Μια ανθολόγηση από τα πεζά κείμενα του Τόλη Νικηφόρου (διηγήματα, μυθιστορήματα, παραμύθια) με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη



«Η ζωή μας αποτελείται όχι από μέρες,
μήνες και χρόνια,
αλλά από δευτερόλεπτα
που αιωρούνται και σκορπίζουν
στην άκρη του γκρεμού.
Δευτερόλεπτα αιφνιδιαστικά και γοητευτικά,
δευτερόλεπτα επικίνδυνα»

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Άλλοι μαζεύουν γραμματόσημα


Άλλοι μαζεύουν γραμματόσημα, θαυμάζουν την εκτύπωση, τη σπανιότητα των
χρωμάτων, τις λέξεις σε γλώσσες οικείες ή εξωτικές, προσεκτικά τα πιάνουν με μια
τσιμπίδα και ένα- ένα τα τοποθετούν πίσω απ' τη ζελατίνα. Άλλοι μαζεύουν πίνακες
ζωγραφικής, άλλοι μαζεύουν σπάνια νομίσματα, παλιά βιβλία, το κάθε τι που κίνησε την
περιέργεια, ίσως την απληστία τους. Σπιρτόκουτα και λίρες, μπιμπελό, χρυσαφικά και
αυτοκίνητα πολυτελή μιας άλλης εποχής, ένας κατάλογος που φτάνει ως τις πιστωτικές
κάρτες και τους τραπεζικούς λογαριασμούς και βέβαια δεν εξαντλείται εκεί.

Όλοι αυτοί, από τους πιο κοινούς ως τους πιο πλούσιους και εκλεπτυσμένους συλλέκτες,
έχουν ένα γνώρισμα χαρακτηριστικό. Λαχταράνε τα αντικείμενα, θέλουν να τα
κρατήσουν, τους συναρπάζει η σκέψη της ιδιοκτησίας. Μπορεί και να 'ναι αυτό
ανθρώπινο και φυσικό και πώς μπορεί κανείς στις μέρες μας να φέρει αντίρρηση, ιδιαίτερα
όταν πρόκειται για το αντίκρισμα μιας ολόκληρης ζωής που τελικά δωρίζεται στο κράτος
για να ολοκληρωθεί η δόξα και η προσφορά και να διδάσκονται οι μεταγενέστεροι.

Ομολογώ ότι είμαι κι εγώ ένας συλλέκτης. Μπορώ μάλιστα να ισχυριστώ με ακλόνητα
επιχειρήματα πως ακέραιος ο πλούτος που έχουν συσσωρεύσει όχι μόνον οι ιδιώτες μα
και τα κρατικά μουσεία και πινακοθήκες δεν προσεγγίζει καν σε αξία τη δική μου
συλλογή. Μια συλλογή που μεγαλώνει συνεχώς και διευρύνεται. Κι όμως δεν έχω
συστήματα συναγερμού ηλεκτρονικά ούτε πάνοπλους φρουρούς για να τη διαφυλάξω.
Δεν την κρατάω σε υπόγειες θυρίδες και τα απρόσβλητα χρηματοκιβώτια κάποιας
τράπεζας μα ούτε στο σαλόνι ή το δωμάτιό μου. Και προ παντός και πάνω απ' όλα, δεν τη
θέλω καν αποκλειστικά δική μου. Πώς θα μπορούσα αφού εκτείνεται σε παρελθόν, παρόν
και μέλλον, αφού είναι εγκατεσπαρμένη στις πέντε ηπείρους αυτού του κόσμου και πιο
μακριά; Πώς θα μπορούσα αφού είναι απόλυτα προσιτή στον καθένα, μεγάλο ή μικρό,
φτωχό ή πλούσιο, λευκό ή κίτρινο ή μελαψό ή μαύρο; Αφού από τη φύση της είναι
προορισμένη να μην ανήκει σε έναν μα σε πολλούς;

Είναι απλή υπόθεση να αποκτήσει κανείς μια τέτοια συλλογή. Θα πρέπει, πρώτα-πρώτα,
να έχει κληρονομήσει κάποια αστάθμητη προδιάθεση από προγόνους βοσκούς
Σαρακατσαναίους, παππούδες Μικρασιάτες πρόσφυγες και πλάνητες Θρακιώτες από τη
Μαύρη Θάλασσα. Μετά, θα πρέπει να έχει διαβάσει μερικές χιλιάδες βιβλία, να έχει
περάσει μέσα απ' όλα τα καμίνια της σύγχρονης ζωής, να μάτωσε για να κερδίσει πλήρη
την αίσθηση της ματαιότητας. Οι εμπειρίες αυτές και τα σημάδια που άφησαν θα πρέπει
να τον έχουν οπλίσει με θάρρος πέρα από την απόγνωση και να έχουν σφυρηλατήσει
μια ματιά παρθενική στον κόσμο. Που σημαίνει αιρετική, βέβηλη, ανατρεπτική. Από κει
και πέρα, δεν χρειάζεται παρά λίγη τύχη, μια ανοιχτή καρδιά που δέχεται τον άνθρωπο
και πολύ πείσμα. Έτσι, χωρίς καλά-καλά να το αντιληφθεί, κάποιο πρωί θα διαπιστώσει
πως αξιώθηκε να γίνει κάτοχος μιας εξαίσιας συλλογής σαν τη δική μου.

Η συλλογή μου, ένα φαντασμαγορικό μωσαϊκό με άρωμα μεθυστικό της άνοιξης,
αποτελείται από πολλά κομμάτια, καθένα και μοναδικό. Θα αναφέρω μόνο μερικά και, αν
θέλετε, μπορείτε εσείς να ψάξετε τα άλλα που είναι καλά κρυμμένα μπροστά στα μάτια
σας. Τους δυο δάσκαλους που με γέννησαν και μ' έβαλαν στη φωτιά από τα παιδικά μου
χρόνια, τον δάσκαλο της εφηβείας μου που όπως το λάδι και το φως προσωρινά γαλήνευε
τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, τον Τζίντου Κρισναμούρτι της ωριμότητάς μου που μου
έδειξε τον δρόμο που δεν υπάρχει. Ένα κορίτσι που μου φανέρωσε την αγάπη όταν εγώ
δεν καταλάβαινα και πήγε εντελώς χαμένο σ' αυτές εδώ τις γειτονιές. Κάποιον Τζούνιορ
από τις Δυτικές Ινδίες που γνώρισα σ' ένα λεωφορείο της Κοπεγχάγης, κάποιον Πόλντι
Αυστριακό που δούλευε μαζί μου στο Δυτικό Λονδίνο, κάποιον ανώνυμο, βραχνό,
τετράγωνο γίγαντα από τα βάθη της Ασίας που, ενώ κοιτούσαμε μπουλούκι τους
τρούλους των εκκλησιών στη Μόσχα, με ρώτησε από πού έρχομαι, επανέλαβε
έκπληκτος την εθνικότητά μου στον γιο του κι ύστερα έσφιξε το χέρι μου, με χτύπησε
στην πλάτη. Κι ακόμα, την Αϊλάτι Ασμάγα απ' τον πλανήτη Αχαράνι που ταξίδεψε είκοσι
έτη φωτός για να με συναντήσει, τον Γιάννη Μάριο που μας βασάνιζαν μαζί στην
τράπεζα κι εκείνος πέθανε στη πιο γλυκιά του νιότη και είναι ως τώρα αδύνατο να βρω
πού έχει ξαναγεννηθεί, κι ένα αγόρι που κάθε βράδυ χρόνια τώρα προσέχω την ανάσα
του όταν κοιμάται. Θα μπορούσα να προσθέσω και πολλούς άλλους που, από το πριν και
το μετά, διαλύουν τη γελοία ψευδαίσθηση του χρόνου, ωραίοι και άτρωτοι μου δίνουν
την πνοή τους.

Ποτέ δεν θα μπορέσω να μιλήσω με επάρκεια έστω και για μια από τις συναρπαστικές
κόκκινες και μαύρες ψυχές που γνώρισα. Άγριες και ατίθασες σαν τον άνεμο που
κατεβαίνει από την κοιλάδα του Αξιού, γαλήνιες με ρεύματα μυστικά σαν τη
φθινοπωρινή θάλασσα. Άλλοτε σαν το ζεστό ψωμί κι άλλοτε ανεξιχνίαστες σαν τους
βυθούς όπου ενεδρεύουν. Και τη Σοφία, αστέρι ανεκτίμητο της συλλογής μου, αρχή και
τέλος της.

Άλλοι μαζεύουν γραμματόσημα, άλλοι μαζεύουν χρήματα και πράγματα κάθε λογής. Εγώ
δεν θέλω τίποτα. Ούτε έχω τίποτα στο κράτος να δωρίσω. Το μόνο που λαχτάρησα είναι
να σπαρταράει η ζωή στην ανοιχτή μου παλάμη. Μετανάστης εγώ προσωρινός από το
βασίλειο του Πλούτωνα, γυμνή μετράω την ψυχή μου μ' άλλες ψυχές.


Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Μαθητής και μαθητευόμενος



Υπήρξα κάποτε αρσενικό βαρύ κι ασήκωτο. Με την όραση και την ομιλία μου απόλυτα
εξαρτημένες απ’ την καφεϊνη και τη νικοτίνη. Για να ανοίξω τα μάτια και πολύ αργότερα το
στόμα μου, χρειαζόταν μια σκυθρωπή διαδικασία προσαρμογής στη μέρα από τη νύχτα.
Σκουντουφλούσα στις γωνιές του κρεβατιού, αναστέναζα στο μπάνιο, μούγκριζα στην
κουζίνα. ΄Η και τα τρία μαζί. Πλενόμουν και ξυριζόμουν με τυφλό σύστημα (το πιο δύσκολο
πληκτρολόγιο), συχνά έκοβα στη βιασύνη μου την ελιά κάτω απ’ τη μύτη και έβαζα,
βρίζοντας, καπνό για να σταματήσει το αίμα. Υπνοβατούσα ψάχνοντας τα ρούχα μου, και
ύστερα στον δρόμο, στο λεωφορείο, στην κάθοδο για το γραφείο. Επικοινωνούσα με ποικίλες
χειρονομίες, νεύματα και μισές λέξεις με φίλους, γνωστούς και συναδέλφους, κάπνιζα
αλλεπάλληλα τσιγάρα κι έπινα έναν, δυο, τρεις καφέδες, τούρκικους και γαλλικούς.
Θεωρούσα το ξυπνητήρι όργανο βασανισμού κι άρχιζα να ανέχομαι το τηλέφωνο μετά τις
δέκα το πρωί.

Η λεπτή παιδική φωνή από το διπλανό δωμάτιο μού έκοψε απότομα την τελευταία και πιο
γλυκιά φάση του ύπνου μαζί με το χουζούρι.
- Μαμάαα.
Πέταξα τις κουβέρτες από πάνω μου και σηκώθηκα ακαριαία, βγήκα ξυπόλητος στο μάρμαρο,
μπήκα ξυπόλητος στο σανίδι, πλησίασα και στάθηκα πάνω απ’ το ξύλινο κρεβατάκι. Μόλις με
είδε εκείνος, σκοτείνιασε και δήλωσε κοφτά:
- Μαμά μου λέλω.
Άνοιξα τις κουρτίνες διάπλατα για να γεμίσει το ανατολικομεσημβρινό δωμάτιο από τον
χειμωνιάτικο ήλιο. Πίσω και δίπλα του, όλα τα χρώματα κι οι ζωγραφιές, το ποίημά του στην
κορνίζα, η μεγάλη φωτογραφία του στον τοίχο, τα παιδάκια και το γατί της αφίσας, ακόμη
και το πλαστικό αρκουδάκι της μουσικής, μου έκλειναν το μάτι.
- Έλα, αγόρι μου, να πούμε καλημέρα στα σπουργίτια μέσα στα πεύκα, εδώ κάτω απ’ το
μπαλκόνι σου.
- Εγώ λέλω μαμούλα.
- Η μαμά είχε δικαστήριο σήμερα και έφυγε νωρίς. Έλα να πιεις εσύ το γάλα που σου έχει
ετοιμάσει η μαμά κι εγώ τον καφέ μου, παρέα.
Το κατάξανθο κεφαλάκι μισοσηκώθηκε από το μαξιλάρι και το καστανά μάτια κάτω απ’ τη
φράντζα του με αναμέτρησαν επιφυλακτικά.
- Λαλείο;
- Ναί, Νικολάκη, ο μπαμπάς θα πάει στη δουλειά του κι εσύ στο σχολείο.
- Δε λέλω λαλείο.
- Πρέπει, μικρό μου.

