Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Δωρεάν παιδεία


Τα φύλλα του κισσού, που κάλυπταν δω κι εκεί την πελεκημένη πέτρα, έπαιρναν το φθινόπωρο ένα κόκκινο χρώμα ψηλά ως τη στέγη. Κόκκινο βαθύ μεθυστικό όπως ο ήλιος όταν βασιλεύει στον Θερμαϊκό ή το εφηβικό αίμα. Κάτι σαν σήμα κινδύνου για τον επερχόμενο χειμώνα στεφάνωνε τα παράθυρα σε όλη την περίμετρο. Μ' αυτόν τον τρόπο, το κεντρικό κτίριο του σχολείου έκρυβε προσωρινά το απατηλό του γκρίζο, προστάτευε τους χυμούς του κι ετοιμαζόταν για την εποχή της παγωνιάς.

Ο μακρύς διάδρομος της ανατολικής πλευράς στο ισόγειο ήταν ένας χώρος οικείος και επίφοβος. Εκεί βρισκόταν το γραφείο του προέδρου, η διοίκηση και η γραμματεία κι εκεί, ακουμπισμένοι στον τοίχο σκυθρωποί ή εξωτερικά αδιάφοροι, περίμεναν με αγωνία οι παραβάτες να τους φωνάξουν για κάποια επίπληξη τουλάχιστον ή τιμωρία, ή, στη χειρότερη περίπτωση, αποβολή. Περίμεναν και προσπαθούσαν φυσικά να επινοήσουν πιθανές και συχνότερα απίθανες δικαιολογίες.

Ο κοντός μεσήλικας με το στρόγγυλο πρόσωπο και τ' αραιά μαλλιά πάνω σ' ένα γυαλιστερό κρανίο, χείλη λεπτά και στενά μάτια που ζύγιζαν αμείλικτα τα πάντα, ο διαχειριστής με τα κρεπ παπούτσια, το γκρι κοστούμι και το μάλλινο πουλοβεράκι,  καθόταν στο γραφείο του και  μελετούσε με εμβρίθεια αριθμούς και καταστάσεις. Κατά διαστήματα, έκανε προσθέσεις σε μια αριθμομηχανή με χαρτοταινία δεξιά του και τις καταχωρούσε στα κιτάπια του. Από αριστερά έμπαινε διστακτικά το φως και κάποια υποψία θορύβου.

Χτύπησε σιγανά η πόρτα. Εκείνος άκουσε αλλά δεν διέκοψε. Περίμενε τον καθυστερημένο δεύτερο χτύπο κια ύστερα απάντησε κοφτά και μονολεκτικά. Μπήκε με ολοφάνερη αμηχανία και στάθηκε κάπως μακριά του ένας από τους μικρότερους μαθητές. Ψηλός, μελαχρινός, μάλλον αδύνατος, αρκετά ασουλούπωτος μ' ένα παλιό σακάκι και παντελόνι. Τα πρώτα γένια και σπυράκια είχαν κάνει την εμφάνισή τους στα μάγουλα και το πηγούνι του.

Ο κοντόσωμος καραμανλής με την αγέλαστη γραβάτα συνέχισε να μελετάει με την ησυχία του τα χαρτιά του. Κανείς δεν ήξερε με βεβαιότητα, και δεν τολμούσε βέβαια να ρωτήσει, αν επισήμως είχε ή δεν είχε τα πειθαρχικά καθήκοντα που με μεγάλη απόλαυση ασκούσε. Όταν έκρινε ότι είχε φτάσει η ώρα, άφησε κάτω το στυλό και σήκωσε τα μάτια. Από το βλέμμα του σπάνια έλειπε μια σκιά αποδοκιμασίας προς κάθε κατεύθυνση. Περιεργάστηκε, μέσα από τους μυωπικούς φακούς, υπομονετικά τον μαθητή σαν να είχε κατορθώσει να τον βλέπει και πάλι για πρώτη φορά. Με λιγότερη περιφρόνηση και περισσότερη διάθεση αυστηρότητας και ίσως τιμωρίας, και σίγουρα εξαιρετικά αποδοτικός στην εργασία του, μπήκε χωρίς άλλη χρονοτριβή κατευθείαν στο θέμα.

