οπωσδήποτε όχι απόλυτα ασφαλές - ελαστικό εξάρτημα
γνώρισε μεγάλες δόξες την πρώτη μεταπολεμική εικοσαετία (πολύ πριν η απειλή της
θανατικής καταδίκης το καθιερώσει στην τηλεοπτική οθόνη) σ' όλη την έκταση της
χορταριασμένης κι έρημης παραλίας με τις τεχνητές προσχώσεις και τα μπλόκια. Άλλες
δημοφιλείς περιοχές της εποχής υπήρξαν βέβαια το Σέιχ Σου, που ακόμα παρέχει
αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες του, και τα εβραίικα μνήματα - τρανή απόδειξη ότι η ζωή
κατισχύει του θανάτου - καθώς και κάθε σκοτεινή πλατεία ή αλάνα.

Με ένα προφυλακτικό και μια εφημερίδα, κατά προτίμηση την εβδομαδιαία με τις πολλές
σελίδες, βολεύονταν τότε τα ζευγαράκια κάτω από την απειλή της ξαφνικής μπόρας, του
συνήθως άκακου ηδονοβλεψία ή του αυστηρού αδερφού. Μια εναλλακτική και ευρύτατα
διαδεδομένη λύση ήταν ασφαλώς ο μπατανάς - λέξη ή κίνηση χαρακτηριστική που
προέρχεται μάλλον από τις οικοδομικές εργασίες. Χωρίς πρόθεση λογοπαιγνίου, υπήρχε
μεγάλος οικοδομικός οργασμός την εποχή εκείνη. Υποπτεύομαι ότι πολλές ώριμες κυρίες
της πόλης κρύβουν σε παλιά μπαούλα φούστες με τα δυσδιάκριτα πια ίχνη των νεανικών
τους ημιτελών ερώτων της παραλίας.

Διπλή απόλαυση, χωρίς όμως καθαρό αέρα, προσέφεραν οι χειμερινοί κινηματογράφοι,
ιδιαίτερα Κυριακές και γιορτές που είχε συνωστισμό. Με τις καιρικές αντιξοότητες, οι
κολώνες, οι γωνίες, το πίσω μέρος γενικά της αίθουσας ήταν ένα πολύτιμο και
προπαντός ζεστό καταφύγιο για το λεγόμενο όρθιο.

Έσχατη διέξοδος, που κάπως διασκέδαζε τις υποψίες των περαστικών αλλά ποτέ δεν
ξεγελούσε τα παιδιά της γειτονιάς, ήταν μια συνάντηση σε πλατεία, μακριά από τους
γυμνούς και προδοτικούς γλόμπους των στύλων. Διέκρινες δύο αθόρυβες και
ακαθόριστες σκιές, που θα πρέπει μάλλον να κουβεντιάζανε, να μετατοπίζονται κατά
διαστήματα περίεργα, να ενώνονται καν να χωρίζουν. Ένα σταθμευμένο φορτηγό, ένα
κοινός τοίχος ή έστω ένα δέντρο διευκόλυναν αφάνταστα την κατάσταση.

Αργότερα μειώθηκε η ποικιλία των στάσεων και δεν ήταν πια απαραίτητες οι ακροβατικές
ικανότητες. Η οικονομική ανάπτυξη και η βαθμιαία χειραφέτηση της γυναίκας
δημιούργησαν απείρως μεγαλύτερες δυνατότητες, έκαναν ν'ανθίσει η εξυπηρετική
ειδικότητα του γυναικολόγου και έδωσαν διαφορετικές διαστάσεις στην έννοια της
στέγης. Στέγη σε μόνιμη βάση αποτελεί σήμερα η επιπλωμένη γκαρσονιέρα με τον έναν
ή τους πολλαπλούς ενοίκους. Στέγη αποτελούν οι πίσω θέσεις του αυτοκινήτου που είναι
παρκαρισμένο σε απόμερο σημείο της πόλης ή των περιχώρων. Στέγη παρέχουν και τα
διάφορα ξενοδοχεία με ειδική τιμή για ένα δίωρο ή και μικρότερο χρονικό διάστημα.
Στέγη παραχωρούν οι φίλοι που επιδεικνύουν πνεύμα κατανόησης.

Όλες αυτές οι λύσεις κρίθηκαν απρόσφορες ή τετριμμένες χωρίς να διερευνηθούν
ιδιαίτερα. Με μια ξαφνική λάμψη στα μάτια, πρότεινες εκείνη την αίθουσα των
φιλότεχνων στο κέντρο της πόλης. Η κουβέντα γινόταν στο γραφείο μου, που δεν
διέθετε κρεβάτι ή έστω καναπέ ή άνετη πολυθρόνα, με λίγες αλλά ενοχλητικές διακοπές
από το τηλέφωνο. Μου θύμιζε επαγγελματικές διαπραγματεύσεις με καλή θέληση κι από
τις δυο πλευρές και απόλυτη ισορροπία της αμφίπλευρης προσφοράς και ζήτησης.
Διατηρούσε όμως, παρ' όλα αυτά, μια φρεσκάδα συνωμοτικότητας και ερωτισμού. Η ιδέα
με ξάφνιασε αλλά τη βρήκα συναρπαστική και δεν άργησα να συμφωνήσω. Έπρεπε όμως
να επιλυθούν πρώτα μερικές πρακτικές λεπτομέρειες.

Στάθηκες για λίγο σκεφτική ενώ εγώ κοιτούσα με αμηχανία τα χαρτιά μου. Στο τραπέζι
δεν γίνεται, είπες γελώντας και μούδωσες την αίσθηση ότι μάλλον έκανες μια πλάγια
ερώτηση παρά μια διαπίστωση. Δεν περίμενες και πολύ παρόλο που υπήρχαν
πιθανότητες για καταφατική απάντηση. Κάτω, κατέληξες. Θα φέρω εγώ κουβέρτα. Να
μια ευκαιρία να θυμηθούμε τα εφηβικά μας χρόνια. Το φιλί μας, με το ένα μάτι στην
πόρτα του γραφείου, επισφράγισε τη συμφωνία.

Η απόλυτη άνεση της συμπεριφοράς σου σε αποδείκνυε πολύπειρη ή τουλάχιστον όχι
υποκριτική. Και τί θα έλεγε ο άντρας σου αν ποτέ το μάθαινε; ρώτησα ξαφνικά. Θα
χαιρότανε, τόνισες αδίστακτα, με τη δική μου ευτυχία. Αυτή η λέξη μου φάνηκε
τεράστια και εξωπραγματική σαν ένα ταψί κανταΐφι για κάποιον που πίνει μόνο καφέ το
πρωί. Το τζίνι μπορεί να χωρούσε στο μπουκάλι των αραβικών παραμυθιών αλλά οι
θεωρητικές συλλήψεις, συχνά προεκτάσεις μιας ανομολόγητης επιθυμίας, έχουν σκέλη
μακρύτερα από το πάπλωμα της πραγματικότητας. Να λοιπόν που σε μια τόσο απλή και
καθημερινή ενέργεια - ή όχι;- υπεισέρχονται άκρως υποκειμενικά και συναισθηματικά
στοιχεία μιας άλλης εποχής.