Σαν να πήρε ξαφνικά μια δύσκολη απόφαση, ανασηκώθηκε και άπλωσε τα παχουλά χεράκια
του, γεμάτα ελιές. Τον έφερα στην αγκαλιά μου πάνω απ’ τα κάγκελα και τον απέθεσα
μαλακά στο απέναντι ντιβάνι.
- Βαβάσουμε;
- Πρώτα θα ντυθούμε, ο μπαμπάς που έχει γένια θα ξυριστεί, θα φάμε το πρωινό μας, κι όταν
είμαστε έτοιμοι, περιμένοντας το σχολικό, θα διαβάσουμε κι ένα παραμύθι.
- Εγώ λέλω δύο.
- Εντάξει, δύο.
- Λέλω βαβάσουμε τώα.

Αργά και προσεκτικά, του έβγαλα το βαθύ γαλάζιο κουκούλι ή υπνόσακο και τις κόκκινες
πιτζάμες, αργά και προσεκτικά το πήγα στον νιπτήρα και του έπλυνα το πρόσωπο, αργά και
προσεκτικά τον σκούπισα, πήρα ένα- ένα από πλάι τα έτοιμα ρούχα και τον έντυσα, του
φόρεσα και του έδεσα τα μποτάκια, ενώ χασμουριόμασταν κι οι δύο βαθιά. Ενώ του έβαζα το
μπλουζάκι, έγειρε ξαφνικά και με φίλησε στο μάγουλο. Έσκυψα κι εγώ και έτριψα τη μύτη
μου στη δική του, χάιδεψα τα μαλλιά του.
- Λέλω κικίνητα, πολλά κικίνητα.

Κατούρησε μόνος του στη λεκάνη, εγώ ξυρίστηκα στα γρήγορα χωρίς ατυχήματα, πήγαμε
μετά παραδίπλα στην κουζίνα και καθίσαμε αντικριστά στη γωνία του τραπεζιού. Ο μαθητής
του νηπιαγωγείου μερικούς μήνες πριν τα τρία και ο μαθητευόμενος μπαμπάς μερικά χρόνια
μετά τα σαράντα. Του έφερα καμιά δεκαριά αυτοκινητάκια, εκείνος τα έβαλε αμέσως στη
σειρά στην άκρη της φορμάικας κι εγώ έβαλα τον καφέ μου στο μπρίκι. Με τα μάτια στα
πολύχρωμα αυτοκίνητα, κατέβασε το γάλα του που περιείχε μια κουταλιά βούτυρο, μια
κουταλιά μέλι και ένα χτυπημένο αυγό.

Παίξαμε ύστερα με την ελαφριά κι αθόρυβη μπάλα στο σαλόνι. Καθώς του έλεγα τα
παραμύθια αγκαλιά στον καναπέ, του έβαλα σταγόνες στη μύτη και του χτένισα τα μαλλιά.
Αγαπούσε ιδιαίτερα την ιστορία με τον λύκο και την Κοκκινοσκουφίτσα. Που άλλοτε την
έλεγε Κοκκιλαλίτα και άλλοτε κόκκινη βαλίτσα. Για να τον βοηθήσει να ξεχωρίζει τη
βαλίτσα απ’ την Κοκκινοσκουφίτσα, που κατά σύμπτωση ήταν και το όνομα του παιδικού
σταθμού στο Πανόραμα, η Σοφία είχε επινοήσει μια μικρή ιστορία. Πήρε λοιπόν, ο Νίκος την
κόκκινη βαλίτσα, έβαλε μέσα τα ρούχα και τα τετράδια του, έπιασε με το ένα χέρι τον
μπαμπά του και με το άλλο την μαμά του, και βγήκε έξω για να πάει στην Κοκκινοσκουφίτσα.
Και τη βαλίτσα που την έβαλε, την είχε αιφνιδιάσει ο Νίκος, στο βαβάλι του;

Μερικούς μήνες αργότερα, τον ρώτησα, λοιπόν, τι θέλεις να σου πάρει ο μπαμπάς, Νίκο, τώρα
που κλείνεις τα τρία, ένα δώρο και μεγάλο ή πολλά δώρα και μικρά; Με κοίταξε με μια λάμψη
στα ματάκια του και απάντησε αστραπιαία, πολλά δώρα και μεγάλα. Στα τέσσερα του
χρόνια, όταν κατεβαίναμε από την Τούμπα στο κέντρο της πόλης, ήθελε οπωσδήποτε να
δίνουμε βοήθεια σε όλους τους ζητιάνους στη σειρά. Και όταν, μέσα στον συνωστισμό της
Τσιμισκή, παρέλειψα κάποτε να σταματήσω σε μια γριά, μου ζήτησε αυστηρά τον λόγο, δεν
πείστηκε με τίποτα από τις εξηγήσεις μου και επέμενε να γυρίσουμε πίσω οπωσδήποτε και να
της δώσουμε.

Στα έξι του στο δημοτικό, ένας νεαρός δάσκαλος της γυμναστικής μου είπε ότι του είχε κάνει
εντύπωση ο Νίκος γιατί ήθελε πάντοτε να γίνεται το δίκαιο και το σωστό. Τη μέρα εκείνη το
στήθος μου είχε φουσκώσει μέσα στο ταξί κι είχα ένα κόμπο στον λαιμό, δεν μπορούσα
να βγάλω λέξη. Ήδη ήταν αδύνατον να απαντήσω στις ερωτήσεις του. Όταν με κοιτούσε με
απόλυτη εμπιστοσύνη, εμένα τον μεγάλο και τον δυνατό, που ήμουν ικανός να λύσω τα
προβλήματα, με μια κίνηση του χεριού να διώξω όλους τους εφιάλτες.

Γιατί να μην παίζω με τα όπλα, μπαμπά; Γιατί τα παιδάκια εκείνα στην τηλεόραση είχαν
πρησμένη την κοιλιά τους; Γιατί δεν τους στέλνουμε τρόφιμα εμείς που έχουμε πολλά; Αφού
πήγαμε με τη μαμά στην πορεία ειρήνης και είχε τόσο πολύ κόσμο, δεν θα ξαναγίνει, πόλεμος,
ε, μπαμπά; Τι είναι η ραδιενέργεια, μπαμπά; Ένας φίλος μου είπε ότι έχει στο ψωμί και στο
γάλα.

Αυτά όμως θα ακολουθούσαν. Τώρα ήταν ακόμη δυόμισι χρονών και κάτι, ήταν έτοιμος, η
ώρα ήταν εννιά παρά δέκα κι απέξω ακούστηκε η κόρνα του λεωφορείου. Βλέποντας το
κίτρινο όχημα του παιδικού σταθμού να απομακρύνεται, έμεινα σκεφτικός, πριν πάρω τον
δρόμο για το γραφείο. Σκεφτόμουν την πρώτη μέρα του στον παιδικό σταθμό.

Είχε πέσει πανικός στην οικογένεια. Ο παππούς του είχε προφασιστεί δουλειά, η γιαγιά του θα
φρόντιζε το μωρό του γιου της, η Σοφία είχε όπως πάντα δικαστήριο. Κι ο κλήρος είχε πέσει
στον γενναίο που θα αναλάμβανε να παραδώσει στη συνοδό τον μικρό και χαϊδεμένο μας.
Εκείνος ήταν βέβαιος ότι θα πήγαινα μαζί του. Μόλις όμως η πόρτα του λεωφορείου έκλεισε
και με είδε να τον χαιρετάω πίσω απ’ τα τζάμια, ξέσπασε σε γοερά κλάματα. Όχι του
πείσματος ή του θυμού που θα μ’ άφηναν αδιάφορο, τα απελπισμένα κλάματα που με έκαναν
να φύγω με σκυμμένο το κεφάλι.

Άλλες φορές όμως σκεφτόμουν την αγάπη. Ένα-ένα όλους μας στην οικογένεια, τη στενή και
την ευρύτερη. Τις δασκάλες του και τ’ άλλα παιδάκια, τα κορίτσια, που στην έκτη του
δημοτικού του έγραψαν στο λεύκωμά του, στο πιο γλυκό παιδί της τάξης. Τη Θοδωρούλα που,
μόλις τον έβλεπε από μακριά στο νηπιαγωγείο, έτρεχε και του τραβούσε ένα φιλί στο
μάγουλο.

Τι καταπίεση λοιπόν παλιά στην τράπεζα, τι φτώχεια και δικτατορία, τι ζωή στον ξένο τόπο,
τι εχθρικό περιβάλλον, τι άγχος και κατάθλιψη. Τα δύσκολα ήταν τώρα, αυτή ήταν η μεγάλη
ευθύνη και η μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής μας, να μεγαλώσουμε ένα παιδί σε έναν τέτοιο
κόσμο. Ύστερα γύρισα και κοίταξα τα πεύκα στο διπλανό οικόπεδο.

Ναι, υπήρξα κάποτε αρσενικό βαρύ κι ασήκωτο. Με το κεφάλι ελαφρά κατεβασμένο και τις
αντιδράσεις μου απόλυτα εξαρτημένες από τις ουσίες και τα κέφια μου. Υπνοβατούσα το
πρωί και δεν μιλούσα, δεν άκουγα, δεν έβλεπα. Δεν άκουγα τα τιτιβίσματα, δεν έβλεπα τα
πυκνά πεύκα, το κούνημα του κεφαλιού και το χτύπημα της ουράς, το φτεροκόπημα, τα
σπουργίτια να μου λένε καλημέρα μέσα στον χειμώνα.


Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

Ο ευρύτερος του Δημοσίου




Στην ευτυχή, ένδοξη και ιστορική μεσογειακή χώρα, της οποίας τέκνο ταπεινό είμαι κι εγώ, ήταν εθνική παράδοση να κυβερνάει πάντοτε η δεξιά. Γνήσια δεξιά και δεξιότερη, έως ακραία και δικτατορική, με κάποια βραχύχρονα διαλείμματα δεξιόστροφου κέντρου. Όταν, για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία της, κέρδισαν τις εκλογές και σχημάτισαν κυβέρνηση οι σοσιαλιστές, από το διευθυντικό γραφείο της εταιρίας μελετών όπου εργαζόμουν, ακούστηκαν κλαυθμοί και οδυρμοί. Πατριωτικής φύσεως όπως, θα πάει κατά διαόλου η οικονομία με τις παροχές, έως ιδιοτελούς, τώρα δεν πρόκειται να σταυρώσουμε δουλειά απ’ τον δημόσιο τομέα. Όταν, για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία της χώρας, ήρθαν στα πράγματα οι σοσιαλιστές, από το μελετητικό γραφείο της ίδιας εταιρίας ακούστηκαν πανηγυρισμοί. Πατριωτικής φύσεως όπως, έφυγε επιτέλους η πουτάνα η δεξιά, και, μπήκε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, έως ανιδιοτελούς, ε, ας μη σώσει να πάρουμε δουλειά απ’ τον δημόσιο τομέα.