Λοιπόν, τι γίνεται, το είπες στον πατέρα σου; Πότε επιτέλους θα πληρώσει; είπε με ένρινη φωνή ανοίγοντας ελάχιστα το στόμα. Τέλος Νοεμβρίου, πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, κι εσύ χρωστάς από το δεύτερο εξάμηνο πέρσι. Λέγε, τζάμπα θα σε σπουδάζουμε;

Ίσως η μεγαλύτερή του ικανότητα, που έμοιαζε με φυσικό ταλέντο, ήταν να επιλέγει εκείνες τις ερωτήσεις και να τις υποβάλει με τέτοιο τρόπο που ο άλλος, και ιδιαίτερα ένας μαθητής, να είναι αδύνατον να απαντήσει. Ο νεαρός είχε τώρα σκύψει κάπως το κεφάλι με πλήρη επίγνωση της ενοχής του. Τα χέρια του κρέμονταν αδέξια στο πλάι και στο μέτωπό του είχε χαραχτεί μια πρόωρη ρυτίδα. Με δυσκολία έκρυψε έναν μορφασμό και άνοιξε ελαφρά τα πόδια, λες και θα ισορροπούσε έτσι καλύτερα. Το πένθιμο ύφος του τονίστηκε από μια έκφραση απελπισίας.

Κύριε, είπε και σταμάτησε. Κύριε, επανέλαβε μετά, προσθέτοντας το όνομα του διαχειριστή με προσοχή για να μην το προφέρει λάθος. Μπορείτε να μου πείτε τι άλλο να κάνω; Την περασμένη εβδομάδα έδωσα στον πατέρα μου το μήνυμά σας και μου είπε ότι περιμένει σε δυο-τρεις μήνες να κλείσουν κάτι παλιές δουλειές και τότε να εξοφλήσει τα δίδακτρα.

Στην έκφραση του διαχειριστή, η αγανάκτηση και η περιφρόνηση είχαν ήδη κυριαρχήσει, εκτοπίζοντας την αυστηρότητα. Πώς είπες; έκανε σαν να να μην πίστευε στ' αυτιά του. Ο μαθητής έμεινε βουβός. Άκου, εδώ είναι ιδιωτικό σχολείο. Αν δεν είχατε παράδες, τότε να πήγαινες στο δημόσιο. Ξέρεις τι έξοδα πρέπει να καλύψουμε εμείς; Ένα σωρό μισθούς καθηγητών, προσωπικού, φως νερό, τηλέφωνο. Τι να στα λέω τώρα; Το σχολείο δεν βγαίνει. Πες μου, παιδί μου, αν δεν πληρώνεις εσύ, αν δεν πληρώνει ο ένας και ο άλλος, πώς θα λειτουργήσει το σχολείο;

 Τη στιγμή εκείνη χτύπησε το τηλέφωνο και ο διαχειριστής εγκατέλειψε πρσωρινά το θήραμά του. Το ύφος του προσέλαβε ακαριαία μια έκφραση κάπου στο μεταίχμιο της επιφανειακής εγκαρδιότητας και της αξιοπρεπούς υποταγής. Μίλησε αγγλικά με ευχέρεια και επάρκεια, και με το αναπόφευκτο κατάλοιπο στην προφορά από τα βάθη της ανατολής. Ο μαθητής πήρε μια βαθιά ανάσα. Παρόλο που με τρόμο είχε προβλέψει τι θα γινόταν όταν τον κάλεσαν στο μεγάλο διάλειμμα στο γραφείο, είχε φτάσει τώρα στα όρια της απόγνωσης. Γιατί ούτε και ο ίδιος πολυπίστευε ότι οι υποσχέσεις του πατέρα του θα είχαν κάποιο αντίκρισμα.

Η εμπορική εταιρία του είχε πριν ένα χρόνο περίπου πτωχεύσει κι δεν χρωστούσαν βέβαια μόνο στο σχολείο. Αντιμετώπιζαν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες στο σπίτι, ακόμα και για το φαγητό, και το όνειρο του πατέρα του να μάθει ο γιος του αγγλικά για να τον βοηθήσει στις συναλλαγές του με το εξωτερικό, έμοιαζε τώρα με κακόγουστο ανέκδοτο. Πριν λίγες μέρες μάλιστα, καταπίνοντας τον εγωισμό του, τον είχε παροτρύνει να πάει να μείνει με τη μητέρα του που είχε ξαναπαντρευτεί. Από καιρό τώρα του δίνανε ακριβώς τα ναύλα του και μια φορά, που λιμπίστηκε ένα κουλούρι και δεν άντεξε στον πειρασμό, αναγκάστηκε τελικά να περπατήσει έξι χιλιόμετρα ως το σπίτι.

