Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Παιδί της αλάνας και του βιβλίου





κανένα γυναικείο χέρι
δεν κράτησα
δεν χάιδεψα ως τώρα
με την παλάμη μου
με τ’ ακροδάχτυλα
τόσο ανάλαφρα
τόσο θερμά και ερωτικά
όσο ένα κοινό μολύβι






          Γιατί, δηλαδή, να θεωρούνται ασυμβίβαστα αυτά τα δύο και να μην συμπληρώνει το ένα το άλλο αρμονικά; Γιατί αφού σκοτωθείς σε άγρια παιχνίδια στην πλατεία και ανεβείς στο σπίτι καταϊδρωμένος για να πιεις εφτά ποτήρια νερό από τη βρύση, να μη μπορείς να ξαπλώσεις στον ντιβάνι  και, ακουμπώντας το κεφάλι σου στο χέρι, να χώσεις τη μούρη σου ηδονικά σ’ ένα βιβλίο και κάποτε να σε πάρει εκεί ο ύπνος από τον συνδυασμό σωματικής και πνευματικής κούρασης; Συναρπαστικό το παιχνίδι, συναρπαστικό  όμως και το βιβλίο. Άλλου είδους παιχνίδι αυτό.
        Αυτές όμως είναι σκέψεις της ωριμότητας που θέλει, σώνει και καλά, να εξηγήσει το κάθε τι. Πιτσιρικάς της γειτονιάς εγώ, δεν είχα ανάγκη από καμιά δικαιολογία και καμιά εξήγηση. Απλώς μου άρεσε, τρελαινόμουν να τα κάνω και τα δύο. Απόδειξη τα γόνατα και τα καλάμια μου που ήταν γεμάτα πληγές και σημάδια, και το μυαλό μου   που ήταν γεμάτο ιστορίες. Ιστορίες, φαντασίες και όνειρα που, σε ένα αξεδιάλυτο χαρμάνι  αργότερα  με τις εμπειρίες της ζωής, θα με οδηγούσαν κάποτε στο γράψιμο. 
        Τι διάβαζα; Ό, τι έπεφτε στα χέρια μου και ό, τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Τα λίγα βιβλία  βέβαια που υπήρχαν στο σπίτι, από καμιά δεκαριά φορές το καθένα, με πρώτους τους Άθλιους του Βίκτωρος Ουγκώ.  Η Δίκη των Εξ για τη Μικρασιατική Καταστροφή με ενδιέφερε άμεσα αλλά ήταν γραμμένη σε μια στριφνή καθαρεύουσα και με δυσκόλευε. Τα βιβλία που δανειζόμουν από τη βιβλιοθήκη της Χ.Α.Ν.Θ., μοναδική στη Θεσσαλονίκη την εποχή εκείνη. Τα βιβλία  που  δανειζόμουν από φίλους και τα κρυμμένα ως ακατάλληλα από τον πατέρα μου ή τον μεγάλο μου αδερφό, που βέβαια ξετρύπωνα όταν ήμουν μόνος στο  σπίτι. Αστείο πράγμα οι κρυψώνες για ένα διψασμένο παιδί. Άσε που τα κλειδιά καμιά φορά τύχαινε να μείνουν ξεχασμένα πάνω στην κλειδαριά.
        Διάβαζα και την εφημερίδα που έτρεχα να αρπάξω από το χέρι του μπαμπά όταν γύριζε το μεσημέρι από το μαγαζί. Διάβαζα τα λαϊκά περιοδικά της εποχής, Θησαυρό, Ρομάντζο, Μπουκέτο, από  πάνω αριστερά στο εξώφυλλο ως κάτω δεξιά στο οπισθόφυλλο. Διάβαζα κάποια τεύχη της εγκυκλοπαίδειας του Ηλίου που υπήρχαν τότε στο σπίτι, διάβαζα  ως και γραμματόσημο όταν λύσσαγα να διαβάσω κάτι  και δεν είχα.
        Το γλέντι μου όμως ήταν η Μάσκα και οι αστυνομικές ιστορίες της.  Στη γωνία Μακεδονικής Αμύνης και Ολύμπου, πάνω αριστερά από το μπαλκόνι μας, ήταν ένα περίπτερο με κρεμασμένα απέξω τα παλιά τεύχη της Μάσκας  και της Μασκούλας με μανταλάκια σαν μπουγάδα ρούχων. Δωρεάν τα κοίταζες, δωρεάν τα ξεφύλλιζες,και με δύο δραχμές τα δανειζόσουν για μια βδομάδα. Έδιναν κι
 έπαιρναν ο Ντέντεκτιβ Χ,  ο Άνθρωπος Αράχνη, ο Ρεπόρτερ Ρολόι και διάφοροι άλλοι λιγότερο διάσημοι ήρωες των συγγραφέων της εποχής.
