Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Ο Χαχόλος


        Δυο βήματα απ' τον υπόγειο, έλεγε η αγγελία. Η σήραγγα μαύρη απ' την καπνιά, γεμάτη συνθήματα, επικλήσεις, ονόματα. Στην έξοδο ένας μικρός πουλούσε ελληνικές εφημερίδες.
       - Θα πάρετε το νούμερο οχτώ, απέναντι.
        Δέκα λεπτά με το λεωφορείο και πέντε με τα πόδια και φτάσαμε. Ένα ηλικιωμένο κεφάλι με κούκο πρόβαλε στο παραθυράκι της σοφίτας. Τράβηξα το δάχτυλο από το κουδούνι.
         Ακούστηκαν ρυθμικοί κρότοι στην ξύλινη σκάλα κι η βαρειά πόρτα άνοιξε. Στρόγγυλο πρόσωπο κακοξυρισμένο, χοντρά κανονικά χαρακτηριστικά,  ρούχα δουλειάς΄με μπογιές, σκόνες και λεκέδες. Κρατούσε μια αρμαθιά κλειδιά.
         - Μας στέλνει ο κ. Γκραντ.
         - Ναι, ναι, εντάξει, μουρμούρισε σαν να μονολογούσε. Είναι η καγκελωτή πόρτα απ' την άλλη πλευρά.

         Το σχετικά φτηνό ενοίκιο της Ιρλανδέζας κι η αιώνια αδράνειά μου μας είχαν καθηλώσει στη σοφίτα σχεδόν τρία χρόνια. Με τη μετακίνηση όμως της εταιρίας έπρεπε να μεταφερθούμε στην επαρχία ή στο βόρειο Λονδίνο κοντά στον σταθμό του τραίνου. Έτσι δεν θα 'χα παρά δυο-τρεις στάσεις με τον υπόγειο, πενήντα χιλιόμετρα με τραίνο και είκοσι λεπτά με λεωφορείο. Το βράδυ επιστροφή.
         Μια ακόμη προσπάθεια με τα μεγάλα γραφεία του Λονδίνου είχε την ίδια τύχη. Δωμάτια, διαμερίσματα και σπίτια, βρώμικα και καταθλιπτικά όταν δεν ήταν απρόσιτα σε τιμή ή απόσταση.
Κι από πάνω οι σκρόφες των δεκαοχτώ με μια σειρά καρτέλες και ύφος καρδιναλίου. Λες και δεν ζητούσες στέγη πανάκριβη αλλά μια μικρή βοήθεια. Αρχίσαμε να σκαλίζουμε τις συνοικιακές εφημερίδες. Ανακαλύψαμε ένα ετοιμόρροπο γραφείο κάποιου ευγενέστατου κυρίου Γκραντ, ινδικού προϊόντος της πάλαι ποτέ βρετανικής αυτοκρατορίας. Έτσι κάναμε τη γνωριμία του Ίσλινγκτον, όπου είναι χαμηλότερα τα ενοίκια και το περιβάλλον αρκετά πιο τραχύ.

       - Περάστε, είπε ο μελλοντίκός μας σπιτονοικοκύρης.
       - Είναι διακοσμητής, είχε τονίσει με άψογη προφορά ο κ. Γκραντ. Μάλλον οικοδόμος, καταλήξαμε. Μπήκαμε σ' ένα ευρύχωρο φωτεινό δωμάτιο με λουλουδένιο χαρτί στους τοίχους.
        - Αυτό είναι το σαλόνι.
        Ενθουσιαστήκαμε σιωπηλά. Η κρεββατοκάμαρα και η μικροσκοπική κουζίνα στο βάθος ενός απέραντου θολωτού διαδρόμου. Θα μοιραζόμασταν μπάνιο και καμπινέ με την ηλικιωμένη κυρία που έμενε στο διπλανό. Μπροστά ένας υποτυπώδης κήπος, πίσω αυλη με οπωροφόρα δέντρα. Ένας τεράστιος μαύρος γάτος πέρασε με νωχέλεια και χάρη, κοιτάζοντάς μας με μισόκλειστα, ερευνητικά και ταυτόχρονα αδιάφορα μάτια σαν αναγκαίο κακό.
        Η κουζίνα του γκαζιού είχε μισό δάχτυλο σκουριά και σημαντική διαφυγή.
        - Να αφήνετε το παράθυρο ανοιχτό μέχρι να τη διορθώσουμε, είπε ο κ. Στανίεβιτς, κάτοικος Αγγλίας από 25ετίας και Βρετανός υπήκοος.
        - Τους Ρώσους λένε Χαχόλους; ρώτησε η Σοφία.
         Μετά συζήτηση μισής ώρας, συμφωνήσαμε ότι είμασταν καλοί άνθρωποι. Μπορούσαμε λοιπόν να μεταφερθούμε σε έξι-εφτά μέρες. Μας πήρε ενοίκιο και για την εβδομάδα που μεσολαβούσε.
        - Δεν θα πω στον Γκραντ ότι το νοικιάσατε, πρότεινε. Μην του δώσετε προμήθεια.
        - Καλός είναι κι αυτός, είπε αργότερα η Σοφία.
        - Ο Χαχόλος; τόλμησα.
        - Ο Χαχόλος! θριαμβολόγησε.