Βρεθήκαμε κατευθείαν επάνω. Εσύ είχε πάρει πρώτα την αλληλογραφία, άνοιξες και
άφησες το κλειδί στην κλειδαριά για ν' αποφύγουμε τουλάχιστον το χειρότερο είδος
αιφνιδιασμού. Εγώ χτύπησα μία και τρεις φορές το κουδούνι. Γαλουχημένοι από τα
παιδικά μας χρόνια με τα αστυνομικά μυθιστορήματα και τα περιπετειώδη
κινηματογραφικά έργα, δεν βρήκαμε καμιά δυσκολία στις λεπτομέρειες του σεναρίου. Ο
ντετέκτιβ Χ, ο άνθρωπος-αράχνη και οι άλλοι ήρωες της Μάσκας, που δανειζόμασταν με
δυο δραχμές από το περίπτερο της Ολύμπου απέναντι στα λουτρά, μπορούσαν να είναι
περήφανοι για τους μαθητές τους.

Καθήσαμε για λίγο στο μικρό γραφείο, πλάι πλάι. Κρατούσες μια πλαστική σακούλα με τη
χοντρή μάλλινη κουβέρτα. Τα γόνατα μας ακουμπούσαν κάτω από το λεπτό ύφασμα του
φορέματός σου και το τραχύ ύφασμα του πανταλονιού μου. Σκέφτηκα τις πολύωρες
συνεδριάσεις σ'αυτόν τον χώρο, τις συγκρούσεις τόσο σε κομματικό όσο και σε
προσωπικό επίπεδο. Οι κοινοί σκοποί σπάνια κάνουν αρμονικές τις ανθρώπινες σχέσεις
στην πατρίδα μας.

Διερωτήθηκα μήπως ήταν ευκαιρία να επιληφθούμε μερικών πρακτικών ζητημάτων του
σωματείου, να κάνουμε μια μικρή άτυπη συνεδρίαση, αλλά διατηρούσα σοβαρές
αμφιβολίες αν θα το δεχόσουν και το άφησα για άλλη φορά.

Ξέρεις, πρόφερα διστακτικά, πρέπει να σου πω, ότι μπορεί και να μην μπορέσω. Όλοι οι
άντρες περνάνε περιόδους ανικανότητας, βιάστηκα να προσθέσω για να προλάβω το
βλέμμα της απορίας σου. Το λένε και τα επιστημονικά συγγράμματα. Μην ξεγελιέσαι από
την εξωτερική μου εμφάνιση που υπόσχεται αστείρευτη ζωτικότητα. Κάποτε δεν μου
σηκώθηκε από υπερβολική συγκίνηση. Είναι δράμα μαύρο και σκοτεινό να λαχταράς μια
γυναίκα, να έχεις φτάσει στο απόγειο της ερωτικής φόρτισης και πάθει εμπλοκή ο
μηχανισμός. Ίσως τώρα να συμβεί το ίδιο από τον λεπτομερή και εμπεριστατωμένο
προγραμματισμό. Αυτό το τελευταίο δεν το είπα, μου πέρασε απλώς από το μυαλό.

Δεν πειράζει, απάντησες με μιαν εκπληκτική διαλλακτικότητα. Τί να κάνουμε; Υποθέτω
ότι κάθε άντρας δεν είναι απαραίτητα ο γνωστός βιαστής που σαν άλλος πρίαπος
λυμαίνεται τα σοκάκια της πόλης, κραδαίνοντας το ορθωμένο πέος του για να
κατασπαράξει το πρώτο ανυπεράσπιστο θηλυκό. Η σκέψη και μόνο ότι θα μπορούσα να
είμαι εγώ ο αποτρόπαιος βιαστής, μου προκάλεσε γέλια μέχρι δακρύων. Θα πρέπει να
εκφυλίστηκε το ανδρικό φύλο, αναλογίστηκα σκουπίζοντας τα μάτια μου με κάποιο
αδιόρατο ίχνος περιφρόνησης για τον εαυτό μου. Όταν συνήλθα, σε κοίταξα με αρκετή
ανακούφιση. Είχες δεχτεί το χειρότερο. Πολύ μυαλό και λίγη στύση, επιβεβαίωσα
αποφθεγματικά.

Ας δοκιμάσουμε λοιπόν. Έστρωσες την κουβέρτα στο κέντρο ακριβώς της μικρής
αίθουσας με την επιμέλεια μιας καλής νοικοκυράς, ισιώνοντας τις ζάρες. Προχωρήσαμε
βουβοί σαν να εκτελούσαμε ευσυνείδητα μιαν επιβεβλημένη διαδικασία. Από τη
χαραμάδα της μπαλκονόπορτας και τα μισάνοιχτα παντζούρια, μια φωτεινή επιγραφή
που αναβόσβηνε έσπαζε το απόλυτο σκοτάδι. Λίγα μέτρα δεξιά από το κεφάλι μου,
φάνταζε ένας τεράστιος πίνακας με ακαθόριστη σύνθεση και στο ταβάνι σειρά οι
σιωπηλοί προβολείς. Τη στιγμή εκείνη διαπίστωσα με έντονη δυσαρέσκεια ότι δεν είχαμε
μαξιλάρι.

Τη χαριστική βολή για μένα την έδωσαν τα στήθη σου που έπεφταν κάπως χαλαρά προς
τα πλάγια καθώς ήσουν ξαπλωμένη ανάσκελα. Ξαπλωμένη ανάσκελα, να δυο λέξεις
ερεθιστικές κάτω από διαφορετικές συνθήκες ή με τις ίδιες συνθήκες αλλά διαφορετικό
αρσενικό. Κι όμως, ντυμένη με το πολύχρωμο φουστάνι ως τα γόνατα, με τα τακούνια
και το κοντά μαλλιά, με το άρωμα και τον αέρα του δυναμισμού, σε είχα βρει πολύ
ελκυστική.

Οι ειδικοί λένε πως το υπ' αριθμόν ένα σεξουαλικό όργανο είναι το μυαλό του ανθρώπου.
Το υπόλοιπο σύστημα υπακούει στις εντολές του, συνειδητά και συχνότερα
υποσυνείδητα. Κι εμένα το μυαλό μου σαν δέκτης ήταν γεμάτο παρεμβολές και παράσιτα
και σαν πομπός καθόλου συντονισμένο στις ερωτικές συχνότητες. Μάλλον έμοιαζε με
πρόχειρη αποθήκη ή σοφίτα όπου είναι πεταμένα φύρδην μίγδην διάφορα ετερόκλητα
αντικείμενα και οπωσδήποτε μια καρέκλα με τρία πόδια και μια ξεφουσκωμένη μπάλα.
Θα πρέπει όμως να παραδεχτώ πως οι ρόγες σου, με δυο μελανές πινελιές, ξεκαθάρισαν
τουλάχιστον τις αράχνες.