           Ο μπαμπάς βέβαια δεν ενέκρινε αυτά τα αναγνώσματα και, εκτός από τις συνηθισμένες επιπλήξεις του, μια φορά, μέσα στο βαποράκι που γυρίζαμε από την Περαία, μου άρπαξε από τα χέρια τη Μάσκα που διάβαζα παραδίπλα και την πέταξε στην αφρισμένη θάλασσα. Κάτι που δεν θα συγχωρούσα ποτέ σε κανέναν άλλο αλλά  από τον πατέρα μου, αυτή η εντελώς σπάνια πράξη απλώς με πίκρανε προσωρινά.
           Διάβαζα λοιπόν. Διάβαζα  με το φως της μέρας, διάβαζα και με τη γυμνή λάμπα που κρεμόταν από το ταβάνι και μου έλεγαν ότι θα χαλάσω τα μάτια μου και θα βάλω γυαλιά. Διάβαζα τις μέρες του σχολείου, διάβαζα τα Σαββατοκύριακα και τις διακοπές. Διάβαζα γερμένος με τα παπούτσια απέξω στο ντιβάνι και στο
διπλό κρεβάτι, διάβαζα στο μικρό μπαλκόνι της Πλατείας Δικαστηρίων και στην κρυψώνα μου ανάμεσα στα καυσόξυλα στο πίσω μακρόστενο μπαλκόνι, διάβαζα και στο καμπινέ, συχνά τα αποκόμματα περιοδικών και εφημερίδων που χρησιμοποιούσαμε τότε ως χαρτί υγείας. Διάβαζα στο λεωφορείο και το τραμ, διάβαζα και στο βαποράκι για Περαία και   Μπαξέ Τσιφλίκι. Διάβαζα με το εξωσχολικό βιβλίο μέσα στο βιβλίο του σχολείου για παραλλαγή, διάβαζα όπου  στεκόμουν κι όπου βρισκόμουν. Διάβαζα όταν δεν έπαιζα και έπαιζα διαβάζοντας. Κι όταν ήμουν βυθισμένος στο διάβασμα, δεν έβλεπα και δεν άκουγα τίποτε άλλο. Κι ήμουν ακόμη στο δημοτικό σχολείο.
          Από το διάβαζα στο έπαιζα όμως είναι που δεν έχει τελειωμό. Σκέφτηκα μερικές φορές να καθίσω και να καταγράψω όλα τα αυτοσχέδια παιχνίδια που παίζαμε στη γειτονιά. Αυτοσχέδια γιατί   φυσικά λεφτά δεν υπήρχαν και άντε να αγοράζαμε  σπάνια καμιά   σβούρα, κανένα σκαλιστό ή τα σύνεργα για χαρταετό ή τον καραγκιόζη. Ήταν μια εποχή αυτονόητης γενικής στέρησης και το κάτι λίγο παραπάνω, ένα λουκούμι, μια καραμέλα, ένα γλυκό ή ένα παιχνίδι, ήταν για όλους μας, μικρούς και μεγάλους, μια αληθινή γιορτή. 
          Τα παιχνίδια της γειτονιάς θα μπορούσε να τα διακρίνει κανείς στα πολύ άγρια έως επικίνδυνα, στα απλώς σκληρά, με δεδομένη την τεστοστερόνη που είχε αρχίσει να ρέει κρουνηδόν στο σύστημά μας και στα ήπια, συνήθως επιτραπέζια ή συνηθέστερα επιπεζούλια, δηλαδή, στο πεζούλι του παραθύρου του συχνά ενοχλημένου έως εξαγριωμένου κυρ-Θανάση που έμενε στο ημιυπόγειο και είχε το απίστευτο θράσος να θέλει να κοιμηθεί το μεσημέρι.    
         Τα πολύ άγρια ήταν η μακριά γαϊδούρα  (τσαταλίνα-ματαλίνα-και στον κώλο σ’ μια σωλήνα, πόσα είναι αυτά;), ο πετροπόλεμος , συνήθως με την Καρμπολά  απέναντι, οι διάφορες απόπειρες να πυροδοτηθούν οι σφαίρες που βρίσκαμε  καμιά φορά πεταμένες στον δρόμο,  το τζιζ (τα χαστούκια ξέφευγαν καμιά φορά στον ώμο ή στο μάγουλο),  το άλμα εις βάθος στο αμμοχάλικο της υπό ανακατασκευή εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου και ο μπίκος με την ασετιλίνη, που κάποτε στη μέση της πλατείας έσκυψε να δει γιατί αργούσε να εκτοξευτεί ο Τάκης,  μεγαλύτερος αδερφός του Αχιλλάκου, έφαγε τον μπίκο στο κεφάλι  και έφερε μετά το σημάδι στο μέτωπο ως παράσημο.
