Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Ιπτάμενος χωρίς φρένα στην Αμύντα


                                                                                     ακούγονται φωνές παιδιών
                                                                                    πατίνια και ποδήλατα
                                                                                    το ανοιξιάτικο ξημέρωμα
                                                                                    ηχεί στα καλντερίμια
                                                                                    μοσκοβολάει στο χώμα
 
              Το ποδηλατάδικο του Μακαρίκα  στην Ολύμπου, απέναντι περίπου από τον φούρνο του Κόταλη και κοντά στη γωνία με την Αμύντα, ήταν γυμνό και φτωχικό όπως όλα τα μαγαζιά της γειτονιάς. Ο ποδηλατάς, ένας γκρίζος και σκυθρωπός μεσήλικας με τα ρούχα της δουλειάς, με χοντροπάπουτσα χωρίς κορδόνια, με μουντζουρωμένα χέρια, λαιμό και πρόσωπο. Τα ελάχιστα καλά ποδήλατα έλειπαν μονίμως και ιδιαίτερα όταν κατόρθωνα  να  συγκεντρώσω 
το μυθικό πενιχρό ποσό που χρειαζόταν για βόλτα ένα τέταρτο με είκοσι λεπτά.
             Έτσι τη μέρα εκείνη, όταν μισοσκυμμένος πήρα απότομη στροφή απ’ 
την Αγνώστου Στρατιώτου, σφίγγοντας τα λεφτά στην τσέπη, και κατευθύνθηκα πλησίστιος προς τα ποδήλατα, δεν βρήκα στην ξύλινη  σχάρα παρά μόνο τη θρυλική καμπουρίτσα. Ένα σκληρό δίτροχο με μυτερή τρυπητή σέλα, χωρίς ένδειξη μάρκας, χωρίςφτερά, κουδούνια και στολίδια, χωρίς ούτε καν φρένα 
στα χερούλια.  «Φρένο είναι η κόντρα», επιβεβαίωσε το αυτονόητο από το βάθος
του καταστήματος ο ιδιοκτήτης.
           Για λίγο δίστασα. Η καμπουρίτσα δεν ήταν ένα τυχαίο ποδήλατο για βόλτα και γκλιν-γκλαν στο ίσιωμα. Την αρσενική της εμφάνιση συνόδευε ανάλογη φήμη όπως τα πιο σκληρά παιδιά της γειτονιάς. Ανέβα πεζοδρόμιο, κατέβα σκάλες, πέσε απ’ το πεζούλι και στρίψε απότομα, κάνε χωρίς χέρια ή με την πλάτη στο τιμόνι. Η καμπουρίτσα απαιτούσε ικανότητα ερυθρόδερμου ιππέα, όπως τους βλέπαμε στα
καουμποϊστικα έργα της Αίγλης, και αποτελούσε όργανο κάποιας δοκιμασίας ανδρισμού, ίσως υπερβολικής για μένα που ούτε καν προσέγγιζα την εφηβεία.
             Η φόρτιση όμως της προσμονής σε συνδυασμό με τον φόβο μήπως εμφανιστεί κάποιος άλλος ήταν το πιο πειστικό επιχείρημα. Τσακάλι σκέτο της γειτονιάς με το κοντό μου μάλλινο παντελόνι, τα σημάδια σαν παράσημα τουλάχιστον συνταγματάρχη στα καλάμια, τους αγκώνες και τα γόνατα, κι ένα πιο βαθύ καλά κρυμμένο στο τριχωτό της κεφαλής, ήταν αδύνατον να κάνω πίσω. Ξεσκάλωσα λοιπόν την ατίθαση από την προσωρινή της θέση,  με κάποιο δέος
είναι η αλήθεια, την έσπρωξα μερικά μέτρα, αποφασιστικά και επιδέξια βρέθηκα πάνω της και ξεκίνησα.
           Δεν πάει κι άσχημα, παρηγορήθηκα, καθώς η μύτη της πέτσινης σέλας με ζόριζε στο ευαίσθητο σημείο και τα δάχτυλα των ποδιών μου μόλις έφταναν τα πεντάλ. Πήρα δυο ανοιχτές και μάλλον αδέξιες στροφές  στην Ολύμπου για κάποιου είδους δοκιμή και, για να μη καθυστερήσω άλλο την αποθέωση, ξεχύθηκα στην ελαφρά διαγώνια κατηφόρα και στη φθαρμένη άσφαλτο της Αμύντα. Είχα σκοπό να στρίψω δεξιά στη Φιλίππου και, φέρνοντας ένα γύρο το τετράγωνο,
να εισέλθω θριαμβευτικά στη Μητσαίων απ’ την Πλατεία Δικαστηρίων και το γκαράζ του Μπεμπελέκου.