Όπως συνήθως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, σύντομα διαψεύστηκε η διεύθυνση, διαψεύστηκαν και οι μελετητές. Σε όλες τις εκτιμήσεις τους. Λίγους μήνες αργότερα, μία ομάδα, συνολικά οκτώ συμβούλων, όδευε με δύο αυτοκίνητα προς την έδρα και το κεντρικό συγκρότημα εργοστασίων μιας μεγάλης βιομηχανίας πυρομαχικών. Είχαμε πάρει μια σημαντική ανάθεση για την αναδιοργάνωση της εταιρίας του ευρύτερου δημόσιου τομέα και η πρώτη μας εμφάνιση θα έπρεπε να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες. Κανένας, βέβαια, δεν παραπονιόταν. Ούτε εγώ κι οι άλλοι δύο αναλυτές συστημάτων και διαδικασιών, ούτε ο σύμβουλος μηχανοργάνωσης, ούτε ο ειδικός επί των οικονομικών και ο μηχανικός παραγωγής, ούτε ο νεαρός μαθητευόμενος με διδακτορικό από την Αμερική που θα κρατούσε τα αρχεία και θα έβγαζε φωτοτυπίες.

Όπως ήταν φυσικό, λιγότερο απ’ όλους παραπονιόταν ο διευθυντής της μελέτης. Ως κυρίως υπεύθυνος όμως για την επιτυχή διεξαγωγή της, ανησυχούσε για το αλλότριο, ίσως και εχθρικό, περιβάλλον προς το οποίο κατευθυνόμασταν ανυπεράσπιστοι. Τόσο έντονα που συνεχώς μας νουθετούσε για το πώς θα δείχναμε ότι διαθέτουμε άψογα λαϊκά διαπιστευτήρια. Λοιπόν, δεν θα φοράμε γραβάτα, είπε για δεύτερη φορά, λύνοντας με πόνο και βάζοντας προσεκτικά στον δερμάτινο χαρτοφύλακα την ακριβή δική του. Θα μιλάμε απλά και κατανοητά στον ενικό και θα χρησιμοποιούμε τα μικρά μας ονόματα. Εσένα θα σε λέμε, Γιάννη, πρόσθεσε απευθυνόμενος στον ειδικό της μηχανοργάνωσης που είχε ελληνοβρετανική υπηκοότητα. Μα, Τζων με βάφτισε ο νονός μου, διαμαρτυρήθηκε εκείνος, για να μουρμουρίσει λίγο αργότερα κάτι για δουλοπρέπεια.

Ο Διευθύνων Σύμβουλος και ο Γενικός Διευθυντής της εταιρίας μας υποδέχτηκαν εγκάρδια με κοστούμι, γραβάτα και πληθυντικό. Κατά τα άλλα, δεν μου φάνηκαν καθόλου επίφοβοι. Υψηλόβαθμα και μορφωμένα κομματόσκυλα που είχαν πρόσφατα διορισθεί, φαίνονταν ικανοί και ανυπομονούσαν να αναφέρουν στον αρμόδιο υπουργό ότι αποδίδουν έργο. Για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, εννοείται. Έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις, προσφέρθηκαν αναψυκτικά, είπαν και είπαμε τα προκαταρκτικά και τα καθιερωμένα, τους ενημερώσαμε αναλυτικά για τη διαδικασία που θα ακολουθούσαμε, μας παρουσίασαν στα στελέχη της εταιρίας και μας ξενάγησαν στις εγκαταστάσεις. Κι από την άλλη μέρα, επί το έργον.

Σε πρώτη φάση, θα έπρεπε να ενημερωθούμε λεπτομερώς για τον τρόπο λειτουργίας της εταιρίας σε κάθε τομέα και για τα σοβαρά και σοβαρότερα οργανωτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε. Συγκεντρώσαμε όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και στοιχεία, τα στελέχη συμπλήρωσαν ειδικά έντυπα με τα καθήκοντα, τις απόψεις και τις προτάσεις τους και εμείς προγραμματίσαμε πάνω από διακόσιες συνεντεύξεις. Παρακολουθήσαμε την παραγωγική διαδικασία, καταγράψαμε και αναλύσαμε μεθόδους και συστήματα σε εργοστάσια και γραφεία, είδαμε από εργάτη, τεχνίτη και εργοδηγό της κάθε μονάδας και του κάθε τμήματος ως προϊστάμενο, διευθυντή και την ανωτάτη διοίκηση.

Σε κάθε τμήμα που έβαζα κάτω απ’ το μικροσκόπιο, μου έκανε εντύπωση ο αριθμός του προσωπικού, εξόφθαλμα υπερβολικός. Εκεί που περίμενα να βρω δέκα-δώδεκα, αντίκριζα τριάντα, κι εκεί που τους εκτιμούσα διακόσιους περίπου, με περίμεναν τριακόσιοι πενήντα. Πόσα άτομα είπατε ότι έχετε στο τμήμα σας; ρωτούσα, κατά τη συνέντευξη, στην αρχή με ειλικρινή έκπληξη κι ύστερα με αδιόρατη ειρωνεία, τον αρμόδιο προϊστάμενο ή διευθυντή. Εξήντα δύο, απαντούσε εκείνος με αδιόρατη θλίψη και αμηχανία. Εξήντα δύο, συλλάβιζα με θαυμασμό και άφηνα τον αριθμό να αιωρηθεί για λίγο στην ατμόσφαιρα. Και με τι ακριβώς ασχολείται αυτό το πλήθος; Σε γενικές γραμμές και πριν υπολογίσω αναλυτικά τον χρόνο εργασίας τους (τα είχε ήδη γράψει στο χαρτί αλλά εγώ ήθελα να τον ακούσω να τα προφέρει κιόλας). Οι μισοί πίνουν καφέδες, κοιτάνε έξω απ’ το παράθυρο ή περιφέρονται ασκόπως και εμποδίζουν τους άλλους στην εργασία τους, ξεσπούσε μερικές φορές εκείνος.

Υπήρξαν όμως και γενναίες στιγμές. Όχι από μένα ασφαλώς. Όπως όταν, πετώντας έντεχνα τη μπάλα στην κερκίδα, κατάφερα να αποφύγω το Γεμιστήριο και τα Εκρηκτικά, που ήταν μονάδες επικίνδυνες σε ειδικές και απομονωμένες εγκαταστάσεις, και τις ανέλαβε προσωπικά ο θαρραλέος διευθυντής της μελέτης. Με τη γραβάτα του να έχει αποκατασταθεί στη φυσιολογική της θέση κάτω από το πηγούνι κι ανάμεσα στα πέτα.

Η πιο ηρωική εμπειρία ήταν στο Οβιδουργείο με 700 άτομα προσωπικό. Τους συγκέντρωσε όλους, λοιπόν, μια μέρα ο ενθουσιώδης Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας και τους έβγαλε ένα θερμό και εμπνευσμένο λόγο (η αλλαγή-η πατρίδα- το καθήκον, η πατρίδα- το καθήκον-ή αλλαγή, όλοι μαζί, παιδιά). Το αποτέλεσμα ήταν άμεσο και άκρως εντυπωσιακό. Με μια αύξηση πέντε έως δέκα τοις εκατό να θεωρείται συνήθως μεγάλη επιτυχία, στο Οβιδουργείο, με το ίδιο προσωπικό και τα ίδια μέσα, η παραγωγή και, συνεπώς, η παραγωγικότητα τριπλασιάστηκαν. Για μία μόνον εβδομάδα. Μετά επανήλθαν σταδιακά στα προηγούμενα επίπεδα. Προφανώς, η αύξηση της παραγωγικότητας ελάχιστη σχέση είχε με την έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα.

Ωραίες, λοιπόν, οι σφαίρες και τα βλήματα κάθε διαμετρήματος, συναρπαστικοί οι άδειοι κάλυκες ως ανθοδοχεία και διακοσμητικά, καλά παιδιά και ντόμπρα οι τεχνίτες και οι μουντζούρηδες αλλά τα στοιχεία, στοιχεία. Τα διασταυρώσαμε, τα επιβεβαιώσαμε, κάναμε τις εσωτερικές συσκέψεις και τις διαβουλεύσεις μας, σκαλίσαμε και λίγο βαθύτερα, ζητήσαμε περαιτέρω ενημέρωση και απαντήσεις από τη διοίκηση. Και η αλήθεια αναδύθηκε ξεκάθαρη και αμείλικτη.

Από τους περίπου 3.500 εργαζόμενους που απασχολούσε η εταιρία, οι 1.500 (τα δικά μας παιδιά) είχαν προσληφθεί πριν τις εκλογές και πριν τη μεταβίβαση της εταιρίας στο δημόσιο, από τον πρώην ιδιοκτήτη της, διάσημο για το επιχειρηματικό του δαιμόνιο και πάτρωνα της δεξιάς. Όχι βέβαια γιατί είχε ξαφνικά προκύψει κάποια μυστηριώδης ανάγκη, αλλά απλούστατα για να βολευτούν και να εξασφαλιστεί η ψήφος τους (των ιδίων, των οικογενειών τους, του περιβάλλοντος). Και το πιο μεγαλοφυές ήταν ότι, στη συμφωνία αγοράς της εταιρίας από το δημόσιο, είχε προβλεφθεί να εισπράττει ο πρώην ιδιοκτήτης της ως αμοιβή ένα ποσοστό επί της συνολικής μισθοδοσίας του προσωπικού.

Όταν, λοιπόν, αντικρίσαμε κατάματα τη σκληρή πραγματικότητα, πρώτα γελάσαμε στους διαδρόμους, μετά γελάσαμε στις σκάλες και το προαύλιο (γέλα, ρε, ελεύθερα, είπα στον μαθητευόμενο, που είχε ύφος ηθοποιού αρχαίας τραγωδίας, κι αυτό μέρος της μελέτης είναι και της εκπαίδευσής σου), ύστερα την ελεεινολογήσαμε κατ’ ιδίαν και ελαφρά μελαγχολήσαμε, κατόπιν θέσαμε ευθέως το πρόβλημα στη σύσκεψη με τη διοίκηση, που είπε, έχετε δίκαιο, είναι στα υπ’ όψιν για την επόμενη συνάντηση με τον υπουργό. Τέλος, αναπόφευκτα, συμβιβαστήκαμε.

Τα παρακάτω ήταν καθαρά θέμα ρουτίνας (εμφάνισης και προσχημάτων). Όπως όταν πέφτεις στον λάκκο με τα γνωστά και φροντίζεις να κρατήσεις καθαρό το μαντηλάκι σου. Πήγαμε και ήρθαμε, τραβήξαμε ευθείες γραμμές, οριζόντιες και κάθετες, σχεδιάσαμε ωραία οργανογράμματα και παραστατικά διαγράμματα ροής των πληροφοριών, γράψαμε λεπτομερείς περιγραφές των θέσεων εργασίας, συντάξαμε διαδικασίες λειτουργίας και ό,τι άλλο προέβλεπε η ανάθεση. Με προσωπικό διπλάσιο σχεδόν απ’ το κανονικό, τι νόημα μπορούσαν να έχουν όλα αυτά και πως θα λειτουργούσε αποτελεσματικά μια οποιαδήποτε επιχείρηση;

Nα λειτουργεί θα συνέχιζε ασφαλώς. Και αενάως. Τα έσοδα ήταν εξασφαλισμένα, όχι από τις λιγοστές εξαγωγές της εταιρίας στη Μέση Ανατολή και ανατολικότερα, αλλά από τον βασικό πελάτη της που ήταν οι ένοπλες δυνάμεις, δηλαδή το δημόσιο, δηλαδή ο κάθε Μήτσος που πλήρωνε εμμέσως τον λογαριασμό.