        Η πρώτη μας κατοικία ήταν πολύ κοντά στο κέντρο. Σε συγκρότημα από βικτωριανά μέγαρα που το επιχειρηματικό δαιμόνιο αγνώστων ιδιοκτητών και η αιώνια κρίση στέγης είχαν μετατρέψει σε αυτοτελή δωμάτια με υποτυπώδη μέσα μαγειρέματος. Το ενοίκιο έξι ως οκτώ λίρες την εβδομάδα, ανάλογα με το μέγεθος και την αθλιότητα του δωματίου.
        Μέναμε στο τρίτο πάτωμα. Πριν χειμωνιάσει, νόμιζα ότι τα μεγάλα παράθυρα αποτελούσαν το μοναδικό πλεονέκτημα. Μοιραζόμασταν μπάνιο και αποχωρητήριο μ' ένα ζευγάρι Αυστραλών, τον Ινδό με ανεξάντλητη συλλογή τουρμπάνια και καλοχτενισμένη γενειάδα και μια νεαρή Αγγλίδα που, τυλιγμένη σε φτηνή γούνα, άφηνε υγρά αποτυπώματα και πόθους. Φυσικά το χρησιμοποιούσαν και οι πολυάριθμοι επισκέπτες. Όταν ερχόταν η σειρά μας για το μπάνιο, μισό κουτί απορρυπαντικό αδυνατούσε να διαλύσει τρία στρώματα γλίτσας. Στο ισόγειο δυο Πακιστανοί, πάνω κάποιος που το κρεββάτι του έτριζε. Τους υπόλοιπους δεν τους γνωρίσαμε κατά κανένα τρόπο. Ανακαλύψαμε τη σοφίτα της Ιρλανδέζας τρεις μήνες αργότερα.

      Ο Χαχόλος συχνά αράδιαζε αγριόμηλα στο περβάζι. Σαν ανοίγαμε το παράθυρο της κουζίνας για να φύγει η μυρωδιά του γκαζιού, έμπαιναν χρυσόμυγες και μέλισσες. Παρασκευή βράδυ που ερχόταν να εισπράξει το ενοίκιο, άρχισε ατέλειωτες ιστορίες για τα πατρικά κτήματα στην Πολωνία πάνω στα ρωσσικά σύνορα, για το χωριό που γεννήθηκε και χίλια δυο άλλα. Σε μια διάλεκτο που χρειαζόταν διερμηνέα.
      Το σπίτι χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου το έπιανε ο αέρας από παντού. Έτριζε τότε και κλυδωνιζόταν σαν ιστιοφόρο. Η γειτονιά μας ανάμεσα στην πανσπερμία της εργατιάς και των μαύρων, το λαϊκό και πολυδαίδαλο Ίσλινγκτον και το ακριβό, αριστοκρατικό και λευκό Χάιγκεϊτ. Όσο προχωρούσε το κύμα των γόνιμων Κυπρίων, Αφρικανών, Ινδών και Πακιστανών, οι Άγγλοι τρέπονταν σ' άλλες συνοικίες του Λονδίνου. Πολυάριθμα αγγελτήρια πωλήσεως διακοσμούσαν τους κήπους.

      Ένας ξένος κυκλοφορεί με την προέλευσή σου σαν σωματικό ελάττωμα, καμπούρα ή κομμένη μύτη. Αν είναι σκουρόχρωμος ή μαύρος, η κατάστασή του αγγίζει το τραγικό.
      - Ευχαριστώ, σενιόρ, είπε μ' ένα μικρό χαμόγελο αυτοθαυμασμού ο αστυνομικός όταν δηλώσαμε την αλλαγή κατοικίας.Η προσφώνηση φαίνεται ότι κάλυπτε όλους τους μη Βρετανούς λευκούς.
        Η συγκάτοικός μας κυρία Μάρτιν, μια ασπρομάλλα ύπαρξη γύρω στα εξήντα, δεν είχε εγκαταλείψει κοκεταρία και θηλυκότητα. Ήταν δασκάλα πιάνου και η διακριτική μουσική τα απογεύματα αποτελούσε ευχάριστη αλλαγή στη διαρκή κακοφωνία από το επάνω πάτωμα.
        - Είναι Εβραία, δεν το ξέρετε; μας είπε ένα βράδυ εμπιστευτικά ο Χαχόλος.