Παρ' όλα αυτά, διαπίστωσα με κατάπληξη και ανακούφιση πως η στύση ήταν κανονική.
Τα αγγεία είχαν γεμίσει αίμα, ο επιβήτορας, αν και σκιά του παλιού του εαυτού, ήταν σε
θέση μάχης. Έγειρα πάνω σου κι ένιωσα το σκληρό πάτωμα κάτω από τη διπλή στρώση
της κουβέρτας. Τα λιγοστά μας χάδια ήταν δειλά ή τυπικά, λες και περιμέναμε ο ένας τον
άλλο ή τηρούσαμε σαφείς και αυστηρές οδηγίες. Ακολούθησε η πλήρης οικειότητα με τη
γυμνή και ευαίσθητη σάρκα μου μέσα στη γυμνή κι ευαίσθητη δική σου σάρκα. Αν και
τα γόνατά μου πονούσαν στο σανίδι και δεν μπορούσα με τίποτα να βγάλω από το
μυαλό μου κάτι δουλειές που είχα την άλλη μέρα στο γραφείο, οι ρυθμικές κινήσεις ήταν
οι προβλεπόμενες και η εκσπερμάτωση δεν άργησε δυστυχώς καθόλου.

Δεν κατάλαβα σχεδόν τίποτα ούτε ασφαλώς κι εσύ. Ούτε καν η σκέψη του τί έγινε και
πού έγινε με είχε ερεθίσει. Ίσως αυτό να έδωσε σε σένα κάποια ικανοποίηση, ηθική θα
την έλεγα. Να ξέρεις ότι στο σημείο που ακουμπάνε τα πόδια τους τόσοι διανοούμενοι
και κυρίες του καλού κόσμου, με όλη την επίφαση της αστικής κουλτούρας, εσύ έκανες
έρωτα. Έστω έναν τέτοιο έρωτα, μηχανικό κι ανήδονο, ή ακριβώς ένα τέτοιο έρωτα που
ταιριάζει στην υπόστασή τους. Έναν έρωτα παρωδία που αναιρεί την ίδια την ουσία του
όπως και η ζωή τους. Μια γυμναστική, πρωινή, μεσημεριανή ή βραδινή, που κάποιος ή
κάτι την επιβάλλει άμεσα ή έμμεσα κι ελάχιστοι έχουν την ανθρώπινη ποιότητα που
χρειάζεται για να την αρνηθούν.

Απεμπλακήκαμε και πήραμε πάλι την προηγούμενη θέση, ο ένας πλάι στον άλλο.
Καπνίσαμε το καθιερωμένο τσιγάρο σε απόσταση γυμνού κορμιού τριών εκατοστών ή
τριών χιλιομέτρων. Σκουπιστήκαμε με χαρτί που έφερες εσύ από το καμπινέ,
αποστρέφοντας ευγενικά τα μάτια ο ένας από τον άλλο. Ψάξαμε με αγωνία κάτι να
πούμε. Βρήκαμε τα ρούχα μας, όχι πεταμένα δω κι εκεί αλλά τακτοποιημένα δίπλα μας σε
μικρούς σωρούς. Ντυθήκαμε στο μισοσκόταδο σαν να μην είχαμε ποτέ γδυθεί. Με
μεγάλο δισταγμό, ανάψαμε το πλαϊνό φως και ρίξαμε μια ματιά τριγύρω για τυχόν
προδοτικά ίχνη. Χωρίσαμε, δύο συνωμότες που το μυστικό τους δεν ενδιαφέρει κανένα.

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Πέντε εκδοχές για μιαν ασήμαντη παράβαση


Το τραίνο είχε αφήσει πίσω την πολιτεία και γλιστρούσε στις ράγες με ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα. Μπαμπακερά σύννεφα αιωρούνταν στον ουρανό κι άλλαζαν σχήμα με κάθε πνοή του ανέμου.

Κύριος            :  Απαγορεύεται το κάπνισμα.
Καπνιστής      :  (Προσηλωμένος έξω απ' το παράθυρο) ...
Κύριος            :  Είπα απαγορεύεται το κάπνισμα.
Καπνιστής      : ... το κάπνισμα.
Κύριος            :  Ασφαλώς.
Καπνιστής      :   Και τι θέλετε;
Kύριος            :  (Δείχνοντας με ανυπομονησία τη σχετική πινακίδα): Να σβήσετε το τσιγάρο.
Καπνιστής       :  Αμέσως (Ρίχνει τη γόπα κάτω και ανάβει άλλο τσιγάρο).
Kύριος            :  Είστε θρασύς. Θα αναγκαστώ να φωνάξω τον ελεγκτή.
Καπνιστής      :  (Τραβάει βαθιά ρουφηξιά) ...

Ο κάμπος γυμνός, θερισμένος, και στο βάθος του ορίζοντα γκρίζα, πετρώδη βουνά. Απόγευμα προχωρημένο.

Ελεγκτής      : Παρακαλώ να σβήσετε το τσιγάρο. Να μην ξανακαπνίσετε παρά μόνον στον διάδρομο. Καπνιστής    : Και να χάσω τη θέα;
Ελεγκτής      : Μα γιατί το κάνετε αυτό;
Καπνιστής    : Θέλω να μελετήσω τις αντιδράσεις σας.
Ελεγκτής     :  Θα καλέσω την αστυνομία.
Καπνιστής    : Υπάρχει στο τραίνο;
Ελεγκτής       : Αν συνεχίσετε, θα το διαπιστώσετε αμέσως.
Καπνιστής     : Επιθυμώ να το διαπιστώσω πέρα από κάθε αμφιβολία.

Η αμαξοστοιχία μπήκε σε τούνελ. Έντονη μυρωδιά από θειάφι πλημμύρισε το κουπέ.