Ολοκληρώσαμε τη μελέτη, συντάξαμε και υποβάλαμε την έκθεση μας, δεχθήκαμε ευχαριστήρια και συγχαρητήρια στη σύντομη αποχαιρετιστήρια τελετή, λάβαμε υποσχέσεις ότι οι προτάσεις μας θα έμπαιναν σε εφαρμογή το συντομότερο, επιστρέψαμε στην έδρα μας, εκδώσαμε το τιμολόγιο, εισπράξαμε το υπόλοιπο της αμοιβής μας, ασχοληθήκαμε με τις άλλες αναθέσεις μας.

Και τελικά τι έγινε; Τι να γίνει, τίποτα δεν έγινε. ΄Η σχεδόν. Ούτε κι εμείς ή κανένας άλλος περίμενε να γίνει τίποτα. Η εταιρία του ευρύτερου δημόσιου τομέα παρέμεινε ευρύτερη ως δημόσια και δημόσια ως ευρύτερη. Ήταν δυνατόν μια σοσιαλιστική κυβέρνηση να απολύσει τόσους εργαζόμενους (μπορεί να μπει κι εδώ το ερωτηματικό), τους περισσότερους οικογενειάρχες (έστω εδώ), και να δημιουργήσει κοινωνικό πρόβλημα; Όταν, μάλιστα, ο δημόσιος τομέας ήταν η αδυναμία της και η αρχική της πρόθεση ήταν να προσλάβει εκείνη περισσότερους απ’ όσους υποθετικά θα απέλυε. Μήπως, λοιπόν, πρόσθεσε κι άλλους; Δεν θα το απέκλεια εντελώς. Σίγουρα, όμως, θα έδωσε γενναιόδωρες αυξήσεις, θα πρόσθεσε και μερικά επιδόματα.

Στην ευτυχή, ένδοξη και ιστορική μεσογειακή χώρα, της οποίας τέκνο ταπεινό είμαι κι εγώ, δεν έγινε δα και τίποτα τo πρωτότυπο. Οι μαζικές προσλήψεις στον στενότερο και τον ευρύτερο του δημοσίου είχαν αρχίσει τη δεκαετία του πενήντα. Και τότε από τη δεξιά. Όταν, ναι μεν η επιστήμη του μάρκετινγκ και των πωλήσεων βρισκόταν στα σπάργανα, αλλά η ανάγκη να ξεχάσουμε τις διαφορές μας ήταν εθνική επιταγή. Τις ξέχασε λοιπόν πρώτη η δεξιά, εξαργύρωσε την επιταγή κι άρχισε να εφαρμόζει τις επαγγελίες της αριστεράς. Αργότερα, η αριστερά ανταπέδωσε γενναιόδωρα τη φιλοφρόνηση και εφάρμοσε το πρόγραμμα της δεξιάς.

Έτσι, τώρα πια στον νέο αιώνα, ζούμε σε μια χώρα κοινοκτημοσύνης και αλληλεγγύης. Τα της αριστεράς δεξιά και τα της δεξιάς αριστερά. Με μία μετατόπιση συνολική προς τα δεξιά. Το μόνο διαφορετικό που έχει απομείνει στα διάφορα εμπορικά είναι οι παλιές ταμπέλες, λίγο σκουριασμένες είναι η αλήθεια, λίγο ξεθωριασμένες κι ετοιμόρροπες. Μένουν οι διαφημιστικές εκστρατείες, μένουν τα συνθήματα. Διότι, επιπλέον, είμαστε λαός ρομαντικός και μας γοητεύει πάντοτε να περιδιαβάζουμε τα αρχαία ερείπια.


Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Δείκτης νοημοσύνης




Ομολογώ ότι βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση. Καθότι, και στην ωριμότητά μου τώρα, δεν έχω
καταλάβει σε πιο άκρο ανήκω, εάν είμαι έξυπνος ή ηλίθιος, νοήμων, εύστροφος, ή σκέτος
βλαξ. Κάποτε νόμιζα ότι αυτά τα πράγματα είναι ξεκαθαρισμένα στη ζωή μας. Ότι είναι
εμφανής από νωρίς ο βαθμός ευφυίας, ο περίφημος δείκτης νοημοσύνης, με ελάχιστα
περιθώρια βελτίωσης. Το κάθε παιδί απ’ το σχολείο αποδέχεται αναγκαστικά το πεπρωμένο
του και ανάλογα πορεύεται. Με τη συναισθηματική και την κοινωνική ωριμότητα,
και ποικίλες άλλες εκλεπτύνσεις και μετρήσεις, να έχουν επινοηθεί από τους
επιστήμονες ως κάποιου είδους παρηγοριά ή μέθοδο διαφυγής από την αμείλικτη
κληρονομημένη αλήθεια.

Οι αριθμοί βεβαίως ουδέποτε είναι απόλυτοι, υπάρχουν και αστάθμητοι παράγοντες. Στην
καθιερωμένη όμως κλίμακα, από το μοναχικό 50-70 του κρετίνου έως το εξ ορισμού 100
του μέσου όρου, στα πέριξ του οποίου συνωστίζεται η ανθρωπότητα, έως τα υψηλότερα
επίπεδα νοημοσύνης και το ερημικό 160-180 και πλέον του ιδιοφυούς, το υποκειμενικό
στοιχείο δεν μπορεί να ξεπερνά τις δέκα έως είκοσι μονάδες. Έτσι νόμιζα.

Τα μάτια μου κουράστηκαν και θόλωσαν, έχω ανατρέξει στη σοφία όλου του κόσμου, οι
τοίχοι, τα πατώματα, κάθε επιφάνεια και ντουλάπι του σπιτιού μου, στενάζουν από
αναρίθμητα βιβλία, πολιτικά, ιστορικά, επιστημονικά, λογοτεχνικά (έγραψα κι από
πάνω μερικά δικά μου), χρόνια εργάστηκα, έζησα και ταξίδεψα σε ξένες χώρες. Τίποτα
και κανένας όμως δεν μου έλυσε την απορία. Ούτε οι δάσκαλοί μου, οι φιλόσοφοι ή
ποιητές, η ίδια η φύση, ούτε καν οι καφενόβιοι, τα πολύστροφα παιδιά της πιάτσας, με
την καθαρή ματιά και τη σκληρή γλώσσα, οι χίλιοι δυο από κάθε γωνιά του κόσμου που
γνώρισα και συμπάθησα κατά καιρούς.

Επειδή οι θεωρίες είναι άπειρες και ανέξοδες (ο καθένας λέει ότι του κατέβει) και
μόνη αξιόπιστη από αρχαιοτάτων χρόνων παραμένει η πράξη, τείνω να καταλήξω στο πικρό
συμπέρασμα ότι, ναι, είμαι βλάκας. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι αδυνατώ να
αποφύγω τα κραυγαλέα σεσημασμένα ναρκοπέδια και να ακολουθήσω την πεπατημένη; Να
εφαρμόσω τους νόμους, τους κανόνες, τις διατάξεις, να αναγνωρίσω τις λεγόμενες
κοινωνικές συνθήκες και να ενταχθώ ασφαλώς στο σύνολο. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί το
γεγονός ότι έχω κάνει τόσα λάθη στη ζωή μου; Από μεγάλα έως τεράστια, χονδροειδή,
μεσαίου μεγέθους και μικρότερα. Και όχι μόνον πρωτότυπα ούτε απλές επαναλήψεις, αλλά
ολόκληρα σήριαλ λαθών με αναρίθμητα επεισόδια. Και όλα τα βιβλία μου δεν είναι παρά
κεφάλαια από το ένα και μοναδικό βιβλίο με γενικό τίτλο, Η θλιβερή ιστορία των λαθών
μου.

Θυμάμαι την αυθόρμητη και ομόφωνη προτροπή των μεγαλύτερων που είχαν υποφέρει τα
πάνδεινα από προσφυγιά και εξουσία. «Πρόσεξε, να είσαι έξυπνος στη ζωή σου». Λες και
η ευφυία ήταν διάβαση για τους πεζούς και έπρεπε να βαδίζω αρχικά μέσα στα καρφιά ή
μέσα στις λευκές γραμμές αργότερα, να μένω στήλη άλατος στο κόκκινο ανθρωπάκι και να
έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα για να μη με κόψει κανένα αυτοκίνητο. ΄Η ασφαλιστήριο
συμβόλαιο που εκδίδει εταιρία με δωρικούς κίονες στην είσοδο κατά παντός κινδύνου της
ζωής.

Θυμάμαι κι εκείνη τη στριμμένη θεία μου την Παναγιώτα, ράφτρα θρακιώτισσα στις
φτωχικές 40 Εκκλησιές της προσφυγιάς, που μάλλον μ’ αγαπούσε με τον δικό της τρόπο,
να διαφωνεί σφυριχτά με το συγγενολόι, σφίγγοντας τις καρφίτσες στα λεπτά της χείλη.
«Αφήστε το ήσυχο το παιδί, βρε καρακάξες, εσύ είσαι καλός, αγόρι μου, δεν είσαι;»
Σίγουρα και δεν ήξερε τι έλεγε η καημένη. Σε κανένα σχολείο δεν μας δίδαξαν ποτέ ότι
η ευθύτητα είναι το αντίθετο της ευφυϊας.

Αργότερα πρόσεξα ότι άλλαξε η προτροπή από θετική σε αρνητική (αντί,«να είσαι
έξυπνος»,έγινε, «πρόσεξε να μην είσαι βλάκας»). Φαίνεται ότι έφταιγαν και οι
απαράδεκτές μου επιδόσεις. Πέρασε μια περίοδο από τη γκριμάτσα απογοήτευσης και
κάποια αμφιβολία («βλάκας είσαι;») για να καταλήξει στο κατηγορηματικό και ανίατο
στάδιο («μα εσύ είσαι βλάκας»). Κατά το οποίο προστέθηκε ως κωδωνοκρουσία η υπόμνηση
του θείου μου τάδε, που τον έστησαν στον τοίχο, και του μεγαλύτερου ξαδέλφου μου
δείνα, που τον έστειλαν στα ξερονήσια, και η δυσοίωνη παροιμία («θα πας κι εσύ σαν
το σκυλί στ’ αμπέλι»).

Παρατηρώντας, λοιπόν, το παιδικό μου περιβάλλον και, στη συνέχεια, προϊσταμένους και
συναδέλφους στο γραφείο, διδάχτηκα ότι όσοι γείτονες κάθονταν στ’ αυγά τους ήταν
ευφυείς και όσοι έκαναν ωραίες κωλοτούμπες ευφυέστεροι, ενώ στα υψίπεδα της
νοημοσύνης ήταν αραγμένοι, από τη μια, ο άτεγκτος διευθυντής της τράπεζας που
πλούτισε από μίζες και προμήθειες και, από την άλλη, ο αρχοντικός κεντρικός ταμίας
που συστηματικά έδινε λειψά τα ρέστα στους πελάτες. Αυτό το οροπέδιο υπήρξε πάντοτε
εξαιρετικά ευρύχωρο για να υποδεχτεί πλείστους όσους διακεκριμένους συμπολίτες μου σε
κάθε τομέα, στην επιστήμη και τα γράμματα, στην πολιτική και τις επιχειρήσεις.
Ευνούχους επιδέξιους με τα γνωστά μεταξωτά βρακιά. Αυτούς που βλέπουν οι άλλοι στο
ανάκλιντρό τους και αποφαίνονται με θαυμασμό, «έξυπνος άνθρωπος ο κύριος ... » τάδε.
Ο πιο έξυπνος, μάλιστα, ο κορυφαίος που γνώρισα, ήταν ο ιδιαίτερος του διευθυντή,
ένας νεαρός καρά τάδε, αρχιχαφιές αγέρωχος, που περιφερόταν στους διαδρόμους με τα
χέρια διπλωμένα στο στήθος, παρατηρούσε, σημείωνε και ανέφερε αδιακρίτως
προïσταμένους και απλούς υπαλλήλους, και έφτασε τριάντα χρόνια αργότερα στη θέση του
γενικού διευθυντή μιας άλλης μεγάλης τράπεζας.