        Έξι πηρούνια και τέσσερα κουτάλια συμπλήρωναν την κατάσταση επίπλων και ειδών που υπογράψαμε. Η ηλεκτρική σόμπα στο υπνοδωμάτιο ήταν χαλασμένη και κρυώναμε. Δεν αποφύγαμε όμως να πληρώσουμε τον λογαριασμό του ηλεκτρικού για τον μήνα πριν μπούμε στο διαμέρισμα. Επέμενε τόσο πολύ που τον βαρέθηκα.
         Γυρίζοντας ένα βράδυ μετά ένα μήνα, παρατήρησα σωρό τα τούβλα πλάι σε μια σκαλωσιά. Ο Χαχόλος μαστόρευε. Στο σαλόνι μας χτύπησε έντονη μυρωδιά. Ανάψαμε το φως και βρήκαμε, σε ακτίνα δυο μέτρων από το παλιό τζάκι που κάλυπτε η σόμπα του γκαζιού, ένα παχύ στρώμα σκόνης. Παρά τη δυσφορία μας, δεν αποδώσαμε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός. Το επόμενο βράδυ ολόκληρο το δωμάτιο ήταν βουτηγμένο στη στάχτη. Καρέκλες, πολυθρόνες, τραπέζι, καναπές, βιβλία, δίσκοι. Ο Χαχόλος που προσέτρεξε στις κραυγές μας, φάνηκε ειλικρινά στενοχωρημένος. Πριν δυο μέρες με την ανεμοθύελλα είχα γκρεμιστεί η καμινάδα κι ευτυχώς που δεν περνούσε κανένας την ώρα εκείνη. ΄Έτσι εξηγούντας τα τούβλα. Φώναξε τη μικρή του κόρη και με εντατική εργασία δύο ωρών καθάρισαν το δωμάτιο. Η μυρωδιά όμως είχε επικαθήσει παντού κι έμεινε για πολλές μέρες.

        Τα πρωινά του Σαββάτου ή της Κυριακής διαβάζαμε ξαπλωμένοι στην πολυθρόνα και συχνά αφήναμε το βλέμμα πέρα στον κάτω μαχαλά. Ήταν οι στιγμές της νοσταλγίας στη γειτονιά των ξένων. Όταν ξεπρόβαλλε ο σπάνιος εκείνος ήλιος, φωνές παιδιών πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα. Οι αχτίδες παιχνίδιζαν στις πολύχρωμες στέγες, στα βουβά αυτοκίνητα και τα προαύλια των σπιτιών. Απ' το όχημα του πλανόδιου παγωτατζή η μουσική έφτανε σαν σπαραγμός για πάντα χαμένου καλοκαιριού στην υγρή χώρα του βορρά.

         Σε δυο μήνες, το καθημερινό πηγαινέλα με εξάντλησε ψυχικά και σωματικά. Αποφασίσαμε να μεταφερθούμε στην πολιτεία των φορτηγών, το θλιβερό Λούτον. Νοικιάσαμε ένα μικροσκοπικό αλλά καινούριο διαμέρισμα κοντά στα εργοστάσια συναρμολογήσεως αυτοκινήτων. Το συμβόλαιο όμως με τον Χαχόλο ήταν για έξι μήνες. Όταν τελικά του φανερώσαμε τα σχέδιά μας, του κακοφάνηκε αλλά έδειξε, παράδοξα, κατανόηση. Με μόνο αντάλλαγμα να ακούσουμε υπομονετικά ώρα ολόκληρη τις ατέλειωτες αφηγήσεις του.
        Πρωί τη μέρα που φύγαμε άφησα στο κατώφλι της κ. Μάρτιν ένα κουτί γλυκά με την καινούρια διεύθυνση και την παράκληση να μας στέλνει τα γράμματα. Μια βδομάδα αργότερα, διαπιστώσαμε ότι δεν το είχε βρει. Σαν επισφράγισμα της εφήμερης γνωριμίας μας, το είχε βουτήξει ο Χαχόλος.