Αστυνομικός :  Τα στοχεία σας.
Κύριος           : Να του΄κάνετε μήνυση.
Αστυνομικός  : Γνωρίζω καλά τα καθήκοντά μου. (Στον Καπνιστή): Την ταυτότητά σας.
Καπνιστής     :  (Κάνει ότι ψάχνεται) : Φαίνεται ότι την ξέχασα.
Αστυνομικός:  Ταξιδεύετε χωρίς ταυτότητα; Είναι ανήκουστο.
Κύριος          :  Θα είναι ύποπτος.
Καπνιστής     :  Όταν συγκρίνω τον εαυτό μου με την ταυτότητα, δεν βρίσκω και μεγάλη ομοιότητα.
Κύριος           : Ομολογεί ότι έχει πλαστή ταυτότητα.
Αστυνομικός :  Πώς λέγεστε;
Καπνιστής     :  Αντώνης.
Αστυνομικός    Επίθετο.
Καπνιστής       :Όχι, όνομα.
Αστυνομικός  :(Έντονα): Πώς είναι το επίθετό σας;
Καπνιστής      : Αντωνίου.
Αστυνομικός  : Διεύθυνση;
Καπνιστής       ΄Ανευ μονίμου.
Αστυνομικός  : Επάγγελμα;
Καπνιστής      : Άνευ μονίμου.
Ελεγκτής        : Είναι σαφώς ύποπτος.
Αστυνομικός  : Γιατί δεν συμμορφωθήκατε με τη σύσταση του Ελεγκτού;
Καπνιστής      : Πάσχω από ανίατη ασθένεια, τι είναι μια μικρή παράβαση;
Αστυνομικός   : Λυπάμαι αλλά θα με ακολουθήσετε στο τμήμα μόλις φτάσουμε στην πόλη.
Καπνιστής       : Και μέχρι τότε;
Αστυνομικός   : Θα παραμείνετε στο κουπέ.
Καπνιστής       : Δεν έχω καμία διάθεση να βγω.
Αστυνομικός    (Εκνευρισμένος): Δεν με ενδιαφέρουν οι διαθέσεις σας.
Καπνιστής       : (Ανάβει τσιγάρο) ...
Κύριος-Ελεγκτής (Με μια φωνή) : Καπνίζει πάλι !!
Αστυνομικός     (Χάνει την ψυχραιμία του και τεντώνει το δάχτυλο): Να πάψεις να καπνίζεις. Δεν επιτρέπεται.
Καπνιστής      (Φσάει τον καπνό): Δεν έχετε άδικο.
Αστυνομικός  (Μην μπορώντας να συγκρατηθεί, του αφαιρεί το τσιγάρο και το πετάει έξω από το παράθυρο):      Θα σου δείξω εγώ.
Κύριος           : Μπράβο.
Καπνιστής      (Τους δείχνει μια άλλη επιγραφή): Σύμφωνα με τους κανονισμούς, απαγορεύεται να πετάτε αναμμένα τσιγάρα έξω από το τραίνο. Θα προκαλέστε πυρκαϊά.
Ελεγκτής      : Τι να πει κανείς; Άμα δεν υπάρχει συνείδηση.

Στο μεταξύ, αρκετοί περίεργοι κάνουν σχόλια στον διάδρομο. Ο Καπνιστής ανάβει πάλι τσιγάρο και καπνίζει αδιάφορα  κοιτάζοντας το τοπίο.

Επιβάτης      : Μα γιατί δεν βγαίνετε στον διάδρομο να καπνίσετε;
Καπνιστής    : Είμαι υπό κράτηση. Δεν ακούσατε τον κύριο αστυνομικό;
Επιβάτες       : Είναι υπό κράτηση !
Αστυνομικός  (Επεμβαίνει): Σας παρακαλώ να επιστρέψετε στις θέσεις σας.

(Φεύγουν οι επιβάτες και ο ελεγκτής. Ο αστυνομικός κάθεται κοντά στην πόρτα).

Καπνιστής      (Aνοίγει το πακέτο και το απλώνει στον αστυνομικό): Τσιγάρο;
Αστυνομικός: Δεν έχετε συναίσθηση της θέσης σας; Αδυνατώ να εξηγήσω τη συμπεριφορά σας.
Κύριος         :  Είστε αναρχικός;
Καπνιστής    :  Τι θα λέγατε αν κάποιος συνένοχός μου λήστευε τους επιβάτες ενώ είσαστε απασχολημένος μαζί μου;
Αστυνομικός   (Χαμογελάει ανήσυχα) : Χμ ...

Τρία διαπεραστικά σφυρίγματα, το τραίνο έκοψε για λίγο ταχύτητα και ξεχύθηκε πάλι στην πεδιάδα. Το φεγγάρι φάνταζε κατακόκκνο στο διάστημα.

Καπνιστής     :  Σε λίγη ώρα φτάνουμε.
Kύριος           :  Και τότε επιτέλους θα δώσετε λόγο των πράξεών σας.
Καπνιστής      : Μη γίνεστε μελοδραματικός. Ένα πρόστιμο είναι. Πόσο πιο συναρπαστικό όμως να ήμουν κι εγώ αστυνομικός και να σας παρακολουθούσα για εμπόριο ναρκωτικών !
Κύριος              (Ταραγμένος): Εμένα;
Καπνιστής      :  Ναι, δεν έρχεστε από τα σύνορα;
Κύριος            : Τι σχέση έχει το κάπνισμα;
Καπνιστής       : Το αντιπαθείτε παθολογικά. Ήθελα την παρουσία του οργάνου χωρίς να υποπτευθείτε τίποτα.
Κύριος            : Δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Καπνιστής      :  Ούτε ότι αντιπαθείτε το κάπνισμα;
Κύριος            : ... ναι, βέβαια.
Καπνιστής      :  Δεν λέγεστε Οσμάν Σουλεϊμάνοβιτς;
Κύριος            : Πώς ξέρετε το όνομά μου;
Καπνιστής      :  Είναι στη βαλίτσα. Εκείνη την παραφουσκωμένη. Πολλά στοιχεία εις βάρος σας, κύριε Οσμάν. Ακόμη και η παρεμπόδιση αστυνομικού οργάνου εν τη εκτελέσει του καθήκοντος.
Κύριος           : Το κάπνισμα;
Καπνιστής      :  Βεβαίως.
Κύριος            : Μα δεν είστε αστυνομικός.
Καπνιστής      : Δεν εξετάζουμε την πραγματικότητα αλλά τις δυνατότητες.

Το τραίνο έφτασε στον σταθμό. Συνωστισμός στον διάδρομο και φωνές μικροπωλητών.

Αστυνομικός : Ακολουθείστε με.
Καπνιστής     : Θα έρθει και ο Οσμάν;
Αστυνομικός : Ναι, ως μάρτυς.
Καπνιστής     : Θα το πάρουν είδηση οι δημοσιογράφοι;
Αστυνομικός :  Ένα πταίσμα;
Καπνιστής     :  Μην υποτιμάτε τη δύναμη της διαφημίσεως. Φανταστείτε τους τίτλους των εφημερίδων : ΦΑΝΑΤΙΚΟΣ ΚΑΠΝΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΜΑΡΚΑΣ ΧΨ ΑΓΝΟΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ. Εντυπωσιακό !
Αστυνομικός : Μη μου πείτε τώρα ότι αυτός ήταν ο λόγος.
Καπνιστής     : Ο λόγος; Ποιος μπορεί να τον ξέρει;  Μόνον εκδοχές υπάρχουν, πιθανότητες, ποσοστά. Και πίσω από την κάθε μια, άλλες τόσες.
Αστυνομικός : H αλήθεια όμως είναι μία.