Εκείνο που με μπέρδευε, που διαρκώς με εμπόδιζε να συμβιβαστώ με την αφόρητη βλακεία
μου και να ησυχάσω επιτέλους, είναι ότι υπήρχαν πάντοτε και μερικοί που με θεωρούσαν
έξυπνο (προφανώς εξίσου βλάκες). Και, επιπλέον, οι ποικίλες και πολύπλοκες
δοκιμασίες, γνώσεων, λέξεων, αριθμών και σχημάτων, που μονότονα συμφωνούσαν με αυτούς
τους μερικούς (μαύρη παρηγοριά).

Ως βλαξ αυθεντικός, λοιπόν, σε διαρκή αμφιβολία έζησα τη ζωή μου. Ταλαιπωρήθηκα,
υπέφερα και πόνεσα, και, έτσι ανεπίδεκτος μαθήσεως και ανίατος, χωρίς λεφτά και δόξα,
χωρίς δεξιώσεις, υποκλίσεις, βραβεία, παράσημα και μεγαλόσταυρους (τι να σου κάνει
ένα κούνημα της ουράς ή ένα χαμόγελο;), πήρα κουτσά στραβά την τελευταία στροφή στο
αμπέλι και βγήκα με το αγύριστο κεφάλι μου στη μοιραία ευθεία.

Τζάμπα πήγε η λαχτάρα γονέων και συγγενών, δωρεάν οι προτροπές και παραινέσεις,
χαμένα τα πολυετή αναλυτικά μαθήματα από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως, σε τόπους
εργασίας και κοινωνικές συναναστροφές. Ανάμεσα στους ξεροκέφαλους (καλή παρέα)
που είχαν κάποτε αποπειραθεί να πάνε αντίθετα σ' αυτό το ρεύμα (τι λέω, τη
νομοτέλεια),ήταν κάτι ταλαίπωροι φιλόλογοί μου στο σχολείο (ολέθρια επίδραση στην
ευεπίφορή μου εφηβεία) που πρόφεραν με ευλάβεια τη λέξη αρετή, κι επέμεναν στην
ονειροφαντασία τους με τρεις κι εξήντα.

Ομολογώ αβίαστα προφορικώς και εγγράφως ότι εξακολουθώ να βρίσκομαι σε πλήρη
σύγχυση. Σύγχυση που ασφαλώς και δεν μπορώ (ούτε προτίθεμαι) να επικαλεστώ σε κανένα
δικαστήριο και ιδίως στο υπέρτατο εκείνο που δεν διαθέτει εφετείο, δεν αναγνωρίζει
ελαφρυντικά, ούτε εκδίδει αποφάσεις με αναστολή. Που απλώς εφαρμόζει όσα με απόλυτη
σαφήνεια προέβλεψε άγνωστος και παντελώς ακατανόητος νομοθέτης. Δηλαδή, όπως κι εγώ
ακόμη τελικά αντιλήφθηκα, στη ζωή αυτή να ανταμείβεται ο έξυπνος, ενώ ο βλαξ να
εναποθέτει τις προσδοκίες του στην επόμενη. Που όταν μάλιστα αδυνατεί να την
πιστέψει, μένει και χωρίς την τελευταία ελπίδα.


Σάββατο 7 Απριλίου 2018

γόνατα στο σανίδι



Το πρόβλημα της στέγης, για κείνους που δεν διαθέτουν οικονομική άνεση, χρειάζεται
επινοητικότητα και πρωτότυπες λύσεις. Στέγη αποτελούσε κάποτε ο έναστρος ή έστω
και ο συννεφιασμένος ουρανός. Οι νεότεροι θα αγνοούν σίγουρα ότι η μεγάλη και
λαμπρή παραλιακή λεωφόρος, οι πολυκατοικίες, τα πάρκα, οι παιδικές χαρές και τα
γήπεδα αθλοπαιδιών είναι κυριολεκτικά χτισμένα πάνω σε προφυλακτικά. Το μικρό,
οικονομικό και ακίνδυνο - αλλά οπωσδήποτε όχι απόλυτα ασφαλές - ελαστικό εξάρτημα
γνώρισε μεγάλες δόξες την πρώτη μεταπολεμική εικοσαετία (πολύ πριν η απειλή της
θανατικής καταδίκης το καθιερώσει στην τηλεοπτική οθόνη) σ' όλη την έκταση της
χορταριασμένης κι έρημης παραλίας με τις τεχνητές προσχώσεις και τα μπλόκια. Άλλες
δημοφιλείς περιοχές της εποχής υπήρξαν βέβαια το Σέιχ Σου, που ακόμα παρέχει
αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες του, και τα εβραίικα μνήματα - τρανή απόδειξη ότι η ζωή
κατισχύει του θανάτου - καθώς και κάθε σκοτεινή πλατεία ή αλάνα.

Με ένα προφυλακτικό και μια εφημερίδα, κατά προτίμηση την εβδομαδιαία με τις πολλές
σελίδες, βολεύονταν τότε τα ζευγαράκια κάτω από την απειλή της ξαφνικής μπόρας, του
συνήθως άκακου ηδονοβλεψία ή του αυστηρού αδερφού. Μια εναλλακτική και ευρύτατα
διαδεδομένη λύση ήταν ασφαλώς ο μπατανάς - λέξη ή κίνηση χαρακτηριστική που
προέρχεται μάλλον από τις οικοδομικές εργασίες. Χωρίς πρόθεση λογοπαιγνίου, υπήρχε
μεγάλος οικοδομικός οργασμός την εποχή εκείνη. Υποπτεύομαι ότι πολλές ώριμες κυρίες
της πόλης κρύβουν σε παλιά μπαούλα φούστες με τα δυσδιάκριτα πια ίχνη των νεανικών
τους ημιτελών ερώτων της παραλίας.

Διπλή απόλαυση, χωρίς όμως καθαρό αέρα, προσέφεραν οι χειμερινοί κινηματογράφοι,
ιδιαίτερα Κυριακές και γιορτές που είχε συνωστισμό. Με τις καιρικές αντιξοότητες, οι
κολώνες, οι γωνίες, το πίσω μέρος γενικά της αίθουσας ήταν ένα πολύτιμο και
προπαντός ζεστό καταφύγιο για το λεγόμενο όρθιο.

Έσχατη διέξοδος, που κάπως διασκέδαζε τις υποψίες των περαστικών αλλά ποτέ δεν
ξεγελούσε τα παιδιά της γειτονιάς, ήταν μια συνάντηση σε πλατεία, μακριά από τους
γυμνούς και προδοτικούς γλόμπους των στύλων. Διέκρινες δύο αθόρυβες και
ακαθόριστες σκιές, που θα πρέπει μάλλον να κουβεντιάζανε, να μετατοπίζονται κατά
διαστήματα περίεργα, να ενώνονται καν να χωρίζουν. Ένα σταθμευμένο φορτηγό, ένα
κοινός τοίχος ή έστω ένα δέντρο διευκόλυναν αφάνταστα την κατάσταση.

Αργότερα μειώθηκε η ποικιλία των στάσεων και δεν ήταν πια απαραίτητες οι ακροβατικές
ικανότητες. Η οικονομική ανάπτυξη και η βαθμιαία χειραφέτηση της γυναίκας
δημιούργησαν απείρως μεγαλύτερες δυνατότητες, έκαναν ν'ανθίσει η εξυπηρετική
ειδικότητα του γυναικολόγου και έδωσαν διαφορετικές διαστάσεις στην έννοια της
στέγης. Στέγη σε μόνιμη βάση αποτελεί σήμερα η επιπλωμένη γκαρσονιέρα με τον έναν
ή τους πολλαπλούς ενοίκους. Στέγη αποτελούν οι πίσω θέσεις του αυτοκινήτου που είναι
παρκαρισμένο σε απόμερο σημείο της πόλης ή των περιχώρων. Στέγη παρέχουν και τα
διάφορα ξενοδοχεία με ειδική τιμή για ένα δίωρο ή και μικρότερο χρονικό διάστημα.
Στέγη παραχωρούν οι φίλοι που επιδεικνύουν πνεύμα κατανόησης.

Όλες αυτές οι λύσεις κρίθηκαν απρόσφορες ή τετριμμένες χωρίς να διερευνηθούν
ιδιαίτερα. Με μια ξαφνική λάμψη στα μάτια, πρότεινες εκείνη την αίθουσα των
φιλότεχνων στο κέντρο της πόλης. Η κουβέντα γινόταν στο γραφείο μου, που δεν
διέθετε κρεβάτι ή έστω καναπέ ή άνετη πολυθρόνα, με λίγες αλλά ενοχλητικές διακοπές
από το τηλέφωνο. Μου θύμιζε επαγγελματικές διαπραγματεύσεις με καλή θέληση κι από
τις δυο πλευρές και απόλυτη ισορροπία της αμφίπλευρης προσφοράς και ζήτησης.
Διατηρούσε όμως, παρ' όλα αυτά, μια φρεσκάδα συνωμοτικότητας και ερωτισμού. Η ιδέα
με ξάφνιασε αλλά τη βρήκα συναρπαστική και δεν άργησα να συμφωνήσω. Έπρεπε όμως
να επιλυθούν πρώτα μερικές πρακτικές λεπτομέρειες.

Στάθηκες για λίγο σκεφτική ενώ εγώ κοιτούσα με αμηχανία τα χαρτιά μου. Στο τραπέζι
δεν γίνεται, είπες γελώντας και μούδωσες την αίσθηση ότι μάλλον έκανες μια πλάγια
ερώτηση παρά μια διαπίστωση. Δεν περίμενες και πολύ παρόλο που υπήρχαν
πιθανότητες για καταφατική απάντηση. Κάτω, κατέληξες. Θα φέρω εγώ κουβέρτα. Να
μια ευκαιρία να θυμηθούμε τα εφηβικά μας χρόνια. Το φιλί μας, με το ένα μάτι στην
πόρτα του γραφείου, επισφράγισε τη συμφωνία.

Η απόλυτη άνεση της συμπεριφοράς σου σε αποδείκνυε πολύπειρη ή τουλάχιστον όχι
υποκριτική. Και τί θα έλεγε ο άντρας σου αν ποτέ το μάθαινε; ρώτησα ξαφνικά. Θα
χαιρότανε, τόνισες αδίστακτα, με τη δική μου ευτυχία. Αυτή η λέξη μου φάνηκε
τεράστια και εξωπραγματική σαν ένα ταψί κανταΐφι για κάποιον που πίνει μόνο καφέ το
πρωί. Το τζίνι μπορεί να χωρούσε στο μπουκάλι των αραβικών παραμυθιών αλλά οι
θεωρητικές συλλήψεις, συχνά προεκτάσεις μιας ανομολόγητης επιθυμίας, έχουν σκέλη
μακρύτερα από το πάπλωμα της πραγματικότητας. Να λοιπόν που σε μια τόσο απλή και
καθημερινή ενέργεια - ή όχι;- υπεισέρχονται άκρως υποκειμενικά και συναισθηματικά
στοιχεία μιας άλλης εποχής.