Εκείνο που δεν μπορούσε βέβαια να ξέρει ο μαθητής, το απίστευτο για τους τρίτους που αυθόρμητα ταύτιζαν το αμερικανικό κολλέγιο με τη χλιδή, ήταν ότι το σχολείο είχε έλλειμμα στον προϋπο-λογισμό του και, επιπλέον, είχε κληρονομήσει από την προηγούμενη διοίκηση ένα σοβαρό χρέος. Την παρακολούθηση των οικονομικών και την αποπληρωμή του χρέους είχε αναλάβει προσωπικά ο πρόεδρος και, βέβαια, ο διαχειριστής που ήταν και παλιός απόφοιτος.

Το τηλεφώνημα όμως είχε τελειώσει και ο διαχειριστής ακούμπησε το ακουστικό στη θέση του. Πού είχαμε μείνει; ρώτησε, μη περιμένοντας απάντηση. Λοιπόν, ακόμη κι εσύ καταλαβαίνεις ότι χωρίς λεφτά δεν μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία του ένα σχολείο. Ακολούθησαν στιγμές ταπεινωτικής αμηχανίας για τον μικρό και επαγγελματικής αδημονίας για τον μεγάλο .

Τότε να φύγω, ψέλλισε ο έφηβος. Πρόσωπο ανεπιθύμητο, αυτό είμαι, σκέφτηκε, όλοι φεύγουν από μένα ή θέλουν να με διώξουν. Να φύγω όμως από το σχολείο μου, να φύγω από τους φίλους μου, τώρα στον τρίτο χρόνο; Αισθάνθηκε να φουντώνει μέσα του απειλητικά μια πίκρα, μια απόγνωση, που έγινε αποφασιστικότητα μπροστά στο αναπότρεπτο. Θα πω στον πατέρα μου ότι θα φύγω, πρόσθεσε κατηγορηματικά και μεγαλόφωνα.

Ο διαχειριστής φάνηκε να μαλακώνει κάπως, χωρίς να υποχωρήσει. Θα πεις στον πατέρα σου να στείλει τα λεφτά, τόνισε, δεν σου είπα εγώ να φύγεις. Αν είναι εντάξει, δεν υπάρχει λόγος να φύγεις. Έπειτα, τι ιστορίες είναι αυτές, σε δυο-τρεις μήνες και οι δουλειές που θα τελειώσουν; Ξέρεις τι μου θυμίζει αυτό; Στα χείλη του έσκασε κάτι σαν χαμόγελο. Μου θυμίζει την ιστορία εκείνη με τον χότζα.

Ο υπόλογος έκανε μια βίαιη κίνηση οργής αλλά συγκρατήθηκε. Οργής για τους γονείς του, οργής για τον εαυτό του, και πολύ λιγότερο για τον διαχειριστή. Είχα χορτάσει με την τουρκική θυμοσοφία κι ελάχιστη διάθεση είχε για ανέκδοτα. Μ' αυτές τις ιστορίες απ' τον μικρασιάτη πατέρα σου είχε μεγαλώσει, αρκετές φορές τις είχε ακούσει αυτοπροσώπως από τον διαχειριστή και περισσότερες σε ελεύθερη απόδοση από τους μεγαλύτερους.

Αυτό που λες μου θυμίζει, συνέχισε ο διαχειριστής απτόητος, τον χότζα στην Τουρκία που χρω-στούσε πενήντα γρόσια και δεν πλήρωνε. Ο δανειστής τον πίεζε και μια μέρα τον στρίμωξε για τα καλά. Να σου πω τι θα κάνω για να σου επιστρέψω τα λεφτά σου, του είπε ο χότζας. Όπως ξέρεις, το χωράφι μου είναι στο πέρασμα από το λιβάδι προς τον κάμπο. Θα φυτέψω λοιπόν αγκάθια και όταν οι βοσκοί κατεβάσουν το φθινόπωρο τα πρόβατα για τα χειμαδιά, θα σκαλώσει το μαλλί του στ' αγκάθια. Ε, τότε εγώ θα το μαζέψω, θα το γνέσει η γυναίκα μου, θα το πουλήσω στο παζάρι και θα σε πληρώσω.