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Ο Χαχόλος


        Δυο βήματα απ' τον υπόγειο, έλεγε η αγγελία. Η σήραγγα μαύρη απ' την καπνιά, γεμάτη συνθήματα, επικλήσεις, ονόματα. Στην έξοδο ένας μικρός πουλούσε ελληνικές εφημερίδες.
       - Θα πάρετε το νούμερο οχτώ, απέναντι.
        Δέκα λεπτά με το λεωφορείο και πέντε με τα πόδια και φτάσαμε. Ένα ηλικιωμένο κεφάλι με κούκο πρόβαλε στο παραθυράκι της σοφίτας. Τράβηξα το δάχτυλο από το κουδούνι.
         Ακούστηκαν ρυθμικοί κρότοι στην ξύλινη σκάλα κι η βαρειά πόρτα άνοιξε. Στρόγγυλο πρόσωπο κακοξυρισμένο, χοντρά κανονικά χαρακτηριστικά,  ρούχα δουλειάς΄με μπογιές, σκόνες και λεκέδες. Κρατούσε μια αρμαθιά κλειδιά.
         - Μας στέλνει ο κ. Γκραντ.
         - Ναι, ναι, εντάξει, μουρμούρισε σαν να μονολογούσε. Είναι η καγκελωτή πόρτα απ' την άλλη πλευρά.

         Το σχετικά φτηνό ενοίκιο της Ιρλανδέζας κι η αιώνια αδράνειά μου μας είχαν καθηλώσει στη σοφίτα σχεδόν τρία χρόνια. Με τη μετακίνηση όμως της εταιρίας έπρεπε να μεταφερθούμε στην επαρχία ή στο βόρειο Λονδίνο κοντά στον σταθμό του τραίνου. Έτσι δεν θα 'χα παρά δυο-τρεις στάσεις με τον υπόγειο, πενήντα χιλιόμετρα με τραίνο και είκοσι λεπτά με λεωφορείο. Το βράδυ επιστροφή.
         Μια ακόμη προσπάθεια με τα μεγάλα γραφεία του Λονδίνου είχε την ίδια τύχη. Δωμάτια, διαμερίσματα και σπίτια, βρώμικα και καταθλιπτικά όταν δεν ήταν απρόσιτα σε τιμή ή απόσταση.
Κι από πάνω οι σκρόφες των δεκαοχτώ με μια σειρά καρτέλες και ύφος καρδιναλίου. Λες και δεν ζητούσες στέγη πανάκριβη αλλά μια μικρή βοήθεια. Αρχίσαμε να σκαλίζουμε τις συνοικιακές εφημερίδες. Ανακαλύψαμε ένα ετοιμόρροπο γραφείο κάποιου ευγενέστατου κυρίου Γκραντ, ινδικού προϊόντος της πάλαι ποτέ βρετανικής αυτοκρατορίας. Έτσι κάναμε τη γνωριμία του Ίσλινγκτον, όπου είναι χαμηλότερα τα ενοίκια και το περιβάλλον αρκετά πιο τραχύ.

       - Περάστε, είπε ο μελλοντίκός μας σπιτονοικοκύρης.
       - Είναι διακοσμητής, είχε τονίσει με άψογη προφορά ο κ. Γκραντ. Μάλλον οικοδόμος, καταλήξαμε. Μπήκαμε σ' ένα ευρύχωρο φωτεινό δωμάτιο με λουλουδένιο χαρτί στους τοίχους.
        - Αυτό είναι το σαλόνι.
        Ενθουσιαστήκαμε σιωπηλά. Η κρεββατοκάμαρα και η μικροσκοπική κουζίνα στο βάθος ενός απέραντου θολωτού διαδρόμου. Θα μοιραζόμασταν μπάνιο και καμπινέ με την ηλικιωμένη κυρία που έμενε στο διπλανό. Μπροστά ένας υποτυπώδης κήπος, πίσω αυλη με οπωροφόρα δέντρα. Ένας τεράστιος μαύρος γάτος πέρασε με νωχέλεια και χάρη, κοιτάζοντάς μας με μισόκλειστα, ερευνητικά και ταυτόχρονα αδιάφορα μάτια σαν αναγκαίο κακό.
        Η κουζίνα του γκαζιού είχε μισό δάχτυλο σκουριά και σημαντική διαφυγή.
        - Να αφήνετε το παράθυρο ανοιχτό μέχρι να τη διορθώσουμε, είπε ο κ. Στανίεβιτς, κάτοικος Αγγλίας από 25ετίας και Βρετανός υπήκοος.
        - Τους Ρώσους λένε Χαχόλους; ρώτησε η Σοφία.
         Μετά συζήτηση μισής ώρας, συμφωνήσαμε ότι είμασταν καλοί άνθρωποι. Μπορούσαμε λοιπόν να μεταφερθούμε σε έξι-εφτά μέρες. Μας πήρε ενοίκιο και για την εβδομάδα που μεσολαβούσε.
        - Δεν θα πω στον Γκραντ ότι το νοικιάσατε, πρότεινε. Μην του δώσετε προμήθεια.
        - Καλός είναι κι αυτός, είπε αργότερα η Σοφία.
        - Ο Χαχόλος; τόλμησα.
        - Ο Χαχόλος! θριαμβολόγησε.

        Η πρώτη μας κατοικία ήταν πολύ κοντά στο κέντρο. Σε συγκρότημα από βικτωριανά μέγαρα που το επιχειρηματικό δαιμόνιο αγνώστων ιδιοκτητών και η αιώνια κρίση στέγης είχαν μετατρέψει σε αυτοτελή δωμάτια με υποτυπώδη μέσα μαγειρέματος. Το ενοίκιο έξι ως οκτώ λίρες την εβδομάδα, ανάλογα με το μέγεθος και την αθλιότητα του δωματίου.
        Μέναμε στο τρίτο πάτωμα. Πριν χειμωνιάσει, νόμιζα ότι τα μεγάλα παράθυρα αποτελούσαν το μοναδικό πλεονέκτημα. Μοιραζόμασταν μπάνιο και αποχωρητήριο μ' ένα ζευγάρι Αυστραλών, τον Ινδό με ανεξάντλητη συλλογή τουρμπάνια και καλοχτενισμένη γενειάδα και μια νεαρή Αγγλίδα που, τυλιγμένη σε φτηνή γούνα, άφηνε υγρά αποτυπώματα και πόθους. Φυσικά το χρησιμοποιούσαν και οι πολυάριθμοι επισκέπτες. Όταν ερχόταν η σειρά μας για το μπάνιο, μισό κουτί απορρυπαντικό αδυνατούσε να διαλύσει τρία στρώματα γλίτσας. Στο ισόγειο δυο Πακιστανοί, πάνω κάποιος που το κρεββάτι του έτριζε. Τους υπόλοιπους δεν τους γνωρίσαμε κατά κανένα τρόπο. Ανακαλύψαμε τη σοφίτα της Ιρλανδέζας τρεις μήνες αργότερα.