Βρεθήκαμε κατευθείαν επάνω. Εσύ είχε πάρει πρώτα την αλληλογραφία, άνοιξες και
άφησες το κλειδί στην κλειδαριά για ν' αποφύγουμε τουλάχιστον το χειρότερο είδος
αιφνιδιασμού. Εγώ χτύπησα μία και τρεις φορές το κουδούνι. Γαλουχημένοι από τα
παιδικά μας χρόνια με τα αστυνομικά μυθιστορήματα και τα περιπετειώδη
κινηματογραφικά έργα, δεν βρήκαμε καμιά δυσκολία στις λεπτομέρειες του σεναρίου. Ο
ντετέκτιβ Χ, ο άνθρωπος-αράχνη και οι άλλοι ήρωες της Μάσκας, που δανειζόμασταν με
δυο δραχμές από το περίπτερο της Ολύμπου απέναντι στα λουτρά, μπορούσαν να είναι
περήφανοι για τους μαθητές τους.

Καθήσαμε για λίγο στο μικρό γραφείο, πλάι πλάι. Κρατούσες μια πλαστική σακούλα με τη
χοντρή μάλλινη κουβέρτα. Τα γόνατα μας ακουμπούσαν κάτω από το λεπτό ύφασμα του
φορέματός σου και το τραχύ ύφασμα του πανταλονιού μου. Σκέφτηκα τις πολύωρες
συνεδριάσεις σ'αυτόν τον χώρο, τις συγκρούσεις τόσο σε κομματικό όσο και σε
προσωπικό επίπεδο. Οι κοινοί σκοποί σπάνια κάνουν αρμονικές τις ανθρώπινες σχέσεις
στην πατρίδα μας.

Διερωτήθηκα μήπως ήταν ευκαιρία να επιληφθούμε μερικών πρακτικών ζητημάτων του
σωματείου, να κάνουμε μια μικρή άτυπη συνεδρίαση, αλλά διατηρούσα σοβαρές
αμφιβολίες αν θα το δεχόσουν και το άφησα για άλλη φορά.

Ξέρεις, πρόφερα διστακτικά, πρέπει να σου πω, ότι μπορεί και να μην μπορέσω. Όλοι οι
άντρες περνάνε περιόδους ανικανότητας, βιάστηκα να προσθέσω για να προλάβω το
βλέμμα της απορίας σου. Το λένε και τα επιστημονικά συγγράμματα. Μην ξεγελιέσαι από
την εξωτερική μου εμφάνιση που υπόσχεται αστείρευτη ζωτικότητα. Κάποτε δεν μου
σηκώθηκε από υπερβολική συγκίνηση. Είναι δράμα μαύρο και σκοτεινό να λαχταράς μια
γυναίκα, να έχεις φτάσει στο απόγειο της ερωτικής φόρτισης και πάθει εμπλοκή ο
μηχανισμός. Ίσως τώρα να συμβεί το ίδιο από τον λεπτομερή και εμπεριστατωμένο
προγραμματισμό. Αυτό το τελευταίο δεν το είπα, μου πέρασε απλώς από το μυαλό.

Δεν πειράζει, απάντησες με μιαν εκπληκτική διαλλακτικότητα. Τί να κάνουμε; Υποθέτω
ότι κάθε άντρας δεν είναι απαραίτητα ο γνωστός βιαστής που σαν άλλος πρίαπος
λυμαίνεται τα σοκάκια της πόλης, κραδαίνοντας το ορθωμένο πέος του για να
κατασπαράξει το πρώτο ανυπεράσπιστο θηλυκό. Η σκέψη και μόνο ότι θα μπορούσα να
είμαι εγώ ο αποτρόπαιος βιαστής, μου προκάλεσε γέλια μέχρι δακρύων. Θα πρέπει να
εκφυλίστηκε το ανδρικό φύλο, αναλογίστηκα σκουπίζοντας τα μάτια μου με κάποιο
αδιόρατο ίχνος περιφρόνησης για τον εαυτό μου. Όταν συνήλθα, σε κοίταξα με αρκετή
ανακούφιση. Είχες δεχτεί το χειρότερο. Πολύ μυαλό και λίγη στύση, επιβεβαίωσα
αποφθεγματικά.

Ας δοκιμάσουμε λοιπόν. Έστρωσες την κουβέρτα στο κέντρο ακριβώς της μικρής
αίθουσας με την επιμέλεια μιας καλής νοικοκυράς, ισιώνοντας τις ζάρες. Προχωρήσαμε
βουβοί σαν να εκτελούσαμε ευσυνείδητα μιαν επιβεβλημένη διαδικασία. Από τη
χαραμάδα της μπαλκονόπορτας και τα μισάνοιχτα παντζούρια, μια φωτεινή επιγραφή
που αναβόσβηνε έσπαζε το απόλυτο σκοτάδι. Λίγα μέτρα δεξιά από το κεφάλι μου,
φάνταζε ένας τεράστιος πίνακας με ακαθόριστη σύνθεση και στο ταβάνι σειρά οι
σιωπηλοί προβολείς. Τη στιγμή εκείνη διαπίστωσα με έντονη δυσαρέσκεια ότι δεν είχαμε
μαξιλάρι.

Τη χαριστική βολή για μένα την έδωσαν τα στήθη σου που έπεφταν κάπως χαλαρά προς
τα πλάγια καθώς ήσουν ξαπλωμένη ανάσκελα. Ξαπλωμένη ανάσκελα, να δυο λέξεις
ερεθιστικές κάτω από διαφορετικές συνθήκες ή με τις ίδιες συνθήκες αλλά διαφορετικό
αρσενικό. Κι όμως, ντυμένη με το πολύχρωμο φουστάνι ως τα γόνατα, με τα τακούνια
και το κοντά μαλλιά, με το άρωμα και τον αέρα του δυναμισμού, σε είχα βρει πολύ
ελκυστική.

Οι ειδικοί λένε πως το υπ' αριθμόν ένα σεξουαλικό όργανο είναι το μυαλό του ανθρώπου.
Το υπόλοιπο σύστημα υπακούει στις εντολές του, συνειδητά και συχνότερα
υποσυνείδητα. Κι εμένα το μυαλό μου σαν δέκτης ήταν γεμάτο παρεμβολές και παράσιτα
και σαν πομπός καθόλου συντονισμένο στις ερωτικές συχνότητες. Μάλλον έμοιαζε με
πρόχειρη αποθήκη ή σοφίτα όπου είναι πεταμένα φύρδην μίγδην διάφορα ετερόκλητα
αντικείμενα και οπωσδήποτε μια καρέκλα με τρία πόδια και μια ξεφουσκωμένη μπάλα.
Θα πρέπει όμως να παραδεχτώ πως οι ρόγες σου, με δυο μελανές πινελιές, ξεκαθάρισαν
τουλάχιστον τις αράχνες.

Παρ' όλα αυτά, διαπίστωσα με κατάπληξη και ανακούφιση πως η στύση ήταν κανονική.
Τα αγγεία είχαν γεμίσει αίμα, ο επιβήτορας, αν και σκιά του παλιού του εαυτού, ήταν σε
θέση μάχης. Έγειρα πάνω σου κι ένιωσα το σκληρό πάτωμα κάτω από τη διπλή στρώση
της κουβέρτας. Τα λιγοστά μας χάδια ήταν δειλά ή τυπικά, λες και περιμέναμε ο ένας τον
άλλο ή τηρούσαμε σαφείς και αυστηρές οδηγίες. Ακολούθησε η πλήρης οικειότητα με τη
γυμνή και ευαίσθητη σάρκα μου μέσα στη γυμνή κι ευαίσθητη δική σου σάρκα. Αν και
τα γόνατά μου πονούσαν στο σανίδι και δεν μπορούσα με τίποτα να βγάλω από το
μυαλό μου κάτι δουλειές που είχα την άλλη μέρα στο γραφείο, οι ρυθμικές κινήσεις ήταν
οι προβλεπόμενες και η εκσπερμάτωση δεν άργησε δυστυχώς καθόλου.

Δεν κατάλαβα σχεδόν τίποτα ούτε ασφαλώς κι εσύ. Ούτε καν η σκέψη του τί έγινε και
πού έγινε με είχε ερεθίσει. Ίσως αυτό να έδωσε σε σένα κάποια ικανοποίηση, ηθική θα
την έλεγα. Να ξέρεις ότι στο σημείο που ακουμπάνε τα πόδια τους τόσοι διανοούμενοι
και κυρίες του καλού κόσμου, με όλη την επίφαση της αστικής κουλτούρας, εσύ έκανες
έρωτα. Έστω έναν τέτοιο έρωτα, μηχανικό κι ανήδονο, ή ακριβώς ένα τέτοιο έρωτα που
ταιριάζει στην υπόστασή τους. Έναν έρωτα παρωδία που αναιρεί την ίδια την ουσία του
όπως και η ζωή τους. Μια γυμναστική, πρωινή, μεσημεριανή ή βραδινή, που κάποιος ή
κάτι την επιβάλλει άμεσα ή έμμεσα κι ελάχιστοι έχουν την ανθρώπινη ποιότητα που
χρειάζεται για να την αρνηθούν.

Απεμπλακήκαμε και πήραμε πάλι την προηγούμενη θέση, ο ένας πλάι στον άλλο.
Καπνίσαμε το καθιερωμένο τσιγάρο σε απόσταση γυμνού κορμιού τριών εκατοστών ή
τριών χιλιομέτρων. Σκουπιστήκαμε με χαρτί που έφερες εσύ από το καμπινέ,
αποστρέφοντας ευγενικά τα μάτια ο ένας από τον άλλο. Ψάξαμε με αγωνία κάτι να
πούμε. Βρήκαμε τα ρούχα μας, όχι πεταμένα δω κι εκεί αλλά τακτοποιημένα δίπλα μας σε
μικρούς σωρούς. Ντυθήκαμε στο μισοσκόταδο σαν να μην είχαμε ποτέ γδυθεί. Με
μεγάλο δισταγμό, ανάψαμε το πλαϊνό φως και ρίξαμε μια ματιά τριγύρω για τυχόν
προδοτικά ίχνη. Χωρίσαμε, δύο συνωμότες που το μυστικό τους δεν ενδιαφέρει κανένα.


Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Nόστος (επιστροφή στην πατρίδα)





Το ραντεβού είναι για μετά τις δέκα και μισή το πρωί της Κυριακής στο ίδιο μέρος πάντα.
Συνήθως πρώτος έρχεται ο Στέργιος, που μένει επάνω στη στροφή της Βίλλας Ρίτζ και
έχει συνηθίσει να ξυπνάει πολύ νωρίς. Λεπτός και σοβαρός και άψογα ντυμένος, διασχίζει
ευθυτενής την απαστράπτουσα καφετέρια ως το βάθος, χαιρετάει το προσωπικό και
παραγγέλλει ένα βραστό καφέ. Ύστερα κάθεται στην αριστερή άκρη του καναπέ, πίσω
από το μακρύ τραπέζι που είναι κρατημένο, αφήνει το τσαντάκι του στο πλάι, καθαρίζει
με μικροβηξίματα από επαγγελματική συνήθεια τον λαιμό του και ανοίγει το Βήμα.

Απέναντι, μακριά πίσω απ' τη θάλασσα, προβάλλει χιονισμένος ο Όλυμπος, κάποιες φορές
με εκπληκτική ευκρίνεια, σχεδόν αγγίζοντας τον ουρανό. Δυο διαδοχικά ημικύκλια απ'
το Μεγάλο στο Μικρό Καραμπουρνάκι, και δεξιά πολύ κοντά ο κόλπος, ακύμαντος σαν
λίμνη. Από κάτω ακριβώς και αριστερά, απλώνεται η ανατολική πλευρά της πόλης, με
κτίρια που σταδιακά αραιώνουν ως το αεροδρόμιο και τον δημόσιο δρόμο για τη
Χαλκιδική. Το μαγαζί διαθέτει κι ένα τεράστιο μπαλκόνι στις κορυφές των πεύκων που
είναι απολαυστικό μόλις ζεστάνει ο καιρός.