Πρός το τέλος της αφήγησης, το αρχικά λυμφατικό χαμόγελο απλώθηκε θριαμβευτικά στα χείλη του, όχι όμως και στα μάτια του. Αμέσως μετά φάνηκε να αγανακτεί με τα ίδια τα λόγια του. Τόσο κορόιδο τον περνούσε ο χότζας τον δανειστή. Ζήσε Μάη μου, να φας τριφύλλι. Αυτό μου λες κι εσύ τώρα.

Δεν σας λέω αυτό, είπε ο μαθητής με τόλμη μέσα στην απελπισία του. Κάπου έξω λυτρωτικά χτύπησε το πρώτο κουδούνι για το μάθημα. Ακούστηκαν φωνές και το ποδοβολητό των παιδιών στις σκάλες. Δεν τελειώσαμε ακόμη, τόνισε ο διαχειριστής. Να πεις στον καθηγητή σου ότι ήσουν σ' εμένα.

Αυτό που θέλω να σας πω είναι να περιμένετε λιγάκι, συνέχισε ο μαθητής, ρίχνοντας άθελά του λάδι στη φωτιά. Να περιμένω, τι να περιμένω δηλαδή, να μαζέψεις το μαλλί ή να το γνέσεις; Φούντωσε ακόμη περισσότερο. Ακόμη και το λεωφορείο από το Χαριλάου για το Κολλέγιο σου πληρώνουμε. Και το λεωφορείο, επανέλαβε, τονίζοντας μια μια τις συλλαβές της λέξης. Κι εσύ μου λες να περιμένω. Τέλος πάντων, έχουμε και δουλειά εδώ, το ξέρεις; Λοιπόν, είπε σαν ν' ανακεφαλαίωνε. Θα περιμένω απάντηση από τον πατέρα σου. Συγκεκριμένη απάντηση και γρήγορα. Όχι την άνοιξη, όχι μετά τ' αλώνια. Θα περιμένω να φέρεις τα λεφτά. Εντάξει;

Εντάξει, είπε ο μαθητής, σαν να κατέθετε τα όπλα που ποτέ δεν είχε. Να πάω στο μάθημά μου τώρα; Ο διαχειριστής έγνεψε καταφατικά, κάνοντας και μια κίνηση του χεριού προς τα έξω, κι εκείνος οπισθοχώρησε και χτύπησε τον ώμο του στην κάσα της πόρτας. Ο διαχειριστής κούνησε το κεφάλι του κι έμεινε για λίγο να κοιτάζει, μην ξέροντας πια τι άλλο να ελεεινολογήσει. Ύστερα βυθίστηκε πάλι στα χαρτιά του.

Ο έφηβος ανέβηκε τις σκάλες με σκυμμένο τώρα το κεφάλι του σαν να μετρούσε προσεκτικά τα βήματά του. Πριν φτάσει στην τάξη του, πέρασε από μια άδεια αίθουσα, κοντοστάθηκε και, υπακούοντας σε τυφλή παρόρμηση, μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα. Πήρε φόρα και σημάδεψε με το πόδι ένα θρανίο αλλά ύστερα σταμάτησε, στηρίχτηκε με ανοιχτά τα χέρια ψηλά στον πίνακα και άρχισε να κλωταει τον τοίχο. Κλωτσούσε μα ολοένα αυξανόμενη δύναμη χωρίς να βγάλει αναστε-ναγμό, ούτε λέξη, δαγκώνοντας τα χείλη του και με κλειστά τα μάτια. Κλωτσούσε έως ότου σχηματίστηκε μια ακανόνιστη μουτζούρα στην επιφάνεια.

Κάποτε συνήλθε εξουθενωμένος πια και κάπως ήρεμος, κοίταξε τριγύρω του, περιεργάστηκε τον εάυτό του .Στο βάθος, έξω από το παράθυρο, είδε κατάφυτες τις απαλές καμπύλες των λόφων ως τον ορεινό όγκο του Χορτιάτη. Σαν κάτι να αποφάσισε, σήκωσε το κεφάλι του, βγήκε και χτύπησε την πόρτα της τάξης του. Με φώναξαν στο γραφείο, κύριε, είπε στον καθηγητή, για να μου δώσουν ένα μήνυμα για τον πατέρα μου Όχι, δεν έχει τίποτα το πόδι μου. Ναι, είμαι βέβαιος. Κουτσαίνω γιατί το χτύπησα λιγάκι παίζοντας μπάλα, θα περάσει.