      Ο Χαχόλος συχνά αράδιαζε αγριόμηλα στο περβάζι. Σαν ανοίγαμε το παράθυρο της κουζίνας για να φύγει η μυρωδιά του γκαζιού, έμπαιναν χρυσόμυγες και μέλισσες. Παρασκευή βράδυ που ερχόταν να εισπράξει το ενοίκιο, άρχισε ατέλειωτες ιστορίες για τα πατρικά κτήματα στην Πολωνία πάνω στα ρωσσικά σύνορα, για το χωριό που γεννήθηκε και χίλια δυο άλλα. Σε μια διάλεκτο που χρειαζόταν διερμηνέα.
      Το σπίτι χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου το έπιανε ο αέρας από παντού. Έτριζε τότε και κλυδωνιζόταν σαν ιστιοφόρο. Η γειτονιά μας ανάμεσα στην πανσπερμία της εργατιάς και των μαύρων, το λαϊκό και πολυδαίδαλο Ίσλινγκτον και το ακριβό, αριστοκρατικό και λευκό Χάιγκεϊτ. Όσο προχωρούσε το κύμα των γόνιμων Κυπρίων, Αφρικανών, Ινδών και Πακιστανών, οι Άγγλοι τρέπονταν σ' άλλες συνοικίες του Λονδίνου. Πολυάριθμα αγγελτήρια πωλήσεως διακοσμούσαν τους κήπους.

      Ένας ξένος κυκλοφορεί με την προέλευσή σου σαν σωματικό ελάττωμα, καμπούρα ή κομμένη μύτη. Αν είναι σκουρόχρωμος ή μαύρος, η κατάστασή του αγγίζει το τραγικό.
      - Ευχαριστώ, σενιόρ, είπε μ' ένα μικρό χαμόγελο αυτοθαυμασμού ο αστυνομικός όταν δηλώσαμε την αλλαγή κατοικίας.Η προσφώνηση φαίνεται ότι κάλυπτε όλους τους μη Βρετανούς λευκούς.
        Η συγκάτοικός μας κυρία Μάρτιν, μια ασπρομάλλα ύπαρξη γύρω στα εξήντα, δεν είχε εγκαταλείψει κοκεταρία και θηλυκότητα. Ήταν δασκάλα πιάνου και η διακριτική μουσική τα απογεύματα αποτελούσε ευχάριστη αλλαγή στη διαρκή κακοφωνία από το επάνω πάτωμα.
        - Είναι Εβραία, δεν το ξέρετε; μας είπε ένα βράδυ εμπιστευτικά ο Χαχόλος.

        Έξι πηρούνια και τέσσερα κουτάλια συμπλήρωναν την κατάσταση επίπλων και ειδών που υπογράψαμε. Η ηλεκτρική σόμπα στο υπνοδωμάτιο ήταν χαλασμένη και κρυώναμε. Δεν αποφύγαμε όμως να πληρώσουμε τον λογαριασμό του ηλεκτρικού για τον μήνα πριν μπούμε στο διαμέρισμα. Επέμενε τόσο πολύ που τον βαρέθηκα.
         Γυρίζοντας ένα βράδυ μετά ένα μήνα, παρατήρησα σωρό τα τούβλα πλάι σε μια σκαλωσιά. Ο Χαχόλος μαστόρευε. Στο σαλόνι μας χτύπησε έντονη μυρωδιά. Ανάψαμε το φως και βρήκαμε, σε ακτίνα δυο μέτρων από το παλιό τζάκι που κάλυπτε η σόμπα του γκαζιού, ένα παχύ στρώμα σκόνης. Παρά τη δυσφορία μας, δεν αποδώσαμε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός. Το επόμενο βράδυ ολόκληρο το δωμάτιο ήταν βουτηγμένο στη στάχτη. Καρέκλες, πολυθρόνες, τραπέζι, καναπές, βιβλία, δίσκοι. Ο Χαχόλος που προσέτρεξε στις κραυγές μας, φάνηκε ειλικρινά στενοχωρημένος. Πριν δυο μέρες με την ανεμοθύελλα είχα γκρεμιστεί η καμινάδα κι ευτυχώς που δεν περνούσε κανένας την ώρα εκείνη. ΄Έτσι εξηγούντας τα τούβλα. Φώναξε τη μικρή του κόρη και με εντατική εργασία δύο ωρών καθάρισαν το δωμάτιο. Η μυρωδιά όμως είχε επικαθήσει παντού κι έμεινε για πολλές μέρες.

        Τα πρωινά του Σαββάτου ή της Κυριακής διαβάζαμε ξαπλωμένοι στην πολυθρόνα και συχνά αφήναμε το βλέμμα πέρα στον κάτω μαχαλά. Ήταν οι στιγμές της νοσταλγίας στη γειτονιά των ξένων. Όταν ξεπρόβαλλε ο σπάνιος εκείνος ήλιος, φωνές παιδιών πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα. Οι αχτίδες παιχνίδιζαν στις πολύχρωμες στέγες, στα βουβά αυτοκίνητα και τα προαύλια των σπιτιών. Απ' το όχημα του πλανόδιου παγωτατζή η μουσική έφτανε σαν σπαραγμός για πάντα χαμένου καλοκαιριού στην υγρή χώρα του βορρά.

         Σε δυο μήνες, το καθημερινό πηγαινέλα με εξάντλησε ψυχικά και σωματικά. Αποφασίσαμε να μεταφερθούμε στην πολιτεία των φορτηγών, το θλιβερό Λούτον. Νοικιάσαμε ένα μικροσκοπικό αλλά καινούριο διαμέρισμα κοντά στα εργοστάσια συναρμολογήσεως αυτοκινήτων. Το συμβόλαιο όμως με τον Χαχόλο ήταν για έξι μήνες. Όταν τελικά του φανερώσαμε τα σχέδιά μας, του κακοφάνηκε αλλά έδειξε, παράδοξα, κατανόηση. Με μόνο αντάλλαγμα να ακούσουμε υπομονετικά ώρα ολόκληρη τις ατέλειωτες αφηγήσεις του.
        Πρωί τη μέρα που φύγαμε άφησα στο κατώφλι της κ. Μάρτιν ένα κουτί γλυκά με την καινούρια διεύθυνση και την παράκληση να μας στέλνει τα γράμματα. Μια βδομάδα αργότερα, διαπιστώσαμε ότι δεν το είχε βρει. Σαν επισφράγισμα της εφήμερης γνωριμίας μας, το είχε βουτήξει ο Χαχόλος.  