Στο μεταξύ, ο Βύρων, πάντα νεανικός και ζωηρός, έχει ξεκινήσει ψηλά πίσω απ' το
Επταπύργιο και, ακολουθώντας τον περιφερειακό, κατεβαίνει στη Μαλακοπή, παρκάρει
καβαλώντας το πεζοδρόμιο και μου χτυπάει το θυροτηλέφωνο. Αισθάνομαι μία μικρή
ενοχή διαρκείας, γιατί ποτέ μου δεν έμαθα να οδηγώ, και φροντίζω να είμαι έτοιμος από
ώρα, μετά το ξύρισμα και το ντουζ και την υπόλοιπη πρωινή ιεροτελεστία και αφού έχω
φέρει μια στοίβα εφημερίδες απ' το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Κατεβαίνω σχεδόν
αμέσως, χαζεύω λίγο στο προαύλιο τις ήμερες γάτες της γειτόνισσας, που
κουλουριάζονται ηδονικά στον ήλιο σαν πολύχρωμα κουβάρια από μαλλί, και
συνεχίζουμε μαζί για το Πανόραμα.

Στον δρόμο ακούμε μουσική της δεκαετίας του '50, σχολιάζουμε τον καιρό και τα
ανώμαλα φαινόμενα που ολοένα και πληθαίνουν, και κάνουμε μια σύντομη ανασκόπηση
του χρηματιστηρίου και της οικονομίας. Περνάμε ολοταχώς έξω απ' τον παράδεισο χωρίς
να ρίξουμε ματιά και μακαρίζουμε τον εαυτό μας που έχουμε φίλους αληθινούς από τα
παιδικά μας χρόνια. Αν βρούμε με την πρώτη να παρκάρουμε στ' Αστέρια, είμαστε ακόμη
πιο τυχεροί.

Δεν έχουμε προλάβει να χαιρετίσουμε τον Στέργιο, καμιά φορά με χτύπημα στην πλάτη
και με χειραψία, και να παραγγείλουμε τους δικούς μας καφέδες, και εμφανίζεται ο Τάσος,
φρέσκος, εγκάρδιος και γεροδεμένος. Λογικός έως τετράγωνος, όπως τονίζει και ο ίδιος.
Αυτός ξεκινάει απ' το Μελισσοχώρι ή από την περιοχή του Φοίνικα όταν έχει και την
Κυριακή κάποιο ραντεβού στο γραφείο. Ο άλλος Τάσος, ο πιο χαρούμενος και φωνακλάς
στην τάξη και ο μοναδικός που επέστρεψε στο σχολείο ως καθηγητής, έρχεται
σπανιότερα, όταν δεν αισθάνεται και τόσο αυστηρός με τους αμετανόητους όπως εγώ,
που δεν εννούν να κόψουν το κάπνισμα.

Έχουμε ήδη τη μικρή απαρτία των τακτικών. Λίγο αργότερα έρχεται ο Στέφανος και
κάποτε ο Φώτης, ο Κώστας και ο Γιώργος. Ο άλλος Γιώργος προτιμάει την ώρα που
ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Τις μέρες που ανεβαίνει ο Αρμένος από την Αθήνα, δεν
αποκλείεται καθόλου να μας αιφνιδιάσει μαζί με τον Κινέζο και ίσως τον Τάκη, που γύρισε
πρόσφατα ύστερα από μια ολόκληρη ζωή στη Γερμανία. Ο Μπόντζος έχει ήδη αποσυρθεί
σε κάποιο χωριό του Πηλίου και είναι εκεί πιο ευτυχισμένος, μόνος με τους σκύλους, τις
γάτες και τα πουλερικά του.

Μπορεί καμιά φορά να έρθουν και οι πολυάσχολοι, όπως ο Χοντρός και ο Δράκος και
βέβαια ο Χαβαλές, συνήθως αφού τους γίνει ειδική πρόσκληση. Η μέση προσέλευση είναι
τέσσερις έως επτά. Πάντως το Αρνί, που έφερνε μαζί του κάποιες παλιές συμμαθήτριες
και προκαλούσε αμηχανία, έχει από καιρό εξαφανιστεί και ο Ντίνος επιμένει, χωρίς να
πείθει του υπόλοιπους, πως είναι καλύτερα στην Πλατεία Αριστοτέλους. Εκείνος που δεν
έρχεται ποτέ είναι ο Πολύβιος.

Όταν μιλάμε σοβαρά, χρησιμοποιούμε τα μικρά ονόματα, αλλιώς τα αιώνια
παρατσούκλια. Φωνάζουμε και μαλώνουμε κάπως λιγότερο, αλλά αυτά που λέμε δεν
διαφέρουν και πολύ από τα τότε, για να μην πω ότι είναι και χειρότερα. Ο Ανώμαλος
σκύβει το κεφάλι και λέει χαμηλόφωνα, σκάστε ρε σεις, αυτοί εδώ πλάι γούρλωσαν τα
μάτια. Εσύ τραγούδησέ μας μια άρια, τον αποπαίρνει ο Τούρκος, κι οι άλλοι γελάνε, έτσι
είμαστε εμείς κι άν τους γουστάρει. Ο Τούρκος είναι διευθυντής στην τράπεζα. Αν δεν
μας έβλεπαν, μπορεί και να νόμιζαν ότι είμαστε μαθητές ή φοιτητές. Πού να ερχόταν και
ο Χαβαλές.

Όταν βρίσκεται σε ολομέλεια, αυτή η για την ηλικία της ανάρμοστα θορυβώδης και
αιρετική παρέα, έχει κάθε στυλοβάτη της κοινωνίας, όπως είχαν προβλέψει οι καθηγητές
μας, χωρίς να αντιλαμβάνονται την ειρωνεία. Έχει τους μηχανικούς και τον
αρχιτέκτονά της, τον οικονομολόγο της και τον χρηματιστή της, τον καθηγητή της και
τον δάσκαλο της αγγλικής, έχει τους υπαλλήλους της και τον αμίμητο διακοσμητή της.
Βεβαίως έχει και τον δικηγόρο της που , πράος και μειλίχιος και αδιόρατα σατανικός,
επισημαίνει τις ποινικές και αστικές συνέπειες. Ο οδοντίατρος είναι παρών κι έχει πολλή
δουλειά αλλά αυτοί που απείρως περισσότερο χρειάζονται, ο μεν γιατρός μένει στη
Μυτιλήνη, ο δε ψυχίατρος στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας. Α, βέβαια, η παρέα βρίθει και
από επιχειρηματίες και διευθύνοντες συμβούλους μεγάλων εταιριών. Άσε μας τώρα, ρε
Τζαχείλα, όπως θα έλεγε, και λέει και ο εξ αυτών Αρμένος.

Μπορεί να έχουμε τεράστιες διαφορές σε πολλά, από εμφάνιση ως χαρακτήρα και
νοοτροπία, κι από τα γενικότερα ενδιαφέροντα ως τα προσωπικά ελαττώματα. Μπορεί
ακόμη να είναι πολύ αργά για να στήσουμε ένα δίτερμα έξω στον δρόμο ή στον μακρύ
διάδρομο που οδηγεί στην καφετέρια. Κανένας μας όμως δεν διστάζει να γελάσει με
αξιώματα και τίτλους, να γελάσει πρώτα με μας τους ίδιους και μετά με διάφορους
καραγκιόζηδες τριγύρω. Δεν άλλαξες καθόλου, ίδιος και απαράλλακτος είσαι όπως στα
δεκάξι, επιμένει κατηγορηματικά στο αυτονόητο ο Τούρκος.

Σε μένα βέβαια έλαχε να γράψω αυτή την ιστορία. Που είναι πέρα για πέρα αληθινή και
ας μου φαίνεται σαν παραμύθι. Πού είναι μια ιστορία και χιλιάδες και ο καθένας θα την
είχε γράψει διαφορετικά. Πολλές φορές από παλιά, ήθελα να μιλήσω για τα χρόνια εκείνα
και πάντοτε με σταματούσε η σκέψη, έ, όχι και βιβλίο για το σχολείο. Έως ότου, με τη
δική της ανεξήγητη διαδικασία, αυτή η φράση ωριμάσει και γίνει ξαφνικά, και βέβαια ένα
βιβλίο για το σχολείο, πέρασαν 43 χρόνια και μεσολάβησαν 18 βιβλία. Κι ακόμη, αν το
είχα γράψει νωρίτερα, το τέλος ίσως να ήταν διαφορετικό και κάπως πιο χαρούμενο.

Να μην ξεχνάμε επίσης ότι έχω εκπληρώσει πια το χρέος μου στην κοινωνία και έλαβα το
αποφυλακιστήριο, με υπογραφή και με σφραγίδα, μαζί με κάποια οδοιπορικά. Μπορεί οι
φύλακες κι οι άλλοι τρόφιμοι στο ίδρυμα να με σημάδεψαν για τα καλά στα ορατά και
ιδίως στα αόρατα, μπορεί το τίμημα που αναγράφεται στο τιμολόγιο να είναι η ζωή μου
και να μου φαίνεται λιγάκι ακριβό αλλά δεν είναι. Δεν είναι καθόλου ακριβό αφού δεν
μπορώ να επικαλεστώ κανενός είδους μεταμέλεια.

Κάθομαι λοιπόν τώρα και κοιτάζω απέναντι τον Όλυμπο και βλέπω τους θεούς να
χαμογελάνε μελαγχολικά. Κάθομαι με την άνεσή μου και κοιτάζω στο ετήσιο περιοδικό
τα κείμενα της χρονιάς που είχα γράψει τότε, κάθομαι και σκαλίζω τα περασμένα. Καθότι
είμαι τύπος κουμαρτζή από τα παιδικά μου χρόνια και ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία
είναι ο Παίκτης, δε ριψοκινδυνεύω για το κέρδος αλλά για το ίδιο το παιχνίδι. Καθότι έχω
πια γίνει άσπονδος φίλος με τα παλιά μου τραύματα, μου αρέσει να εξετάζω τα
εναλλακτικά σενάρια και να αναλογίζομαι τι θα γινόταν σε κάθε μία περίπτωση.

Αν ήμουνα πειθαρχικός και έτρωγα το φαγητό μου. Αν είχα ακούσει τον Πολύβιο κι
είχαμε φύγει μαζί για την Αμερική ή για τη Γη του Πυρός και τις νήσους Γκαλαπάγκος. Κι
αν είχα συναντήσει τη Μπάρμπαρα, εκείνη την ξανθούλα με την οποία
αλληλογραφούσα χρόνια και με περίμενε μάταια στο Ρότσεστερ. Ή αν είχα τελειώσει εδώ
τη Νομική και είχα παντρευτεί την πρώτη μου αγάπη. Τέλος, αν έστω και για μια φορά
δεν υποστήριζα με τόσο πάθος χαμένες υποθέσεις. Όχι, τράπεζα δεν περιλαμβάνουν τα
σενάρια γιατί και οι ταινίες φρίκης έχουν τα όρια τους.