          Όταν είχε ήδη αυξηθεί η ταχύτητα με τις πρώτες δυνατές πενταλιές,  δοκίμασα την κόντρα. Δεν έπιασε. Την ξαναδοκίμασα. Αέρας σκέτος. Μπροστά  απλωνόταν η κατηφόρα, στη επίπεδη διασταύρωση με τη Φιλίππου  κυκλο-φορούσαν φορτηγά και, πιο κάτω, με περίμενε απειλητικά η Πλάτωνος που έβγαζε στον Αμαζόνιο της Εγνατίας. Με την ταχύτητα που διαρκώς μεγάλωνε, ήταν αδύνατον να πηδήσω κάτω, ήταν αδύνατον και να στρίψω. Έπρεπε λοιπόν να σταματήσω οπωσδήποτε.
        Όλες αυτές οι σκέψεις πέρασαν αστραπιαία απ’ το μυαλό μου και, στον πανικό που με είχε κυριέψει, έστριψα ελαφρά το ποδήλατο δεξιά και κατευθύνθηκα μοιρολατρικά προς το σπίτι του Γιαννούλη που κάπως προεξείχε από την άκρη της Μητσαίων προς την Αμύντα.
           Σε χρόνο που μου φάνηκε ταυτόχρονα ατέλειωτος και απειροελάχιστος, αισθάνθηκα το απότομο τρακάρισμα της μπροστινής ρόδας και το σώμα μου να εκτοξεύεται πάνω από το τιμόνι. Διέσχισα τον αέρα, έδωσα μια γερή κεφαλιά στον τοίχο και σωριάστηκα κάτω με την καμπουρίτσα να γέρνει πάνω μου, με επιείκεια αυτή τη φορά και χωρίς να με πληγώσει άλλο. Στο σημείο που χτύπησα δεν υπήρχαν γωνίες, μάρμαρα ή σίδερα, ή έστω και πέτρα γυμνή, κι έτσι το αγύριστο κεφάλι μου έμεινε μόνον παραζαλισμένο χωρίς αίματα και άλλα χειρότερα.
           Μετά την πρώτη ταραχή, σηκώθηκα σιγά-σιγά μουδιασμένος, τινάχτηκα, ψηλάφησα τα μέλη μου, χάιδεψα τον αγκώνα που πονούσε, είδα το παντελόνι μου μέσα στα χώματα κι έπιασα να στήσω όρθιο το ποδήλατο. Όλη μου η όρεξη και η προσμονή της δόξας είχαν χαθεί. Με μια κυκλική ματιά, διαπίστωσα ότι δεν υπήρχαν νοικοκυρές ή γιαγιάδες στα μπαλκόνια ούτε, ευτυχώς, κορίτσια. Από μακριά, μέσα απ’ τα θαμπά του τζάμια, το ψιλικατζίδικο της κυρίας Πλιάκα
με κοιτούσε στωικά σαν να διαπίστωνε το αναπόφευκτο ενώ κάποια μισάνοιχτα παράθυρα χασκογελούσαν άκεφα. Η όλη ελάσσων τραγωδία θα ήταν ένα μικρό κεφάλαιο στη μνήμη μου αλλά ούτε καν μια υποσημείωση στην ιστορία της γειτονιάς. 
           Πήρα την ανηφόρα με την καμπουρίτσα αυτή τη φορά στο πλάι, κουτσαίνοντας και οι δύο. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς έγινε με τη στραβή μπροστινή ρόδα. Πάντως, ο γκρίζος και σκυθρωπός ποδηλατάς αποδείχτηκε ότι είχε περισσότερη κατανόηση απ’ όση μπορούσα λογικά να περιμένω. «Ας το», είπε, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, χωρίς να δώσει την ελάχιστη σημασία στις εξηγήσεις μου. Κοντοστάθηκα, ίσως γιατί θεωρούσα δίκαιη κάποια τιμωρία, ίσως και γιατί αν με είχε αντιμετωπίσει με αυστηρότητα θα ένιωθα πιο μεγάλος. Φαίνεται όμως ότι είχα ήδη τιμωρηθεί (ή εκπαιδευτεί) αρκετά και πως ο ποδηλατάς (ή η καμπουρίτσα) με κάποιο τρόπο ανεξήγητο το είχε καταλάβει. Ή μήπως ήξερε απ’ την αρχή πως μερικές φορές η κόντρα δεν έπιανε;
          Έβαλα τη τραυματισμένη καμπουρίτσα πίσω στη σχάρα, της ευχήθηκα σιωπηλά καλή ανάρρωση και της έριξα μια τελευταία ματιά σαν υπόσχεση και βουβή πρόκληση για μελλοντική αναμέτρηση. Και ενώ με ζυγισμένα βήματα έπαιρνα τον δρόμο για το σπίτι, άρχισα να αισθάνομαι και κάπως περήφανος. Περήφανος σαν να είχα ιππεύσει ταύρο της Ανδαλουσίας ή άγριο άλογο Μάστανγκ της Καλιφόρνιας. Την ίδια στιγμή σκεφτόμουν πώς θα γλιστρούσα στην κουζίνα για να πλυθώ χωρίς να με δουν, ποια δικαιολογία θα επινοούσα για το λερωμένο παντελόνι και, κυρίως, τι ακριβώς θα έλεγα στην επόμενη ατέλειωτη συζήτηση της τσακαλοπαρέας για τα ποδηλατικά μας κατορθώματα.