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Ταξίδι στο Λίβερπουλ


           Το παμπάλαιο εξαγωνικό ρολόι φάνταζε χωρίς λεπτοδείκτη. Πολύχρωμες φωτεινές επιγραφές αναβόσβηναν αδιάκοπα και από κρυμμένα μεγάφωνα ξεχύνονταν βραχνή μουσική. Στις ράγες αγκομαχούσε ακόμα η ατμομηχανή.
            Ατέλειωτος ο γυρισμός στο Λονδίνο. Κείνο τ' ανάλαφρο μεθύσι, άρωμα γυναίκας αγαπημένης σαν στρώνει το μαγικό χαλί του κρασιού και τυλίγει τα χέρια της γύρω σου, μυγδαλιά ανθισμένη στα χιόνια του Γενάρη. Μια-δυο φορές προσπάθησε να κοιμηθεί, μα τον κρατούσε ο παράλογος φόβος πως η λάμψη που τον πλημμύριζε  θα χανόταν σαν αντικείμενο παιδικού ονείρου. Ήταν στιγμές που την άφηνε ν' αλαργέψει και την ξεχνούσε. Όταν πάλι η χαρά προδίδονταν στο πρόσωπό του, κρυβόταν για να αποφύγει τα περίεργα βλέμματα.

            Μήνες και χρόνια το βάσανο της αβάσταχτης προσμονής. Χωρίς βεβαιότητα, μόνη εγγύηση μια σκουριασμένη ελπίδα και το πείσμα που τη συντηρούσε. Λιποψύχησε πολλές φορές. Όμως, καθώς αυτή η μικρή, η απειροελάχιστη πιθανότητα ήταν η μοναδική, αποκτούσε διαστάσεις τεράστιες.
             Κάποιος απέναντι κρατούσε εφημερίδα.

                                        «ΤΕΤΡΑΓΩΝΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΓΗ
                                  ΦΡΟΝΕΙ ΔΙΑΣΗΜΟΣ ΕΠΙΣΤΉΜΩΝ»

            Συγκέντρωσε το βλέμμα. «Διάσημος επιστήμων απεκάλυψε χθες ότι πληροφορίαι διαβιβασθείσαι εις την Γην υπό δορυφόρου επιβεβαιούν ότι ο πλανήτης μας έχει τέσσαρας γωνίας. Επίσης διεπιστώθη ότι η Γη δεν έχει σχήμα αχλαδιού ούτε ελλειψοειδές εις τον Ισημερινόν». 
            - Μπορώ να ταξιδέψω κυριολεκτικά στις τέσσερις γωνιές του κόσμου, μονολόγησε χαμηλόφωνα και γέλασε.

           Κατέβηκε αργά από το βαγόνι. Φόρεσε το φθαρμένο πράσινο αδιάβροχο και κράτησε την ομπρέλα στο αριστερό χέρι. Προχώρησε στη έξοδο του σταθμού αγνοώντας τα ταξί. «ΕΙΚΟΣΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΟΝΤΙΚΟΠΑΓΊΔΑΣ», κραύγαζαν κάτι αφίσες με τεράστια γράμματα.
           - Και τελευταία, είπε με πάθος. Δεν θα πήγαινε καν στο γραφείο. Χωρίς εξήγηση, αποχαιρετισμούς, ούτε μια λέξη.
            Άρχισε να βαδίζει άσκοπα. Ψιλόβρεχε όπως πάντα. Στη μέσα τσέπη φύλαγε την επιταγή με το μεγάλο νούμερο. Τι πιθανότητες έδιναν οι μαθηματικοί να κερδίσει κανείς ένα τέτοιο ποσό; Μια στα εξακόσια εκατομμύρια περίπου. Είχε χιονίσει στη Βόρεια Αγγλία κι αναβλήθηκαν μερικοί αγώνες. Δυο-τρεις γερές εκπλήξεις. Το μοναδικό δελτίο με οκτώ ισοπαλίες. Απίθανες συμπτώσεις.
            Πέρασε έξω από ένα ζαχαροπλαστείο. Σειρές στολισμένα κέικ, τούρτες και ζαχαρωτά. Η ροδοκόκκινη χοντρή με την άσπρη ποδιά δεν προλάβαινε να γεμίζει σακούλες. Τσάι με γάλα και γλυκά, τι συνήθεια !
             Η εταιρία προγνωστικών ποδοσφαίρου με έδρα το Λίβερπουλ πλήρωνε τους τυχερούς στον τόπο διαμονής τους ή στην πρωτεύουσα. Προκειμένου για σημαντικό κέρδος, διοργάνωνε μάλιστα γιορτή σε ακριβό ξενοδοχείο και προσκαλούσε κάποια γνωστή ηθοποιό να δώσει τις επιταγές.
             Στάθηκε δίπλα στον φανοστάτη μπροστά από μια τράπεζα και την αναμέτρησε με το βλέμμα. Αύριο το πρωί δίχως άλλο, είπε.Το είχε τάξει στον εαυτό του να πάει στο Λίβερπουλ. Το περίμενε κάθε Σάββατο, το λογάριαζε όλη την εβδομάδα, το ανανέωνε με κάθε αποτυχία. Πήδηξε σε ένα κόκκινο λεωφορείο και ανέβηκε στο επάνω πάτωμα. Κάθισε μπροστά και απλώθηκε. Θαυμάσιος τρόπος να δει κανείς το Λονδίνο.
             Έβγαλε τον φάκελο και τον κράτησε ανάμεσα στον δείχτη και τον αντίχειρα. Τράβηξε αργά την επιταγή. Την περιεργάστηκε προσεκτικά. Συλλάβισε τις λέξεις, μέτρησε τους αριθμούς. Ποσό, κωδικός αριθμός, υποκατάστημα τραπέζης, αριθμός λογαριασμού, αριθμός επιταγής. Σφραγίδες και δύο υπογραφές. Και πάνω με χοντρά γράμματα το όνομα της εταιρίας προγνωστικών.

             Ο οδηγός φρενάρισε απότομα. Ένα μαλλιαρό σκυλί πήδηξε στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Μπορούσε. Να μείνει στο καλύτερο ξενοδοχείο. Να αγοράσει το πολυτελέστερο αυτοκίνητο. Ένα μεγάλο σπίτι σε καλή περιοχή επιπλωμένο με απλό και ακριβό γούστο. Αφού βέβαια ταξιδέψει παντού. Σε μακρινές χώρες, σε εξωτικά νησιά.
             - Τέρμα. Όλοι έξω, φώναξε ο εισπράκτορας.
             Να διασκεδάσει, να απολαύσει τη ζωή με κάθε τρόπο. Να μπει στα μαγαζιά, να τα σηκώσει ολόκληρα. Να αγοράσει την ίδια την εταιρία στην οποία δούλευε.
             Πέρασε έξω από το σινεμά της γειτονιάς του. Ο δρόμος με τα ομοιόμορφα, παρδαλά σπίτια σαν να είχε ξεπηδήσει από τετράδιο ιχνογραφίας του δημοτικού.
             Ναι,μπορούσε τώρα. Να δώσει για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Ίσως ένα ποσό σημαντικό. Να βοηθήσει, φίλους, γνωστούς, συγγενείς. Και τι δεν μπορούσε να κάνει !
             Μπήκε στο δωμάτιο του κι άναψε το φως. Γλυκά, χαρούμενα χρώματα, απλά, φτηνά έπιπλα. Η μεγάλη αναπαυτική πολυθρόνα. Κοιμήθηκε έναν ύπνο βαθύ χωρίς όνειρα.