Αυτές είναι μόνον μερικές από τις αρχικές εκδοχές και μέσα απ' το καλειδοσκόπιο
προβάλλουν άλλες πολλές και απίστευτες. Ο καθένας όμως μπορεί να στήνει με τη
φαντασία του άπειρα σκηνικά μιας υποθετικής ζωής και μάλιστα αφαιρώντας επιλεκτικά
κάποια από τα υλικά κακής ποιότητας και μη παραχωρώντας τίποτα από τα τιμαλφή του.
Και ίσως σε κάποια άλλη διάσταση, σε κάποιον άλλο γαλαξία, οι εκδοχές αυτές να
εξελίσσονται απρόσκοπτα αυτή την ίδια τη στιγμή. Όλα είναι πιθανά και όλα γίνονται.
Αν όχι τώρα, σε μια από τις αναρίθμητες ζωές του μέλλοντος, όπως μας παρηγορεί και ο
Γκατουτάμα.

Με οποιαδήποτε όμως εκδοχή, το συμπέρασμα είναι μονότονα το ίδιο. Και πάλι ο ίδιος θα
ήμουνα, και πάλι τα ίδια λάθη θα έκανα. Με το ίδιο πάθος. Όπως τώρα που αισθάνομαι
σαν να έχω μόλις αποφοιτήσει και να μοσχοβολάει το καλοκαίρι. Και να με περιμένει
εκείνη ανθισμένη στον παλιό σύλλογο για μια βόλτα ως τα μπλόκια. Και να μας περιμένει
όλους στη στροφή ένας κόσμος μεθυστικός, και να μας περιμένουν επευφημίες και
χειροκροτήματα στο τέρμα. Και τα σαραντατόσα χρόνια να μην υπήρξαν παρά ένας
λήθαργος ή μια βουτιά στο τίποτα.

Την τελευταία φορά που περπάτησα στις παρυφές του παραδείσου, ο αέρας ήταν
φορτωμένος σκιές και μνήμες. Από το τότε, απ' τον καθένα και το κάθε τι που μας δίδαξε
και μας μεγάλωσε. Από μια alma mater. Όμως, σε ποιές σκιές να ελλοχεύουν ο Μπάκος
και ο Τακατάκας; Να φτιάχνει τα γυαλιά του ο Κώστας που ξεκίνησε στο Σέϊχ-Σου την
κυριακάτικη αυτή συνάντηση; Ίσως να κρύβονται μαζί με τον Μάκη, τον Χαρίτο και τον
Άκη. Και να έχουν αρχίσει μιαν ατέλειωτη συζήτηση με τον Μούτσο και τους άλλους.

Μετά την αποφοίτηση λοιπόν και λίγο αργότερα, αυτή η σφιχτοδεμένη τάξη
κυριολεκτικά σκορπίστηκε στους πέντε ανέμους. Καμιά εικοσαριά έφυγαν για σπουδές
στη Γερμανία, αρκετοί άλλοι στην Αμερική και στην Αθήνα, μερικοί αλλού, ακόμη και
στην Αφρική. Οι υπόλοιποι παρέμειναν στην πόλη μας. Και ακολούθησαν όσα φέρνει η
ζωή.

Ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση να είναι ο Αρμένος, που είναι Έλληνας και είχε
συριακό διαβατήριο. Σπούδασε και παντρεύτηκε στη Γερμανία και πήρε τη γερμανική
υπηκοότητα, έζησε στην Αγγλία και τώρα βρίσκεται ξενιτεμένος στην Αθήνα.
Ξενιτεμένος από πού; Μα από την παλιά Ανθέων φυσικά και από τους φίλους. Εγώ ο ίδιος
άλλαξα είκοσι μόνιμες κατοικίες στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στο Λονδίνο. Πολλοί
επέστρεψαν άλλά υπάρχουν και αρκετοί που ακόμα ζουν στις χώρες των σπουδών τους.

Από το 1982, γιορτάζουμε κάθε πέντε χρόνια την επιστροφή στο σχολείο, μαζί αγόρια και
κορίτσια. Έρχονται οι περισσότεροι από κάθε γωνιά του κόσμου, έρχονται και δυο-τρεις
από τους τότε νεαρούς καθηγητές. Η αρχική συνάντηση γίνεται έξω από το κεντρικό
κτίριο με καφέδες και αναψυκτικά. Με χαρές, εκπλήξεις και επιφωνήματα. Μπορεί να δεις
ξαφνικά μπροστά σου τον Γρηγόρη, τον Ερρίκο ή τον Μανώλη. Ελεεινολογούμε
διακριτικά τις φθορές του χρόνου, κάνουμε βόλτες στα δρομάκια και βλέπουμε τα
γήπεδα, μπαίνουμε και καθόμαστε στην παλιά αίθουσα του κλασσικού.

Ο Χαβαλές επαναλαμβάνει κάποια από τ' αρχαία καλαμπούρια και ζωγραφίζει στον
πίνακα. Θυμόμαστε τον Τούρκο ν' αντιγράφει κάτω από την μύτη του καθηγητή, τον
Κινέζο να πηδάει απ' το παράθυρο την ώρα του μαθήματος, τον Παπαδημητρίου και τον
Μποτσάκη να παραδίδουν μαθηματικά, τον Παραρά να μας θωρεί ακίνητος και να
δακρύζει. Θυμόμαστε τον μαύρο φιλόλογο, Σμώλγουντ, να διαβάζει με εκπληκτική
άρθρωση και παραστατικές χειρονομίες τους λόγους του Βρούτου και του Αντώνιου
πάνω από το πτώμα του δολοφονημένου Ιούλιου Καίσαρα. Θυμάται ο καθένας ότι
θυμάται., Ο πρόεδρος μας ξεναγεί και όλοι θαυμάζουμε τις καινούριες εγκαταστάσεις.
Καθόμαστε να φάμε, εκφωνούνται λόγοι, κάνουμε προσκλητήριο απόντων. Ακολουθεί μια
εκδρομή, συνήθως στη Χαλκιδική.

Οι φιλίες όχι μόνον παραμένουν αλλά και ενισχύονται όπως ο ρυθμός του
μαραθωνοδρόμου όταν μπαίνει στο στάδιο εξουθενωμένος και βλέπει πια στο βάθος την
τελική γραμμή. Διαπιστώνει κανείς ότι χαίρεται ακόμη και με κείνους που κάποτε δεν
χώνευε. Πριν λίγες μέρες καταλήξαμε ότι θα πρέπει πλέον η συνάντηση να γίνεται κάθε
ένα ή το πολύ δύο χρόνια.

Και να που ο Στέργιος με σπρώχνει στον ώμο και συνέρχομαι. Πάλι αφαιρέθηκες, μου
λέει. Αυτή είναι μια πολύ παλιά συνήθεια, μέσα και έξω από την τάξη. Φεύγω από την
ρουτίνα, μετατοπίζομαι και καταδύομαι σε κείνο που με μαγνητίζει. Έτσι, μπορεί να
κοιτάζω και να μην βλέπω, να είμαι όλος προσοχή και να μην ακούω τίποτα. Να
απουσιάζω. Και ξαφνικά να επανέρχομαι και να πιάνω λέξεις από την τελευταία φράση.


Είναι ήδη περίπου μία και τέταρτο και έχουμε τελειώσει και τον δεύτερο καφέ. Η αίθουσα
έχει γεμίσει από ένα πλήθος πολύβουο και καλοντυμένο. Και ξένο εντελώς. Εκεί που
κάποτε του ξέραμε όλους. Σηκωνόμαστε, αφήνουμε με υστεροβουλία ένα γενναίο
φιλοδώρημα και βγαίνουμε στον δρόμο. Μαζευόμαστε σε κύκλο, καμιά φορά ο ένας με το
χέρι στους ώμους του άλλου. Την άλλη Κυριακή, λοιπόν. Εγώ θα λείπω σε ταξίδι, λέει ο
Τάσος. Γεια και χαρά και ο καθένας στο αυτοκίνητό του.

Κατεβαίνουμε τα υψώματα και ρίχνουμε τώρα μια κλεφτή ματιά καθώς περνάμε έξω απ'
τον παράδεισο. Μπορούμε να τον διακρίνουμε αμυδρά αλλά η είσοδος μάς είναι
απαγορευμένη. Γιατί ο παράδεισος υπάρχει βέβαια, ο ίδιος πάντα και στα ίδια μέρη αλλά
στον παρελθόντα χρόνο. Είναι μια χώρα μακρινή, προσωρινή μα και αιώνια, με πρόσωπα
που αναδύονται αστραφτερά μέσα από θαμπές φωτογραφίες. Μια χώρα ανεξιχνίαστη μα
και παράξενα οικεία.

Η είσοδος μάς είναι απαγορευμένη γιατί ο παράδεισος αγνοεί το όνομά του. Όταν τον
λες παράδεισο, χαμογελάει ειρωνικά. Όταν πας να τον αγγίξεις, αποτραβιέται σαν τα
σταφύλια του μυθικού Ταντάλου. Το μόνο που σου επιτρέπεται είναι να εισπνέεις το
άρωμά του κάπου κάπου. Η είσοδος μάς είναι απαγορευμένη γιατί ο παράδεισος φοράει
μαγικά γυαλιά σε χρώμα βαθύ γαλάζιο. Έτσι, δεν βλέπει μακριά, δεν νοιάζεται και για
πολλά, και δεν ρωτάει τον λόγο και αν στο διπλανό κουδούνι ανοίγει η πόρτα για την
κόλαση.

Όμως κι εμείς κάποτε υπήρξαμε παιδιά του παραδείσου. Μπορείτε να το διαπιστώσετε απ'
το ελάχιστο γαλάζιο που απομένει στο βάθος των ματιών μας. Μα παραβήκαμε τους
νόμους του με ενθουσιασμό και απερισκεψία. Έτσι, συνήλθε το πειθαρχικό συμβούλιο
και δικαίως μας απέβαλε για πάντα. Από τότε, έχουμε επανειλημμένα ζητήσει να
εξεταστεί και πάλι η υπόθεσή μας με μεγαλύτερη επιείκεια. Έχουμε αναθέσει και στον
νομικό μας σύμβουλο, που γνωρίζει άριστα το θέμα, να υποβάλει αρμοδίως τις σχετικές
αιτήσεις. Έχουμε, επιπλέον, προσφερθεί να παραδώσουμε όλα τα επίγεια αγαθά μας,
έχουμε υποσχεθεί να μην προφέρουμε ποτέ το όνομά του, και να φορέσουμε και πάλι τα
μαγικά γυαλιά σε χρώμα βαθύ γαλάζιο.

Δεν έχουμε λάβει ως τώρα καμία απάντηση. Και όσο κι αν εξακολουθούμε παράλογα να
ελπίζουμε, το ξέρουμε καλά πως δεν υπάρχει αντάλλαγμα, ότι ο νομοθέτης είναι
άτεγκτος και τα όργανα ανίσχυρα. ΄Ισως γιαυτό στον Όλυμπο απέναντι, τις μέρες που
είναι χιονισμένος και οι κορφές του, μέσα σ' εκπληκτική διαφάνεια, σχεδόν αγγίζουν τον
ουρανό, βλέπουμε τους θεούς να χαμογελάνε μελαγχολικά. Σαν να ζητάνε εκείνοι τη
δική μας επιείκεια.


Υ.Γ. Από την πρώτη ανάρτηση αυτού του διηγήματος το 2009 ως τώρα, έχουν φύγει από 
κοντά μας ο ένας Τάσος και ο άλλος Τάσος, ο Φώτης, ο Μπόντζος, ο Δράκος και ο Χαβαλές.
Κι εμείς οι υπόλοιποι, που εξακολουθούμε να μαζευόμαστε στ' Αστέρια κάθε Κυριακή πρωί,  
πέρνουμε σειρά ένας-ένας για να τους ακολουθήσουμε. «Περιμένετε, παιδιά, δεν θα αργήσουμε ...»
Οι συμμαθητές της τάξης του "57 θα ξανακάνουν το re-union τους, χωρίς καμία απολύτως 
απουσία, και πάλι μέσα στην αστραφτερή τους νιότη.