        Τα απλώς σκληρά , ίσως όχι από τη φύση τους αλλά με τον τρόπο που τα παίζαμε εμείς, ήταν το δίτερμα με τη συνήθως πάνινη ή λαστιχένια μπάλα, ακόμη και με πέτρα στην πλατεία, το κυνηγητό και ο κρυφτόμπικος,  η τσομάκα-τσιλίκα, το πατίνι, το κατρακύλι και το ποδήλατο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κόντεψα να σκοτωθώ με το αθώο ποδήλατο, είτε από αυτοκίνητο, είτε από σατανικούς τοίχους που έτειναν να έρχονται κατευθείαν επάνω μου, ακόμη και απλώς πέφτοντας στις μυτερές κοτρώνες της πλατείας.
          Ήπια ήταν τα αναρίθμητα επιτραπέζια, τριάρα, εξάρα, εννιάρα και                 δεκαεξάρα, το «μη θυμώνεις άνθρωπε» ή stop, όπως το ονόμαζε  ο Τάκης ο ψηλέας, που ήταν και κάτοχός του, το τάβλι, από εβραίικο ως πόρτες, πλακωτό και φεύγα, οι μπίλιες ή γκαζιές σε διάφορες παραλλαγές, η σβούρα, οι ομάδες και τα πιατάκια, τα χαρτόνια, το σχοινάκι, τα σκαλιστά και το κουτσό που συνήθως παίζανε τα κορίτσια. Και βέβαια τα χαρτιά από ξερή και τριανταμία ως το πόκερ που είχε μάθει ο Λαζαράκης από τον πατέρα του  και το είχε διδάξει σε μένα.Χωρίς να αποκλείονται τα μοναχικά παιχνίδια, όπως η πασιέντζα,  τα σταυρόλεξα, οι γρίφοι και διάφορες προκλήσεις στον εαυτό μου που επινοούσα.
           Αυτά θυμάμαι τώρα και τελειωμό δεν έχει η ιστορία με τα κυρίως αυτοσχέδια παιχνίδια, ούτε οι διαχωρισμοί αυτοί ήταν απόλυτοι. Γιατί  τα ήπια μπορεί ξαφνικά να γίνονταν άγρια ή πολύ άγρια με τις μπουνιές να πέφτουν αριστερά και δεξιά, σχεδόν ποτέ  όμως μεταξύ των μελών της στενής παρέας στη γειτονιά.  Πώς αλλιώς όμως θα δίναμε διέξοδο στην παιδική ορμή μας, πώς αλλιώς θα μαθαίναμε τη συνεργασία, την άμιλλα, τον ανταγωνισμό, πώς αλλιώς θα μεγαλώναμε; Πώς αλλιώς θα διαμορφωνόταν ο χαρακτήρας μας και θα ξεχώριζε ο έντιμος από τον χαραμτζή; Και πώς αλλιώς θα ησύχαζε για λίγο το κεφάλι γονέων και κηδεμόνων:
          Το διάβασμα και τα παιχνίδι με ακολούθησαν βέβαια σε όλη μου τη ζωή. Στην εφηβεία μου στο γυμνάσιο, στις σπουδές μου, στη δουλειά μου,  παντού. Αναπτύχθηκαν, μεταλλάχτηκαν, εξελίχτηκαν αλλά παρέμειναν ουσιαστικά τα ίδια. Η λαχτάρα για γνώση και η λαχτάρα για διασκέδαση που συχνά συνδυάζονταν σε μια πρόκληση στις ικανότητές μου ή στην τύχη, σε μια πρόκληση πνευματική. 
 Όσο μεγάλωνα βέβαια άρχιζαν να υποχωρούν τα σωματικά και βίαια και να υπερισχύουν τα ήπια και καθιστικά, τα εγκεφαλικά Το αγόρι και ο έφηβος που έπαιζε, σταδιακά εξελίχτηκε σε παθιασμένο τζογαδόρο και το παιδί που διάβαζε σε ποιητή και πεζογράφο με δεκάδες βιβλία.
         Φαίνεται όμως ότι κάποιος άλλος παίζει μαζί μας το δικό του παιχνίδι, διαβάζει και γράφει το δικό του μεγάλο βιβλίο. Κάποιος άγνωστος και ανεξιχνίαστος στο παρασκήνιο  καθορίζει τη ζωή μας από τη στιγμή που αρχίζει να σχηματίζεται στη μήτρα της γυναίκας. Κι ερχόμαστε μετά εμείς, αθύρματα στα δικά του χέρια, να μιλήσουμε για ελευθερία, να προκαλέσουμε την τύχη μας και ίσως μάταια να προσπαθήσουμε να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο μας. Τι παιχνίδι κι  αυτό !!