             Το άλλο πρωί σηκώθηκε νωρίς. Πήγε στην τράπεζα πρώτα να καταθέσει την επιταγή και να τακτοποιήσει όλες τις λεπτομέρειες. Δεν άφησε καμία εκκρεμότητα.
              Αγόρασε καινούρια εργαλεία και προμήθειες και γύρισε κοντά στις δώδεκα το μεσημέρι. Πέρασε από τη χαμηλή πόρτα στο εργαστήριο και ακούμπησε στον φαρδύ πάγκο.
               Ο φλεγματικός διευθυντής στην τράπεζα είχε γουρλώσει τα μάτια. Τόσα μόνο θα έπαιρνε τον μήνα; Όσο περίπου ο μισθός του; Ίσως κάποιο μικροποσό παραπάνω κατά διαστήματα.
              Είχε τώρα όλο τον καιρό στη διάθεσή του. Ποτέ πια δεν θα έκανε την ηλίθια δουλειά του γραφιά. Κοίταξε με απέχθεια τα γυαλισμένα παντελόνια του. Άγγισε με στοργή ένα-ένα τα σύνεργα, τον πηλό, τον φούρνο. Θα έπλαθε την ίδια τη γη με τη φαντασία, τη σκέψη και τα χέρια του. Θα της έδινε χρώματα ονείρου, χρώματα αγάπης και λευτεριάς. Κι ίσως κάποτε, κοντά σε όλα τ' άλλα,  κι αυτή να του έδινε αρκετά για να ζήσει.
   

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Διάλογος


- Καλημέρα.
                                                                  Δυο δέσμιοι της τρέλας ...
- Πώς πάν' τα κέφια;
                                                              ... διαπληκτιζόμενοι ή χαριεντιζόμενοι ...
- Η σύζυγος;
                                                              ... έφτασαν στο γνωστό αποτέλεσμα ...
- Τα παιδιά;
                                                              ... του απαγχονισμού του ενός υπό του άλλου. 
- Όλοι μια χαρά, δόξα τω θεώ. !
                                .                              ...Το αποτρόπαιο και προσβλητικόν ...
- Κι οι δουλειές;
                                                               ....δια την κοινωνίαν τούτο έγκλημα ...
  - Μεγάλη κίνηση στην αγορά.
                                                               ....συνέβη στο Δημόσιο Ψυχιατρείο ...
-  Βρέχει πάλι.
                                                                .... μέσα στο μπάνιο ...
- Άνοιξαν και τα σχολεία.
                                                               ... στις 7 Οκτωβρίου.
- Πώς πάει ο γιος σας με τα μαθήματα;
                                                                   Οι άνθρωποι που τα σκοτάδια ...
- Ο δικός μου πέρασε ιλαρά.
                                                                .. διετάραξαν τον φωτεινό κύκλο 
                                                                   της συνειδήσεώς τους ...
- Τώρα είναι καλά.
                                                                ... δεν έχουν πια καμιά ελπίδα ...
- Μόνο που δεν τρώει και μας στενοχωρεί.
                                                                .. να σωθούν δρασκελώντας τη βαριά πόρτα 
                                                                    του ψυχιατρείου.
- Είναι καλός στα μαθηματικά.
                                                                    Ο εισαγγελεύς της έδρας ...
- Δεν τα καταφέρνει όμως στην έκθεση.
                                                                  ... εχαρακτήρισεν το ψυχιατρείον ως επίγειον κόλασιν.
- Λέω να αρχίσω τα παιδιά αγγλικά φέτος.
                                                                   Και γιατί δεν γίνονται ενέργειες στο Υπουργείο                                                                                                     Προνοίας να αυξηθεί το προσωπικόν; 
- Τι τα θέλετε, μια γλώσσα είναι απαραίτητη στην εποχή μας.
                                                                    Γίνονται και παραγίνονται αλλά χωρίς αποτέλεσμα. 
- Θα δούμε το ματς στην τηλεόραση.
                                                                   Ο φύλακας-νοσοκόμος εκείνη τη στιγμή απουσίαζε. 
- Έχουμε μεγάλη ομάδα.
                                                                   Οι τριάντα και πλέον ψυχοπαθείς του θαλάμου ...
- Πάμε για πρωτάθλημα.
                                                                  ... παρακολούθησαν με έξαλλον ενθουσιασμό, 
                                                                      επευφημίες και χειροκροτήματα ...
- Ναι, αλλά μας αδίκησε ο διαιτητής.
                                                                  ... όλας τας θεαματικάς φάσεις του δράματος.
- Πάλι μου έδωσε κλήση εκείνος ο τροχονόμος.
                                                                      Αυτά και πολλά άλλα ελέχθησαν χθες ...
- Μεγάλο το πρόβλημα με το παρκάρισμα.
                                                                 ... ενώπιον του Τριμελούς ...
- Είναι χρήσιμο το πλυντήριο, απαραίτητο.
                                                                   ... όπου εδικάζοντο δύο νοσοκόμοι-φύλακες ..
- Εγώ αγοράζω ελληνικά προϊόντα.
                                                                   .... δι΄ανθρωποκτονίαν εξ αμελείας.
- Που λέτε βρήκα μια καινούρια ταβέρνα.
                                                                       Πλημμελής η περίθαλψις ...
- Κάτι σπεσιαλιτέ καταπληκτικές.
                                                                    ... και πενιχρά τα μέσα ...
- Απίθανη μελιτζανοσαλάτα.
                                                                    ...συντηρήσεως των ασθενών.
- Καλό παιδί, επιστήμων και από οικογένεια.
                                                                      Ο δράστης απηλλάγη πάσης κατηγορίας 
                                                                      λόγω της ασθενείας του. 
- Τι γάμος όμως !!
                                                                      Οι κατηγορούμενοι ισχυρίστηκαν ότι 
                                                                       ένας φύλακας δεν είναι δυνατόν ...
- Του έδωσε σπίτι και μετρητά.
                                                                   ... να ελέγχει 130 ασθενείς ...
- Η γυναίκα είναι για το σπίτι, φίλε μου.
                                                                   ... όταν αυτοί είναι διεσπαρμένοι σε πολλούς
                                                                       θαλάμους ανά είκοσι ή τριάντα.
- Εμείς ήμασταν διαφορετικοί.
                                                                      Το δικαστήριο έκρινε ότι η ευθύνη 
                                                                      δεν περιορίζετο μόνον ...
- Σας αφήνω και όπως είπαμε.
                                                                 .... στους δύο κατώτερους λειτουργούς
                                                                      αλλά αγκάλιαζε ...
- Αντίο. Χαιρετισμούς.
                                                                   ... ολόκληρο τον κοινωνικό και κρατικό
                                                                       μηχανισμό και τους αθώωσε. *

* Είδηση που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες στο τέλος της δεκαετίας του 1960.